sperxia            Η Σπέρχια

του Νικολάου Θεοδώρου

Προς Δ. της Σπερχειάδος περί την μιάμισην ώραν απόστασιν και εις τους πρόποδας της Γουλινάς ευρίσκεται χωρίον με χίλιους κατοίκους ονομαζόμενον Κάτω Φτέρη ή απλώς Φτέρη, υπό δε των γεροντοτέρων κατοίκων ονομάζεται Καλύβια, εις αντιδιαστολήν της Άνω Φτέρης, η οποία ονομάζεται Χωριό, αν και κατοικείται μόνον υπό τινών παραθεριστών κατά την εποχήν του θέρους. Παρήλθον πολλά έτη αφ’ ότου οι κάτοικοι της Άνω Φτέρης  μετώκησαν εις την Κάτω Φτέρην, εν τούτοις όμως εξακολουθούν εισέτι κατά τας ιδιαιτέρας αυτών συζητήσεις ν’ αναφέρουν λέγοντες «πάμε στο Χωριό» δια την Άνω Φτέρην ή «πάμε στα Καλύβια» δια την Κάτω Φτέρην. Η Άνω Φτέρη απέχουσα μίαν ώραν εκ της Κάτω Φτέρης ευρίσκεται εις τας κλιτύας της Γουλινάς εν τω μέσω οπωροφόρων δένδρων, πλουσίων υδατοπηγών και εστεφανομένη υπό πυκνού δάσους καστανιών. Προκατοχικώς υπερπεντακόσιοι παραθερισταί, εις το υψόμετρον αυτό των 850 μέτρων, εδρόσιζον τα κουρασμένα σώματά των υπό το πράσινον φύλλωμα των βαθυσκίων πλατάνων και των εν αφθονία και ποικιλία ευρισκομένων οπωροφόρων δένδρων.

Εις το μέσον ακριβώς των δύο ομωνύμων χωρίων ευρίσκονται πελασγικά τείχη, τα οποία ως καταδεικνύεται εκ των κατακειμένων  ογκολίθων, απετέλουν κατά την αρχαιότητα οχυρόν φρούριον ονομαζόμενον Σπέρχια. Το οχυρόν αυτό ευρίσκεται επί φυσικού υψομέτρου ογκώματος των κατωφερειών της Γουλινάς και εν τω μέσω δύο κατερχομένων χειμάρρων. Το φρούριον έχει περίμετρον ενός περίπου χιλιομέτρου και περιβάλλει έκτασιν πέντε επιπέδων απιφανειών με συνολικόν εμβαδόν εβδομήκοντα στρεμμάτων. Το ανατολικόν τείχος εκτισμένον εις την αριστεράν όχθην του αβαθούς χειμάρρου έχει μήκος τριακοσίων εξήντα μέτρων και καθ’ όλην την έκτασιν διακρίνεται εις ύψος το τείχος συγκείμενον εκ μιας σειράς και αλλάχου δύο και τριών σειρών ογκολίθων, το δε πάχος αυτού κυμαίνεται από δύο μέτρα έως δυόμισι. Επί της  πλευράς ταύτης προεξείχον δύο πυργίσκοι. Οι ογκόλιθοι διολισθήσαντες ευρίσκονται προσχωματωμένοι εντός του αβαθούς χειμάρρου. Το ΝΔ μέρος του οχυρού επροστατεύετο υπό τριών πυργίσκων και ευρίσκεται εκτισμένον επί ισοϋψούς ομαλού εδάφους επικλινούς κατερχομένου εκ της Άνω Φτέρης. Εξωτερικώς διακρίνει τις δύο και αλλαχού τρεις σειράς ογκολίθων. Ως εικάζεται, και η είσοδος του φρουρίου θα ευρίσκετο εις την ανατολικήν γωνίαν της πλευράς ταύτης, την εφαπτομένην επί του πυργίσκου, όστις ήνωνε και επροστάτευε τα άκρα της ΝΔ και Α πλευράς. Το πάχος δε κυμαίνεται από δύο έως δύο και είκοσι εκατοστά του μέτρου. Η δυτική πλευρά, της οποίας ελάχιστα ίχνη διακρίνονται, κάμπτεται συντόμως προς συνάντησιν της βορείας πλευράς, την οποίαν νοητώς συλλαμβάνομεν ως εκ της διαμορφώσεως του εδάφους.

Οι ογκόλιθοι της ΝΔ πλευράς του οχυρού ευρίσκονται την ομαλώς κατερχομένην δυτικήν πλαγιάν του χειμάρου, όστις έχει βάθος υπέρ εκατόν πεντήκοντα μέτρων. Πολλοί μεν των ογκολίθων συνεκρατήθησαν εντός του κοιλώματος, του δια της υποκειμένης οδού σχηματισθέντος, άλλοι δε κατακρημνίσθησαν εις το βάθος του χειμάρρου και εξηφανίσθησαν, παρασυρθέντες ή προσχωθέντες υπ’ αυτού. Οι ογκόλιθοι της Β. πλευράς διασκορπισθέντες επί της ομαλούς χωματώδους κατωφερείας μεταφέρθησαν και εχρησιμοποιήθησαν ως οικοδομικόν υλικόν δια την οικοδόμησιν του χωρίου Παλαιοβράχας. Επειδή εξηφανίσθει παν ίχνος επί της Β. πλευράς, δεν δυνάμεθα ακριβέστερον να καθορίσωμεν την έκτασιν του φρουρίου αυτού προς Β., το οποίον ίσως να κατήρχετο και περιελάμβανε και το υποκείμενον επικλινή συνεχόμενον χώρον, ένθα κεραμοσκεπών οικημάτων ίχνη ευρίσκονται. Η επικλινής αυτή έκτασις μόνον ανατολικώς προστατεύεται υπό του εκτεινομένου βραχίονος, του εξ ογκολίθων κατασκευασμένου και συνεχομένου του ανατολικού τείχους. Εις την κατωφέρειαν ταύτην φαίνεται μάλλον ότι υπήρχε προέκτασις εξωτερικής πόλεως εκτός του φρουρίου, το οποίον υψώνεται νοτίως της πόλεως ως ακρόπολις.

Εσωτερικώς το φρούριον απετελείτο εκ τεσσάρων επιπέδων επιφανειών διαχωριζομένων υπό διαχωριστικών τειχών. Εξ αυτών η ΝΔ είχεν έκτασιν εξήντα μέτρων επί τριάντα  και, καθώς φαίνεται, ήτο η οχυροτέρα και εντός αυτής μόνον στρατιωτικής φύσεως κεραμοσκεπή οικήματα υπήρχον.  Η μεσαία επιφάνεια είχεν έκτασιν 40 επί 30 μετρ. και  η βορειοτέρα 65 επί 35 μετρ., ενώ η ετέρα επιφάνεια η κειμένη δίκην τριγώνου προς δυσμάς είχεν εμβαδόν 70 τ.μ.

Άπασαι αι επιφάνειαι αυταί διακρίνονται με τα διαχωριστικά τείχη και την ελαφράν διαφορουμένην απόκλισιν αυτών. Η προς Β. εντός ή εκτός του τείχους, ως ανεφέρθη, εκτεινομένη επικλινής επιφάνεια, ένθα η πόλις, έχει απόκλισιν 40ο.

Εντός των επιφανειών ανευρίσκει τις, άφθονα συντρίμματα κεράμων, αίτινες, ως εικάζεται, προέρχονται από κεραμοσκεπείς οικίας και συντρίμματα πήλινων δοχείων. Η αρχαία αύτη πόλις, η επί του φρουρίου και εκτός αυτού προς Β. εκτεινωμένη, ονομάζετο Σπέρχια και υδρεύετο δι’ υπογείου οχετού από των υδατοπηγών της Άνω Φτέρης. Σκεπτόμενος τις ότι το φρούριον θα διέθετεν υπερχιλίους πολεμιστάς δια την προστασίαν αυτού, ευκόλως συλλαμβάνει την σπουδαιότηταν της πόλεως ταύτης, ήτις εδέσποζε της παιδιάδος της Δ. Φθιώτιδος και απέζη από τη συγκομιδήν των πλουσίων καρπών αυτής. Προς Β. του  φρουρίου αυτού ευρίσκονται οι τάφοι της πόλεως. Έκαστος τάφος αποτελείται από τέσσαρας πελεκητούς λίθους εμπηγμένους εις τα πλάγια και ενός λίθινου καλύμματος. Άνωθεν των τάφων διακρίνοντο προ μιας εικοσαετίας (70) τύμβοι εκ χωμάτων. Σήμερον έχουν διανοιχθεί και εσυλήθησαν οι τάφοι. Η πόλις αύτη, ευρισκομένη εις υψόμετρον 500 μ., επισκοπεί προστατευτικώς την πλουσίαν πεδινήν έκτασιν της Δυτικής Φθιώτιδος. Οι πλούσιοι κτηνοτροφικοί λειμώνες και αι εύφοροι γεωργικαί και δασικαί εκτάσεις με τους ανεξάντλητους  εις θηράματα δρυμούς της Γουλινάς απετέλουν την Εδέμ της κοσμοβριθούς ταύτης πόλεως μετά των γύρω συνοικισμών αυτής. Πλούτη άφθονα, προερχόμενα εκ της παραγωγής των γεωργικών προϊόντων, των κτηνοτροφικών και της λείας των θηραμάτων, συνεκεντρούτο διαρκώς και καθίστων την ζωήν των κατοίκων ευχάριστον. Η περιφρούρησις της ευδαιμονίας αυτών εξηνάγκασε τους κατοίκους της πόλεως ως και τους περιοίκους αυτής ν’ ασχοληθώσι με την επιμελή και σοβαράν οχυρωματικήν συγκρότησιν του φρουρίου, το οποίον θα έπρεπε να αντέχει εις τα κατακτητικά σχέδια των γύρω λαών της εποχής της προ Χριστού χιλιετηρίδος. Η παρατηρουμένη εισέτι ακριβής συναρμογή τν ογκολίθων μας φανερώνει την εξέλιξιν της τεχνικής, εις την οποίαν είχον φθάσει οι πρόγονοί μας με την προσπάθειαν δια την αποτελεσματικήν  οχύρωσιν των ακροπόλεων. Εκ των ευρισκομένων σποράδην συντριμμάτων επί του φρουρίου και εντός των συληθέντων τάφων φαίνεται ότι η τεχνική της κεραμουργίας και αγγειοπλαστικής κατείχεν εξελικτικόν στάδιον προόδου και μεσογειακού πολιτισμού επίζηλον εις τους πέριξ εχθρούς. Η ευμάρεια δε εξ άλλου της ζωής των κατοίκων και η διαρκής συρροή αγαθών απέδιδον εις την πόλιν πλουσίαν αίγλην, εις δε τας πέριξ φυλάς ζηλότυπον αρπακτικότητα.

Εις τας βορείας υπωρείας του Τυμφρηστού έζη την εποχήν εκείνην, καθ’ ην ήκμαζεν η Σπέρχια, λαός πολεμικός, ορεσίβιος, τραχύς και λιτοδίαιτος, οι Αινιάνες. Ο λαός ούτος απέζη  δια της ληστείας και εκ της αρπαγής λαφύρων κατά τας σποραδικάς αλλά συχνάς επιδρομάς επι των πλουσίων περιοχών της Δυτικής Θεσσαλίας και Δυτικής Φθιώτιδος. Οι Αινιάνες συν τω χρόνω αποθρασυνθέντες, αλλά και εις την πολεμικήν τέχνην ασκηθέντες, διοργάνωσαν σοβαρόν εκστρατευτικόν σώμα με αντικειμενικόν σκοπόν την καταστροφήν και αυτού του φρουρίου, το οποίον ευρίσκετο ως εμπόδιον εις τας αρπακτικάς και ληστρικάς διαθέσεις αυτών. Η σύγκρουσις πραγματοποιείται κατά την εποχήν της συγκομιδής των προϊόντων εντός της πεδινής περιοχής.

Οι Σπέρχιοι υπεραμύνονται δια την προστασίαν της εφόρου περιοχής των, αλλ’  οι Αινιάνες  συνρίβουν την αντίστασιν των, τους κυνηγούν και τους εγκλωβίζουν εις τα τοίχη. Άπασα η κτηνοτροφία και τα γεωργικά προϊόντα περιέρχονται εις χείρας των Αινιάνων, ενώ οι Σπέρχιοι κινδυνεύουν εκ του λιμού. Η πολιορκία παρατείνεται και οι Αινιάνες οσήμεραι γίνονται επιθετικώτεροι. Οι Σπέρχιοι ούτε συμμάχους έχουν, ούτε αντίστασιν δύνανται να προβάλουν και το φρούριον πίπτει εις χείρας των Αινιάνων. Μετά την διαρπαγήν των πλουσίων λαφύρων της ωραίας Σπέρχιας και την καταστροφήν του φρουρίου αυτής, οι Αινιάνες προχωρούν εις την κατάληψιν και του περί τας πέντε ώρας ανατολικώς κειμένου φρουρίου της Υπάτης, ένθα εγκαθίστανται μονίμως, καταστάντες κύριοι ολοκλήρου της πεδινής εκτάσεως την οποίαν διέδραμον.

Οι επιζήσαντες της τρομεράς συγκρούσεως ταύτης κάτοικοι της Σπέρχιας παρέμεινον καλλιεργούντες τα κτήματά των υπό τον αυστηρόν έλεγχον των Αινιάνων και την οικονομικήν επιρροήν αυτών, διότι και νομίσματα φέροντα την επιγραφήν «Αινιάνες» ευρέθησαν εντός του φρουρίου.

Η πόλις Σπέρχια επέζησεν άνευ ιστορικής ζωής έκτοτε δια μέσου των αιώνων, άλλοτε ως συνοικισμός ή χωρίον και άλλοτε ως πόλις επί των ερειπίων και της παλαιάς αίγλης της ενδόξου αρχαίας Σπέρχιας.

Η λαϊκή μούσα όμως και νεκράν επιμνημονεύει και απαθανατίζει αυτήν εξ αιτίας του ηρωικού θανάτου κατά την εκστρατείαν του Σαγγαρίου (1921) του εκ Φτέρης καταγομένου και εις Ξηροχώριον εγκατεστημένου ταγματάρχου Βασιλείου Ευαγ. Σακελλάρη:

      Σπέρχεια θρηνήσει Αία,

      Ξηροχώρι κ’ Ιστιαία

      μ’ ένα δάκρυ ευγνωμοσύνης

      και με στέφανον μερσίνης.

      Στου Σαγγάριου τα νερά,

      που τόσ’ αθάνατα παιδιά

      εστεφάνωσεν ο Άρης

      της Σπέρχιας κρατά τη δόξα

      άφθαστος ο Σακελλάρης.

(Κατά Παπαγεωργίου εκ Φτέρης)

                                

Με ιστορικήν ζωήν εμφανίζεται και πάλιν ως πρωτεύουσα κατά τους πρώτους χρόνους της νεωτέρας Ελλάδος, καθ’ ους με το συγκενρωτικόν πνεύμα του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιω. Καποδίστρια προωρίζετο ως πόλις. Τότε εντός της μικράς Σπέρχιας ευρίσκοντο άπασαι αι δικαστικαί και διοικητικαί αρχαί της περιοχής της Δυτικής Φθιώτιδος και ελειτούργει Ελληνικόν σχολείον. Αλλά κατά το έτος 1840 αι αρχαί μεταφέρονται εις το χωρίον Αγά, νεοσύστατον χωρίον, όπερ αργότερον μετονομάσθει Σπερχειάς.

Συγχρόνως κάτωθεν της αρχαίας Σπέρχιας, μετωκίζονται εις τουρκικόν χωρίον ονομασθέν Παλαιοβράχα πρόσφυγες Έλληνες διαφυγόντες εξ Ικονίου της Μικράς Ασίας τας σφαγάς των Τούρκων.

Οι ελάχιστοι εναπομείναντες κάτοικοι της Σπέρχιας, εγκαταλείψαντες το άγονον, ξηρόν και άδενδρον χωρίον των, μετώκησαν πέριξ και εις απόστασιν τινά του μοναστηριακού κτήματος της Άνω Φτέρης.

Πολύ γρήγορα όμως πραγματοποιείται η απαλλοτρίωσις του μονατηριακούκτήματος και το χωρίον εγκαθίσταται το έτος 1843 πέριξ του ιερού ναού ο Άγιος Γεώργιος. Δια την γεωργικήν καλλιέργειαν της πεδινής εκτάσεως ηναγκάζετο να διατηρώσι καλύβας εις την θέσιν ένθα κείται ακριβώς η Κάτω Φτέρη, προς αποθήκευσιν κατά την θερινήν περίοδον των γεωργικών προϊόντων μέχρι της μεταφοράς αυτών εις την Άνω Φτέρην. Πολλοί των κατοίκων της Φτέρης έλκουν την καταγωγήν εκ των κατοίκων της Σπέρχιας.

Σήμερον Σπέρχια δεν υπάρχει, ευρίσκεται θαμμένη υπό τα διασκορπισμένα συντρίμματα των οικοδομών αυτής. Μόνον λείψανα του φρουριακού εκείνου όγκου και των κεραμοσκεπών οικιών διακρίνονται. Τα λείψανα που καλύπτουν την Σπέρχιαν, την ομώνυμον πόλην του προκειμένου αυτής Σπερχειού ποταμού, παραμένουν βουβά και άφωνα μεν, αλλ’ αντικατοπτρίζοντα μίαν δόξαν ελληνικήν και αθάνατον κλέος της ελληνικής φυλής, δι’ ων εγαλουχήθησαν αι γενεαί των προγόνων μας, αι κληροδοτήσασαι εις ημάς την υψηλοτέραν ιδέαν, την λαμπράν και μεγαλειώδη ιδέαν, ήτις ονομάζεται Ελλάς.

Σπέρχια δεν υπάρχει, αλλ’ από τα ιερά αυτής λείψανα ανέρχεται φωτεινή ακτίς, ήτις προστιθεμένη εις την δέσμην του ηλιακού φωτός της Ελλάδος θερμαίνει τα πεπρωμένα της φυλής  μας και την ιστορικήν δόξαν αυτής.

Κάθε πέτρα αντικατοπτρίζει και μίαν δόξαν του ηρωικού μεγαλείου της Ελλάδος, κάθε ογκόλιθος είναι συνυφασμένος με τον φωτοστέφανον της δόξης κάποιου ξεχασμένου από τον χρόνον εις τα κατακάθια της ψυχής μας προγονικού ήρωος. Κάθε ερειπωμένον μνημείον ακτινοβολεί εις τας ψυχικάς ίνας της ζωής μας την ενδοξοτέραν των αιώνων ιστορίαν, η οποία επέζησεν ως μεγαλειώδης φωτοβόλος ιδέα εις την ψυχήν μας, ως Ελλάς σελασφόρος εις το στερέωμα της οικουμένης. Ατενίζοντας τους χώρους τούτους, βλέπομεν την Πατρίδα μας, εξετάζοντες αυτούς, μελετώμεν την ιστορίαν της. Τα μνημεία ταύτα διατηρούν την πηγαίαν ιδέαν, εκ της οποίας έλκει την καταγωγήν της η ελληνική ψυχή.

(Περιδικό «ΦΘΙΩΤΙΣ», τεύχ. 9, Ιανουάριος- Μάρτιος 1957, σελ. 57)

Πηγή