Αφήγηση Κων/νος Βασ.Τσίφτης
Πρίν μερικές μέρες, ήμουν στο χωριό.
Σούρουπο Σαββατόβραδου και είπα να περπατήσω λίγο στον κεντρικό δρόμο.
Ανοιχτό είναι το μαγαζί του Λάμπου στην Πλατεία, στο ισόγειο του σπιτιού του Λαγκοράνη. Μέσα είναι 5-6 άτομα και ο Ηλίας Κοντογιάννης (Καρυαμπάς) στην ψησταριά. Στο δρόμο έξω, ερημιά!! Δεν κυκλοφοράει άνθρωπος!!!
Μια από τα ίδια και στο καφενείο του Καραγιάννη !! Κι εδώ 8-10 άτομα!! Άλλοι παίζουν χαρτιά κι άλλοι βλέπουν τηλεόραση.
Από εδώ και πέρα, μέχρι την αποθήκη του Συνεταιρισμού ερημιά!!!!
Δε συνάντησα άνθρωπο!!!
Πόσο άλλαξε το χωριό μας!!!! Πόσο ρήμαξε!!!
Κι όμως πρίν κάμποσα χρόνια το χωριό έσφυζε από ζωή!!!! Η σκέψη μου ασυναίσθητα γύρισε πίσω .
Σαββατόβραδο. Αρχές της 10ετίας του ΄70 !!!
Στην Πλατεία που ακόμη ήταν με ψιλό χαλίκι, τα παιδιά έπαιζαν μπάλλα (διπλό), ενώ πολλά ακόμα περίμεναν καθισμένα γύρω-γύρω στο πεζούλι τη σειρά τους για να μπούν στο παιχνίδι.
Όλα τα μαγαζιά, γεμάτα κόσμο. Στο καφενείο του Καραγιάννη τραπεζάκια απ έξω στο δρόμο και άλλοι έπιναν καφέ και συζητούσαν ενώ άλλοι έπαιζαν χαρτιά. Μέσα στο καφενείο, ο Ντζούνας έστηνε τη φορητή μηχανή για να παίξει κινηματογράφο μόλις νυχτώσει. Σήμερα την ταινία «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», με τους Άγγελο Αντωνόπουλο, Μάρθα Καραγιάννη, Κώστα Καζάκο, κ.ά !!!
Απέναντι, στο Παντοπωλείο-Ψησταριά του Σωτήρη Σταμοκώστα (Τσιμτσιλή ή Πρίτσα!!) η ψησταριά αναμμένη και στις σούβλες το κοκορέτσι και σπληνάντερο !! Μόλις ψηνόταν, θα το κομμάτιαζε στο σανίδι και θα το πουλούσε στη λαδόκολλα. Μια δραχμή ο μεζές!!!
Δίπλα στο μαγαζί του Σωτήρη, κάτω από το σπίτι του Κώστα Σταμοκώστα (Κουτικού), ήταν το κρεοπωλείο-ψησταριά του Ηλία Παταριά (ΠαταροΛιά). Κι αυτός έσφαζε και κάθε Σαββατόβραδο έψηνε κοκορέτσι και σπληνάντερο. Μερικές φορές έψηνε και προβατίνα (κεμπάπ το έλεγε!). Στο μαγαζί τον βοηθούσε μόνιμα η γυναίκα του η Λεμονιά.
Πιο πέρα, αριστερά ήταν το μαγαζί του Γιάννη Κωστούλα (μπατσανάκη του Σωτήρη Σταμοκώστα) και εκεί ψήνόταν κοκκορέτσι!!! Πέρα όμως από το κοκορέτσι η γυναίκα του Γιάννη, η Ειρήνη, διαφήμιζε και τη speciaalite του καταστήματος :
- Φαραώωωωωω!!!! (ένα είδος γαρδούμπας, δηλ. εντόσθια τυλιγμένα με έντερα μέσα στην κοιλιά του αρνιού και ψημένα στο ταψί).
Ακούγοντας ο Σωτήρης την κουνιάδα του, την Ειρήνη και θέλοντας να προσελκύσει πελάτες, φώναζε:
- Έχω!!! Έχω!!!!!
- Φάτα μοναχός σου!!! Φάτα μοναχός σου, απαντούσε ο Κωστούλας.
- Κοκορετσάκιιιιιι!!! Φώναζε ο Σωτήρης
- Από γμαράκιιιι!!! απαντούσε ο Κωστούλας.
Αυτός ο «επαγγελματικός ανταγωνισμός» κρατούσε χρόνια!!!
Ακριβώς απέναντι από το μαγαζί του Γιάννη Κωστούλα, ήταν η ψησταριά του Χαράλαμπου Κωστούλα. Εκεί ψήνονταν κάτι άλλο!!! Κάτι διαφορετικό!! Γαλοουρές (γαλοκόλια) δηλ. ουρές από γαλοπούλες, που εκείνη την εποχή έκαναν εισαγωγή από την Τουρκία. Ήταν γεμάτες λίπος αλλά με το ψήσιμο γίνονταν ροδοκόκκινες. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε ένα ηλεκτρόφωνο ΑΜΙ με δίσκους 45 στροφών. Μια δραχμή το τραγούδι!!!
Ακριβώς δίπλα, στο στενάκι, στην ανηφορίτσα, εκεί που τώρα είναι το πέτρινο σπίτι του Σερμέα, ήταν το μπακάλικο - τσαγκάρικο του Κώστα Σταμοκώστα (Κρέτσικα). Από το σπίτι του που ήταν από πάνω κατέβαινε στο μαγαζί από μια καταπακτή και μια σκάλα με 4-5 σκαλιά. Δίπλα στην πόρτα για να έχει και φώς, ήταν το τραπέζι του τσαγκάρη. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν όλα τα απαραίτητα!! Σφυριά, καρφιά, φαλτσέτες, σπάγγοι, βελόνες, κόλλες!!!! Πολλές φορές, όταν είχαμε δερμάτινη μπάλα δηλαδή και τρυπούσε στις βελόνες των ακακιών της Πλατείας, πηγαίναμε για να μας την κολλήσει!! Το κόλλημα όμως και το ράψιμο στοίχιζε 8-10 δραχμές!!! Βλέπετε ο σπάγγος ήταν γερμανικός και η κόλλα γιαπωνέζικη!!! Έτσι μας έλεγε!!! Ρεφενέ λοιπόν όλοι να μαζευτεί το ποσό!!!
Λιγο πιο πέρα, απέναντι από το σπίτι του Αντωνούλα του γιατρού, ήταν το μπακάλικο του Γιώργου Σκαραφίγκα. Είχε τα πάντα!! Από βελόνι μέχρι κανόνι, που λέει ο λόγος!! Το μπακάλικο, επικοινωνούσε με μια πόρτα με τη διπλανή μεγαλύτερη αίθουσα, που λειτουργούσε ως κρεοπωλείο – ψησταριά. Εδώ κάθε Σαββατόβραδδο ερχόταν, έσφαζε και έψηνε ο Κώστας ο Κούκουνας από τα Χάνια των Καμπιών !!! Όταν δεν μπορούσε ο Κούκουνας, ερχόταν ο γείτονάς του ο Γερο-Μπιζαρμάνης. Εδώ υπήρχε το δεύτερο ηλεκτρόφωνο του χωριού.
Απέναντι, στο ισόγειο του σπιτιού της Χοντράκαινας (εκεί που είναι σήμερα το μαγαζί της Νϊκης Κολοκύθα) ήταν το μαγαζί του Γιάννη Τσιούστα. Και αυτός έψηνε κάθε Σαββατόβραδο, αλλά και μεσοβδόμαδα όταν έσφαζε. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και το κρέας ανάλογα με την εποχή, έπρεπε να ξοδευτεί μέσα σε 1-2 μέρες το πολύ!!!. Στο εσωτερικό μέρος ενός παραθύρου, υπήρχε ένα πικ-άπ. Ήταν από αυτά σε στυλ βαλιτσάκι, που το καπάκι ήταν και ηχείο!!! Δίπλα του υπήρχαν δυό στοίβες δίσκοι 45 στροφών με τραγούδια κυρίως των Καζαντζίδη, Αγγελόπουλου, Τσαουσάκη, Περπινιάδη, Γκρέϋ, Λύδια κ.λ.π Πολλές φορές παίρναμε το μεζέ και την παρτοκαλάδα μας (κρασί δεν μας έδινε λόγω της μικρής μας ηλικίας) και καθόμαστε να ακούσουμε τραγούδια. Ο καθένας από την παρέα διάλεγε από ένα τραγούδι με τη σειρά!! Ώσπου να έρθουν οι «μεγάλοι» για μεζέ και πιοτό και να αναγκαστούμε να φύγουμε για την Πλατεία!!!
Έφτασα περπατώντας μέχρι εκεί που χωρίζει ο δρόμος για την Κουνούκλα και για την Ανω Φτέρη. Έκανε ψύχρα και γύρισα πίσω. Στη σκέψη η σύγκριση του παρελθόντος και του παρόντος αναπόφευκτη!!!
Πώς έγινε έτσι το χωριό μας?? Αλλά όταν κλείνει το Σχολείο σ΄ ένα χωριό τι περιμένεις ??
Ίσως να μη φταίει μόνο η αστυφιλία. Ίσως να φταίει και η νοοτροπία μας. Ίσως … Ίσως ….. Ποιος ξέρει???
Το θέμα είναι, τι γίνεται από εδώ και πέρα ????
Δύσκολο το πρόβλημα!!! Ακόμα όμως πιο δύσκολη η λύση !!!!