Αφήγηση Βασ.Δ.Σταμοκώστας
(Φτέρη, καφενείο Καραγιάννη 25/1/2017)
Βρισκόμαστε καταμεσής του Χειμώνα και οι λιγοστοί χωριανοί που συναθροίζονται στο μοναδικό καφενείο του χωριού βρίσκουν την ευκαιρία για λίγες αναδρομές – αφηγήσεις απ’ τα παλιά.
Μεταξύ των άλλων τό ’φερε η κουβέντα, πού αλλού, και για τα μνημόνια, τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, τον γερμανικό λαό, πως κατάφερε μετά δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, που προκάλεσε η ίδια, να είναι και πάλι ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη κ.λπ.
Κατά γενική διαπίστωση αυτό το οφείλει στην νοοτροπία του λαού της, που αγαπάει την πατρίδα του και είναι νομοταγής και πειθαρχημένος.
Οπότε, ως πιο ειδήμων της παρέας, ο ιδιοκτήτης του καφενείου Γιάννης Ηλ. Καραγιάννης, ως νεαρός μετανάστης τότε εκεί, επί τρία χρόνια σε τρεις πόλεις και περισσότερο στο Ντίσεντολφ, παίρνει το λόγο και αφηγείται:
Μια μέρα έκανα ποδήλατο σ’ ένα δρόμο και δεν κινούμουν στη λωρίδα για τα ποδήλατα, αλλά στη λωρίδα για τα αυτοκίνητα, είχα μάλιστα από πίσω μου, στη σχάρα ένα φίλο μου, χωρίς κράνη και οι δύο. Μας πλευρίζει ένα αυτοκίνητο της Αστυνομίας με δυο μέσα. Κατεβαίνει ο ένας και μας σταματάει. Αρχίζει να μας εξηγεί με νοήματα ότι είμαστε παραβάτες τριπλά: Δεν φοράτε κράνη, δεν κινείστε στη λωρίδα για τα ποδήλατα και είστε δυο επάνω, για το τελευταίο μας έδειχνε με τα δάχτυλα το «τσιτσέλα» (ιππαστί στην καθαρεύουσα).
Πως οι παραβάσεις αυτές επισύρουν χρηματικό πρόστιμο 3 μάρκων. Εγώ έκανα πως δεν καταλάβαινα και αυτός συνέχιζε να μου δείχνει το μπλοκ και το μολύβι, εξηγώντας πως είναι υποχρεωμένος να με γράψει, μετά τη διαπίστωση της παράβασης.
Εγώ συνέχιζα να «σφυράω κλέφτικα», επιμένοντας πως δεν καταλαβαίνω απ’ αυτά που μου λέει.
Τότε βγάζει από την τσέπη του 3 μάρκα και αρχίζει να γράφει τα στοιχεία μου, επαναλαμβάνοντας ότι μετά τη διαπίστωση της παράβασης είναι υποχρεωμένος να με γράψει και να την πληρώσω επί τόπου.
Παίρνει ένα κουτί και μου δείχνει πως εκεί μέσα πρέπει να μπουν τα 3 μάρκα, τα οποία στη συνέχεια ξαναπιάνει στα χέρια του και μου τα φέρνει πιο κοντά να τα δω και να καταλάβω τι πρέπει να γίνει. Τότε απλώνω και ’γω τη χούφτα μου να μου τα δώσει. Ξανά αρχίζει και άλλα νοήματα ότι πρέπει να τα πληρώσω εγώ από τις τσέπες μου.
Δεν χάνω καιρό και γυρνάω τις τσέπες απ’ το παντελόνι ανάποδα και τις τινάζω, αποδείχνοντας ότι δεν υπάρχει μία, ούτε σεντς.
Τότε ξεκαρδίστηκαν στα γέλια οι αστυνομικοί και τα 3 μάρκα τα έβαλε ο επιληφθείς αστυνομικός από την τσέπη του.
«Στο Ελλάδα» του τότε και του σήμερα εξακολουθεί να ανθεί το σάπιο σύστημα προς την υπηρεσία – την Πατρίδα.
Ο ένας το εντεταλμένο όργανο της υπηρεσίας (του Δημοσίου πάντοτε) - που ο φορολογούμενος πληρώνει - διαπιστώνει την παράβαση και ο άλλος (ο έχων την εξουσία ή γνωριμία) σβήνει.
Αποτέλεσμα: Ούτε τιμωρία του παραβάτη, ούτε είσπραξη προστίμου. Ο διαπιστώνων ή τιμωρών την παράβαση χαρακτηρίζεται κακός υπάλληλος ή είναι ρουφιάνος και ο παραβάτης είναι μάγκας και δεν είναι κορόιδο!
Και μετά λέει «θα σχίσουμε τα μνημόνια»!!!