H μάθημα ενάρετου εμπορίου από ένα ζεύγος βιβλιοχαρτοπωλών του ‘50
Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αφιερώνω το παρακάτω κείμενο, εν είδει μνημοσύνου, σε όλους τους τυπικούς και άτυπους δασκάλους μας και γενικώς τους μεγαλύτερούς μας, που με τη σοφία τους και, κυρίως, το παράδειγμά τους συνετέλεσαν στην ανάδειξη ό,τι καλού έχουμε μέσα μας.
Σημείωση: Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του κειμένου είναι το ζεύγος Αναστάσιου Κύρκου, συγχωριανοί μας που διατηρούσαν σπουδαίο βιβλιοχαρτοπωλείο για δεκαετίες στη Λαμία.
Οι Φτεριώτες αναγνώστες της ανάρτησης, που θα διαβάσουν το κείμενο, καλούνται να αντικαθιστούν το όνομα «Παραδείσης» του κειμένου με το «Κύρκος».
[Πρώτη δημοσίευση στην Καθημερινή και στο Capital.gr με τους τίτλους: «Βιβλιοχαρτοπωλείο ο παράδεισος» και «Μάθημα ενάρετου εμπορίου από ένα ζεύγος βιβλιοχαρτοπωλών του ‘50», αντιστοίχως]
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βιβλιοχαρτοπωλείο ο παράδεισος ή μάθημα ενάρετου εμπορίου από ένα ζεύγος βιβλιοχαρτοπωλών του ‘50
Με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς, θα ήθελα να μοιραστώ ένα μάθημα ενάρετου εμπορίου, που δέχθηκα από ένα ζεύγος βιβλιοχαρτοπωλών της Λαμίας, κατά τη δεκαετία του ‘50.
Την πρώτη επίσκεψη στο βιβλιοχαρτοπωλείο του ζεύγους Παραδείση στη Λαμία την κάναμε μαζί με τον πατέρα μου το φθινόπωρο του ’55, με την εγκατάστασή μου στην πόλη και την εγγραφή μου στην πρώτη τάξη του οκταταξίου Γυμνασίου. Ο Πατέρας ήθελε να με γνωρίσει με το συγχωριανό μας ζευγάρι και να μου εξασφαλίσει ένα είδος πίστωσης για την προμήθεια υλικών και αγαθών του καταστήματος που θα απαιτούσε η μαθητική μου ιδιότητα.
Έκανα την επόμενη επίσκεψη μόνος μου, μετά από μερικές μέρες. Στη συνέχεια και αφού ένιωσα ότι ήμουν ευπρόσδεκτος, άρχισε να μεγαλώνει όχι μόνο η συχνότητα αλλά και η διάρκεια των επισκέψεων. Ένιωθα μια έλξη για το χώρο. Δεν ήταν μόνο ότι στέγαζε δυο πολιτισμένους ανθρώπους, ήταν και το είδος των εμπορευμάτων που με τραβούσε αλλά και οι συναλλασσόμενοι.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση στο ζεύγος ήταν η σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν και οι δύο τους μικρούς μαθητές- πελάτες, αφιερώνοντας στον καθένα ξεχωριστά όσο χρόνο χρειαζόταν- τον ίδιο όσο και στους μεγάλους- για να ευχαριστηθούν τις αγορές τους.
Η κ. Παραδείση είχε το βαρύτερο έργο: εξυπηρετούσε την πολυπληθή, κυρίως μαθητική, πελατεία και είχε να κάνει με τον όγκο των τυποποιημένων εμπορευμάτων.
-Ένα κουτί πινέζες
-Ένα Φάμπερ Νο 2
-Ένα στυπόχαρτο
-Ένα μέτρο χαρτί Μπρίστολ
-Μια κόλλα μπλε, έπεφταν οι παραγγελίες από τους μικροπελάτες και εκείνη ευγενική, ψύχραιμη, προσιτή τις εκτελούσε με ηρεμία και αποτελεσματικότητα.
Ο Παραδείσης πάλι, είχε την ευθύνη για όλα τα εμπορεύματα που χρειαζόταν ορισμένες τεχνικές γνώσεις, κάποιες επεξηγήσεις ή οδηγίες χρήσης. Είδη σχεδιάσεως, είδη γραφής, συναρμολογούμενα είδη κλπ. Ειδικότερα τις χρονιές εκείνες ήταν, αποκλειστικά σχεδόν, απασχολημένος με την πώληση, αλλά και την επισκευή των στυλογράφων πένας, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται μαζικά εκείνη την εποχή.
Όλοι, αργά ή γρήγορα, θα αγόραζαν το πολύχρωμο εκείνο όμορφο εργαλειάκι που είχε έρθει για να εκτοπίσει, από τη μια μέρα στην άλλη, κονδυλοφόρους, πένες και μελανοδοχεία. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία ποιοτήτων και τιμών. Όμως, όπως ήταν φυσικό, το μέγα πλήθος των μαθητών αγόραζαν τα πιο φτηνά. Έτσι πολλά από εκείνα τα “σκατολοείδια”, όπως τα χαρακτήριζε ο Παραδείσης δεν θα αργούσαν να χρειαστούν επισκευή:«Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη».
Έτσι, μια γωνία του μαγαζιού είχε μετατραπεί σαν σε πάγκο ωρολογοποιού, με όλα τα εργαλεία: τανάλιες, πενσάκια, λίμες, σφυράκια, ανταλλακτικά, αμπούλες σε παράταξη. Και ο Παραδείσης σκυμμένος, αμίλητος, αφιερωμένος πάλευε για να έχει το κάθε «στυλουδάκι» έτοιμο τη μέρα και ώρα που είχε υποσχεθεί στους μικρούς πελάτες του.
Το δεύτερο που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ότι ο Παραδείσης σπάνια έπαιρνε αμοιβή γι’ αυτές τις επισκευαστικές υπηρεσίες, που μπορεί να μην ήταν σοβαρές, τον αποσπούσαν όμως από το κύριο και εμπορικό τμήμα της δουλειάς. Κι ακόμα ότι ποτέ δεν έλεγε όχι στα αιτήματα των μικρών για επισκευή. Σε κανέναν δεν είπε ότι ο στυλογράφος του δεν ήταν για επισκευή, αλλά για πέταμα. Τα περιεργαζόταν, τα αποσυναρμολογούσε, έψαχνε για κάποιο ανταλλακτικό και στο τέλος τους έδινε πάντα μια παράταση ζωής:
-Άστο να δω τι μπορώ να κάνω, ήταν η μόνιμη επωδός.
Βλέποντας την όλη συμπεριφορά του ζευγαριού προς τους πελάτες, είχα πρωτόγνωρα εντυπωσιαστεί. Άραγε πως το έβλεπαν το πράγμα; Ιδιαίτερα ο Παραδείσης: το έκανε από κατανόηση και συμπάθεια, το έκανε από κέφι, το ένιωθε ως αυτονόητη υποχρέωση ικανοποίησης του πελάτη, ως ανταπόκριση για την προτίμηση, ως μια συνειδητή στρατηγική υποστήριξης του εμπορεύματος ή ως μια πράξη περιφρούρησης από τα ανταγωνισμό;
Τώρα ξέρω ότι όλα αυτά μαζί δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε Επαγγελματισμό. Και που εγώ, χάρις στο ζεύγος των φίλων μου, είχα μάθει τι σημαίνει από τα δεκατρία μου.
Η δικαίωσή τους ερχόταν τον Σεπτέμβρη όταν τα πιο πολλά πρωτάκια της χρονιάς, διστακτικά στην αρχή, θα έμπαιναν στο μαγαζί τους για να κάνουν τα πρώτα ψώνια τους ή να αγοράσουν τον πρώτο τους στυλό, ανοίγοντας έτσι έναν κύκλο που δεν θα έκλεινε παρά με το τέλος της μαθητικής τους ζωής.
Πέρασαν τα χρόνια, είδα και έμαθα πολλά, τίποτα όμως τόσο κρυστάλλινο όσο η επαγγελματική ευσυνειδησία που διδάχτηκα, κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας σε εκείνο το μαγαζί. Μια φιλοξενία της οποίας δεν ξέρω πιο ήταν το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό: η ζεστασιά της ή η χρησιμότητά της. Γιατί στην ευαίσθητη εκείνη περίοδο της ζωής μου και μακριά από τη γονική επιτήρηση, αν δε υπήρχαν αυτοί να στεγάσουν τον ελεύθερο χρόνο μου, ποιος ξέρει που αλλού θα με είχε οδηγήσει η νεανική μου περιέργεια.
Τώρα το ζεύγος Παραδείση δεν υπάρχει πια. Αποσύρθηκε σχεδόν ταυτόχρονα από το επάγγελμα και από τον κόσμο αυτόν, αφού υπηρέτησε τη σχολική ζωή της πόλης για 60 χρόνια. Ο Παραδείσης δεν πρόφτασε να δει τα νέα μοντέλα των στυλογράφων και τα άλλα πανάκριβα προσωπικά αντικείμενα επίδειξης των ημερών μας. Ούτε η κ. Παραδείση πρόφτασε να εξοικειωθεί με την πληθώρα των σχολικών εφοδίων που απολαμβάνει η σύγχρονη νεολαία.
Τι θα μπορούσαν αυτοί να προσφέρουν σε μια τέτοια εποχή; Νομίζω ότι έφυγαν, όπως έπρεπε: Εγκαίρως. Είχαν κλείσει τον κύκλο τους, μαζί με τον κύκλο ζωής των προϊόντων που είχαν υπηρετήσει και υποστηρίξει με αυταπάρνηση. Εξήντα σειρές πρωτάκια πέρασε από τα χέρια τους. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που όλος αυτός ο παιδόκοσμος ένιωσε, με την διακριτική και ευαίσθητη βοήθεια του ζεύγους, το πέρασμα στη συναλλακτική ενηλικίωση.
Ο Παραδείσης, συνειδητά είμαι βέβαιος, είχε εμπλουτίσει εκείνα τα παιδιά με ιδιότητες που οι σημερινοί συνομήλικοί τους αργούν να αποκτήσουν, όπως αυτή του υπεύθυνου συναλλασσόμενου που μπορεί να κλείνει συμφωνίες, να καταλήγει σε προτιμήσεις, να δέχεται και να δίνει μια υπόσχεση.
Κάτι μου λέει ότι τα παλιά εκείνα πρωτάκια, όπως και εγώ, δεν έχουν ξεχάσει το ζεύγος Παραδείση. Ίσως μάλιστα κάποιοι να κρατούν σε μια προσωπική γωνιά στο γραφείο τους, ανάμεσα σε άλλα αναμνηστικά, και κάποιο από εκείνα τα χιλιοεπισκευασμένα από τον Παραδείση “σκατολοείδια” της δεκαετίας του ’50, που τόσο πολύ θα τους τον θυμίζουν.