Αφήγηση Κων/νος Βασ.Τσιφτης
«Μπροστά πάει ο Λαγγοράνης, πίσω ο Τσιλιμπόκας!!!
Αϊντε τιριντάχ – τιριντάχ- τιριντάχ !!!
Πρρρρ - Πρρρρρ!!!!! Α, στο διάλο Τσιλιμπόκα !!!!»
Φτέρη. Πρώτα χρόνια της 10ετίας του 1970.
Εκείνη την εποχή, στη Φτέρη υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά. Πέρα από αυτά που πήγαιναν στο (εξατάξιο) Γυμνάσιο και κάθε μέρα γέμιζαν ένα λεωφορείο 32 θέσεων, στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού φοιτούσαν πάνω από 80 παιδιά!!!
Το παιχνίδι στην Πλατεία του χωριού κάθε απόγευμα, κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ. Τουλάχιστον μέχρι να βαρεθούμε ή μέχρι να πέσει το σκοτάδι, ώστε να μην είναι δυνατή η συνέχειά του.
Τα παιχνίδια που παίζαμε: κυνηγητό, κρυφτό, Indeal, γουρούνα, σκατόλια, τσελίκα και φυσικά μπάλα. Πολλή μπάλα !!!
Όταν βέβαια …...ΕΙΧΑΜΕ ΜΠΑΛΑ !!!!! Δηλαδή, όταν δεν μας την έσχιζε με το ξυράφι, ο Γραμματέας της Κοινότητας, ο Γιάννης Σπανός, επειδή πολλές φορές η μπάλα πήγαινε με δύναμη περνώντας από την ανοιχτή ξύλινη εξώπορτα, μέσα στο παλιό ισόγειο Κοινοτικό γραφείο, όπου δακτυλογραφούσε και τον ενοχλούσε.
Τώρα βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάποιες φορές γίνονταν και ζημιές. Όταν π.χ η μπάλα αναποδογύριζε κάποιο ποτήρι, ή χτυπούσε πάνω στη σόμπα πετρελαίου, με την οποία ζεσταίνονταν ο Γραμματέας ή πάνω στο παλιό ξύλινο ραδιόφωνο (μπαούλο), με αποτέλεσμα να καίγονται οι λυχνίες. Από το ραδιόφωνο αυτό και το μεγάφωνο που υπήρχε στο καμπαναριό, άκουγε μουσική όλο το χωριό. Επίσης χρησιμοποιούνταν για τις Κοινοτικές ανακοινώσεις – ενημερώσεις προς τους κατοίκους.
Πολλές φορές όμως το παιχνίδι συνεχίζονταν και μέσα στο σκοτάδι και όχι μόνο συνεχίζονταν, αλλά εξαπλώνονταν και σε πολύ μεγαλύτερο τόπο!! Για κρυφτό ή κυνηγητό, φτάναμε μέχρι τον Κλειτσό (δεν είχε γίνει ακόμα ο δρόμος) και μέχρι την Πουρνάρα (πίσω από τα σπίτια των Παραπεραίων) ακόμα και τα Μετόχια, απέναντι από την εκκλησία προς το μέρος των Καμπιών!!!
Μεγαλύτεροι από μένα κατά μερικά χρόνια ήταν μεταξύ άλλων, ο Αντρέας Λαγός, ο συγχωρεμένος ο Σωτήρης Δημ. Παραπέρας, ο Βάϊος Κουκούλης και ο Γρηγόρης Σταμοκώστας, ο Μίμης Κωστούλας και πολλοί άλλοι .
Μια μέρα αυτοί και μερικοί άλλοι, έπεισαν τον Γιώργο Σακκελάρη (τον Τζωρτζάρα) να μπεί και αυτός στο κυνηγητό που έπαιζαν!!!! Εκείνη την εποχή ο Γιώργος ήταν νέος, ψηλός, γεροδεμένος και με πολύ καλή φυσική κατάσταση.
Άρχισαν λοιπόν το παιχνίδι και έπαιζαν μέχρι το σούρουπο. Μετά κουρασμένοι όπως ήταν όλοι, πήγαν στο καφενείο του Καραγιάννη, όπου κέρασαν τον Τζωρτζάρα τρία ποτήρια του νερού Βερμούτ, με αποτέλεσμα αυτός σε μηδέν χρόνο να γίνει …… ηφαίστειο !!!
Έτσι όπως ήταν μεθυσμένος, τον πήραν για να τον πάνε (υποτίθεται) στο σπίτι του στην Κουνούκλα. ΄Όμως φαίνεται ότι ….πήραν λάθος δρόμο και τράβηξαν τον κατήφορο προς το νεκροταφείο. Περνώντας το σπίτι του Κυρκοβαγγέλη, μέσα στο μισοσκόταδο περίμεναν κρυμμένα μερικά άτομα που όρμησαν και όποιος προλάβαινε καρπάζωνε τον Τζωρτζάρα. Μαζί και τα άτομα που τον συνόδευαν !!! Καρπαζιές όμως όχι για χάδι αλλά …. για ξεκεφάλιασμα !!!!
Αυτός, άρχισε να τρέχει φωνάζοντας για να γλυτώσει και έφυγε από το στενό που είναι μπροστά στο σπίτι του Βασίλη Αλεξίου και του γαμπρού του Σωτήρη Κύρκου και βγάζει στο βόρειο μέρος της Πλατείας. Ήταν τόσο γρήγορος, που όταν ανέβηκε το δρόμο από το πηγάδι προς την Πλατεία (αλήθεια πόσοι γνωρίζουν ότι στο δρόμο μπροστά στην αποθήκη του Γρηγόρη Καραγιάννη εκεί που είναι η κολώνα της ΔΕΗ,, κάτω από το οδόστρωμα υπάρχει πηγάδι που έχει σκεπαστεί με τσιμέντο για να περάσει ο δρόμος???) και έφτασε τρέχοντας μπροστά στο σπίτι του Τσιφτοβασίλη, αυτοί που τον κυνηγούσαν ήταν ακόμα εκεί που ήταν η παλιά πατητή βρύση της Πλατείας (η πέτρινη βρύση σήμερα) !!!! Έτσι τη γλύτωσε το πρώτο βράδυ και πήγε τρέχοντας στο σπίτι του στην Κουνούκλα.
Δεν έβαλε όμως μυαλό ο Τζωρζάρας και το επόμενο βραδάκι ξαναμπήκε στο παιχνίδι. Φαίνεται τα ήθελε ο …… απ΄αυτός του !!!!!!
Όμως, είχαν συνεννοηθεί «τα αλάνια» και είχαν χωριστεί σε ομάδες, πιάνοντας τα επίκαιρα σημεία γύρω από την Πλατεία για να μην τους φύγει άδαρτος. Άλλοι ήταν στο στενό έξω από το σπίτι μου, για να του κλείσουν το δρομο προς τα Σταμοκωσταίϊκα. Άλλοι είχαν πιάσει τη μουριά του Καραγιάννη μπροστά στο σπίτι του Τσιτούρα, που ήταν σκοτεινά και άλλοι το στενό έξω από το σπίτι του Βασίλη Αλεξίου, πεθερού του Σωτήρη Κύρκου (Μπιρντίφη). Ένας (δε θυμάμαι ποιος όμως), με ένα σφυρί ήταν στο τσιμεντένιο πεζούλι της Πλατείας, εκεί που ήταν ο δέντρος με το κρεμασμένο σήμαντρο και είχε βάλει πάνω στο τσιμέντο μερικά καψούλια από κυνηγετικά φυσίγγια και περίμενε.
Άρχισε το κυνηγητό και όπου κι αν πήγαινε ο Τζωρτζάρας, τους έβρισκε μπροστά του. Οι φωνές και τα τρεχαλητά στην Πλατεία, ενόχλησαν τους γείτονες!!! -- Ο Κύρκος Σωτήρης βγήκε απειλούσε να πάρει το δίκαννο και να τους πυροβολήσει με χοντρό αλάτι κι όταν από απέναντι ο Γιώργος Ε. Κυρίτσης βγήκε εξαγριωμένος από το σπίτι του και τους έβρισε, άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:
-«Τσι-λι-μπό-κας !!! Τσι-λι-μπό-κας !!!» και …….του κόλλησαν το παρατσούκλι αυτό, που τον συνόδευε για τα επόμενα χρόνια !!!
Ακόμα και ο Κων/νος Χρ. Λαγός – ο επονομαζόμενος και Λαγγοράνης – πνεύμα αντιλογίας εκείνη την εποχή στο χωριό είχε βγεί και έβριζε γιατί του είχαν χαλάσει τον ύπνο.
Αυτές οι αντιδράσεις, είχαν ως αποτέλεσμα όλοι μαζί πλέον, να τραγουδούν στην Πλατεία μέσα στη νύχτα :
- «Μπροστά πάει ο Λαγγοράνης, πίσω ο Τσιλιμπόκας !!!
Αϊντε τιριντάχ – τιριντάχ- τιριντάχ !!!
Πρρρρ- Πρρρρρ!!!!! Α στο διάλο Τσιλιμπόκα !!!!».
Αφού είδε ο Τζωρτζάρας ότι του την είχαν στημένη και όπου και αν πήγαινε τις άρπαζε, άκουγε και τα καψούλια που έσκαζαν και νόμισε ότι τον πυροβολεί ο Κυρκοσωτήρης. Τρέχοντας, βρήκε διέξοδο στο Νότιο μέρος της Πλατείας από το μόνο σημείο που δεν περίμενε κανένας ότι μπορεί να ξεφύγει.
Πέρασε σαν βολίδα ουρλιάζοντας τον κατήφορο μέσα από τα κυπαρίσσια, δίπλα από το Κοινοτικό Γραφείο και σε κάποιο σημείο κουτρουβαλιάστηκε στη σάρα και έπεσε μέσα στο ρέμα, λίγο πριν από τη Μάρω, περίπου εκεί που είχε κήπο ο Κωστής.
Τα παιδιά που τον κυνηγούσαν πανικοβλήθηκαν, γιατί νόμισαν ότι σκοτώθηκε. Βρήκαν φακούς και μέσα στη νύχτα κατέβηκαν στο ρέμα και έψαχναν να τον βρουν. Αφού πέρασαν μερικές ώρες ψάχνοντας όλο το ρέμα χωρίς να τον βρουν, κάποιος σκέφτηκε να πάνε να δουν μήπως έχει πάει στο σπίτι του. Πήγαν στην Κουνούκλα και από το παράθυρο είδαν τον Τζωρτζάρα μέσα στο σπίτι του ξαπλωμένο στο κρεβάτι να βογγάει.
Την άλλη μέρα, ο ίδιος ο Τζωρτζάρας τους είπε, ότι από εκεί που έπεσε στο ρέμα, κατέβηκε μέσα στο σκοτάδι τη ρεματιά μέχρι του Χαψιά το Μύλο, πέρασε πίσω από τα Παραπεραίϊκα, βγήκε στο Νεκροταφείο και στη συνέχεια κατέβηκε Βόρεια έξω από το χωριό, περνώντας κάτω από τα Νταλιαναίϊκα, έφτασε στο Δημοτικό Σχολείο και από εκεί, από τον Κάτω Μαχαλά ανέβηκε στην Κουνούκλα και πήγε στο σπίτι του. (Αυτή τη διαδρομή, δηλαδή το να κατέβεις όλο το ρέμα, είναι πολύ δύσκολο να την κάνεις ημέρα!!! Πόσο μάλλον τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι!!!)
Από τις φωνές, τα γέλια, τα ποδοβολητά και τα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα, είχε αναστατωθεί το χωριό γύρω από την Πλατεία. Από περιέργεια και ανησυχία βγήκαν και μεγάλοι άνθρωποι και έκαναν χάζι.
Ήταν θυμάμαι πολύς κόσμος!!! Μεταξύ αυτών, ο Αντωνούλας (ο γιατρός) και ο Γιάννης Καραγιάννης (του Βάϊα). Ήταν και ο Γιάννης Καραγιάννης (ο καφετζής), με ένα φορητό μαγνητόφωνο και κατέγραφε ηχητικά τα δρώμενα. Την κασσέτα αυτή την είχε μέχρι πρίν κάμποσα χρόνια. Δεν ξέρω αν την έχει ακόμα.
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ για περίπου για 4-5 μέρες και όπως ξαφνικά άρχισε, έτσι ξαφνικά και σταμάτησε !!!
Τώρα για ποιο λόγο σταμάτησε, δηλαδή άν βαρέθηκαν να δέρνουν τον Τζωρτζάρα ή αν του πέρασε του Τζωρτζάρα η όρεξη για παιχνίδι, θα σας γελάσω !!!!!!
Υ. Γ.
1. Όταν συνέβησαν όλα αυτά, ήμουν 12-13 ετών !!
2. Κάποιοι ίσως αναρωτιούνται γιατί κάθομαι, γράφω και ανεβάζω αυτές τις ιστορίες.
Η απάντηση έχει δυό σκέλη :
α).Γιατί έχω ελεύθερο χρόνο (συνταξιούχος γάρ) και
β). Δεν τις γράφω ούτε για να θίξω κανέναν, ούτε για να δείξω ότι εμείς κάναμε αυτό, εκείνο ή το άλλο, αλλά για να μάθουν οι νεώτεροι πώς εμείς οι πιο παλιοί, ΖΗΣΑΜΕ τα χρόνια μας και πώς ΠΑΙΖΑΜΕ.
Ίσως πολλές φορές να παίζαμε και «εκτός ορίων», με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται.
Πάντως ΠΑΙΖΑΜΕ !!!!!!! Και δε μετανιώνουμε γι αυτό.-