Αφήγηση Βασίλειος Δ.Σταμοκώστας)
Είμαστε 2 Ιανουαρίου του 1960. Έχουμε μαζευτεί στο μαγαζί του Μπάμπη Κωστούλα εγώ ο Γρηγόρης Κύρκος και ο Γιάννης Σπανός και εχουμε αρχίσει να πίνουμε κονιάκ πόντσι βραστό (ήταν της εποχής ) με μια κουταλιά ζάχαρη που μας έφτιαχνε ο Μπάμπης. Έξω το χιόνι είχε φτάσει 40-50 πόντους παγωμένο.
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Κωστάκης Μακρής.
- Τι πίνετε ρε ζαγάρια; Εγώ που είμαι;
- Βρε καλώς τον Κώστα, λέμε εμείς
- Κάτσε φέρε και του Κώστα το δικό του
Οπότε ο Μπάμπης συνέχισε να φέρνει πόντσι για τέσσερεις και πίνουμε ακόμα 2-3 ο καθένας μας. Ήταν οι μέρες Χριστουγέννων και είχαμε σφάξει τα γουρούνια.
Χωρίς να χάσει την ευκαιρία μας λέει ο Κώστας
- Είστε ρε παλικάρια να πάμε απέναντι στο σπίτι , που έχει φτιάξει ένα τέντζερη λαχανοντολμάδες με βακισμένο –κομμένο σε ψιλά κομμάτια σαν κιμάς- κρέας ;
- Έχω και 2 βαρέλια κρασί Α\Α δεν πάμε να τα δοκιμάσουμε και τα δύο;
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ξεκινήσαμε για το σπίτι του Κώστα
Περνάω εγώ από το σπίτι και παίρνω ένα τρανζίστορ που είχα και δρόμο για το Μακραίικο
Το Αρκουδόρεμα είχε μπόλικο νερό αλλά το παλιό ξυλογεφύρι κρατούσε γερά ανθρώπους και ζώα.
Το γεφύρι αυτό ήταν στηριγμένο σε δύο πέτρινους τοίχους με χοντρά δοκάρια και δρύινες χοντρές τάβλες
Δεν γνωρίζουμε πότε κατασκευάστηκε και από ποιόν, εγώ πάντως από γεννησιμιού μου έτσι το θυμάμαι
Φτάσαμε στο Μακραίικο και χωρίς να χάσει καιρό η κυρά-Λένη , άρχισε να σερβίρει τους πεντανόστιμους λαχανοντολμάδες και εμείς να δοκιμάζουμε μια από το ένα και μια από το άλλο βαρέλι που βρίσκονταν παραδίπλα από τη κουζίνα.
Αυτά τα βαρέλια του Μακρή ήταν κομψοτεχνήματα. Τα είχε φτιάξει ο Μήτσος ο Σφυρής, τα είχε τρίψει με γυαλί γιατί δεν υπήρχαν γυαλόχαρτα και τα είχε κάνει τζάμι και ήταν αριθμημένα με κόκκινη μπογιά Νο1 και Νο2.
Αφού φάγαμε αρκετούς ντολμάδες αρχίσαμε το τραγούδι Καζαντζίδη - Μαρινέλα, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο και αρχίσαμε και το χορό αφού φτάσαμε στο τσακίρ κέφι.
Έξω το χιόνι πέφτει πυκνό και το συντροφεύει η μεγάλη και πλούσια φωτιά στο τζάκι του σπιτιού.
Το κρασί ήταν ένα κοκκινέλι αρωματικότατο και δώστου να πίνουμε εμείς και να χορεύουμε. Κατά τις 4 το πρωί βγήκε ο Μακρής να κατ’ρήσει και λέει ρε παιδιά δεν φαίνονται τα παλούκια από το χιόνι πως θα περάσετε το Αρκουδόρεμα; Στο άκουσμα οτι δεν φαίνονται ούτε τα παλούκια πεταχτήκαμε έξω να δούμε τι γίνεται και πραγματικά με δυσκολία φαίνονταν η στράτα προς το Γουμενέϊκο σπίτι. Όταν φτάσαμε στη γέφυρα στο Αρκουδόρεμα με πολλή προσοχή και πιασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, καταφέραμε να περάσουμε χωρίς απώλειες και πιάσαμε τον ανήφορο προς το Αρκουδαίϊκο σπίτι. Αλλά το χιόνι ήταν μέχρι το στήθος και η συνέχιση της προσπάθειας να φτάσουμε επάνω ήταν σχεδόν μάταιη !!! Πέφταμε και βυθιζόμασταν με αποτέλεσμα μερικές φορές να παραδινόμαστε στο έλεος του χιονιά και του κρασιού που είχαμε καταναλώσει και τότε να το ρίχνουμε στο καραπουτσαριό και να τραγουδάμε ανάσκελα «Ζιγκουάλα- Ζιγκουάλα- Ζιγκουάλα»!!!
Να προσπαθούμε να προχωρήσουμε και δώστου να ξαναπέφτουμε και να βυθιζόμαστε στο χιόνι οπότε αλλάζαμε μοτίβο και αρχίσαμε να τραγουδάμε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή»!! Μετά από αρκετές προσπάθειες και αφού είχαμε εξαντλήσει το ρεπερτόριο του Καζαντζίδη, καταφέραμε και φτάσαμε στο πατρικό μου!!! Ο Γρηγόρης Κύρκος παραπατούσε και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος!!!! Τον ειχε χτυπήσει άσχημα το κρασί και τον υποβάσταζα εγώ με λαβή κάτω από τις μασχάλες !!
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του με παρακάλεσε να κάνουμε ησυχία και να τον πάμε αθόρυβα στο δωμάτιό του, για να μην τον πάρουν είδηση οι γονείς του. Τον έβαλα στο κρεβάτι του με τα παπούτσια τον σκέπασα και πήγα να μαζέψω τον έτερο σύντροφο τον Γιάννη Σπανό, ο οποίος είχε αρχίσει να παραπατά .
Τον πήγα μέχρι το νεκροταφείο και τον παρακολουθούσα μέχρι να μπει στο πατρικό του. Όταν βεβαιώθηκα ότι μπήκε μέσα γύρισα και εγώ στο δικό μου. Την επόμενη το απόγευμα βγήκα να πάω στο καφενείο . 70-80 πόντους χιόνι είχε μέσα στο χωριό !! Βλέπω τον πατέρα του Γιάννη Σπανού τον μπάρμπα Βαγγέλη, ο οποίος πήγαινε στο μαγαζί του Γιάννη Κωστούλα να ψωνίσει
- Καλά δεν ήσασταν μαζί με τον Γιάννη χθες ;
- Του λέω μαζί ήμασταν
- Καλά -μου λέει απορώντας- πως εσύ είσαι όρθιος και βγήκες και βόλτα στα μαγαζιά !!!!
- Γιατί να μη βγω; Του λέω.
- Εκείνος ο δικός μου δεν σηκώθηκε καθόλου στο κρεβάτι είναι ακόμα ξαπλωμένος !!!!
- Καλά ρε παιδάκι μου, πίνετε ότι πίνετε να ξερνοβολάτε, πάνω από το τζάκι και να σβήνετε τα κούτσουρα στο τζάκι τη νύχτα;
- Είναι μεγάλος μπελάς να τα ξανα-ανάψεις
Αυτά και άλλα πολλά γίνονταν στη Φτέρη τις παλιές καλές εποχές που τα σπίτια ήταν γεμάτα κόσμο, το σχολείο ξεχείλιζε από παιδιά που δεν χωρούσαν στις τρεις αίθουσες και τα μαγαζιά ήταν όλα γεμάτα!!!!
Επιμέλεια κειμένου Σπύρος Βασ.Παπακώστα