Αφήγηση: Δημ. Γ. Τσιτούρα (1916-13/6/1993)
Στο νοσοκομείο «Σωτηρία», είναι χειρουργημένος και πήγα να τον επισκεφθώ. Γενομένης σχετικής συζήτησης για ιδιαιτερότητες των συγχωριανών μας διασαφηνίζει: Την εποχή που ήταν πρόεδρος του χωριού ο Νίκος Παταργιάς, μπαίνοντας μια μέρα στο μαγαζί του Κουμπουρλή (Χρήστου Λαγού), απευθύνει χαιρετισμό στους θαμώνες: Χαιρετώ το μεγαλείον! και ιδιαιτέρως τον Γεώργιον του Κ. Ο Γεώργιος του Κ. ήταν ο παππούς του Γιώργου, Κούλας, Ανδρέα και Μαρίας. Ο δεύτερος Πλιάτσικας Γεώργιος ήταν του Δημ. και άνδρας όπως είπαμε της Βαγγέλως (Τουμπανίνας) και ο τρίτος ήταν του Σπύρου, ο κατά το παρατσούκλι του Ζιακούλας, ο οποίος τόσο αυτός, όσο και ο Τούμπανος δεν είχαν κάνει παιδιά.
«Αξιοσημείωτο είναι ότι πέθαναν και οι τρεις σε δυο χρόνια μέσα. Ο του Κ. Το 1958, ετών 86, ο του Σπύρου 1956, ετών 73 και του Δημ. 1958, ετών 65».
Μιας και ο λόγος για ιδιαιτερότητες, ας συνεχίσουμε με τον πρόεδρο Νικ. Παταργιά.
ΣΤ). 1980: Αφήγηση Ιωάννου Ευαγ. Πετσάλα (1912-5/4/2001).
«Στα πλαίσια της συνεργασίας μας στο Σύλλογο Φτεριωτών, αλλά και αυτής της συγγενικής μας σχέσης, πολλές φορές ο σεμνός και μειλίχιος άνθρωπος, ο μπαρμπα-Γιάννης (πρόεδρος του Συλλόγου μας στην Αθήνα), μας περιέγραφε ορισμένα περιστατικά από τη γειτονιά των Πετσαλαίων και του Κλειτσού γενικότερα. Μεταξύ αυτών και για τον πρόεδρο Ν. Παταργιά».
Όταν παίζαμε σε κάποια αλάνα εμείς τα Πετσαλάκια, τα Καψαλάκια, Τσογκάκια, Παταράκια κλπ. παιδιά του Κλειτσού, ο γιος του Μπαρμπα-Νίκου Παταργιά ο Σωτήρης (κατά το παρατσούκλι του Βράκας) ήταν μεγαλύτερος και αρκετά σωματώδης. Τα χέρια του μόνο έμοιαζαν σαν καρπολόγια (ξύλινο μονοκόμματο φτυάρι). Εγώ σαν κοντόσωμος και αχαμνούτσικος (αδύναμος) όπως ήμουν, εισέπραττα πάντα τα επίχειρα της δύναμής του. Σαν ορφανός – ο πατέρας μου πέθανε στο Στρατό (1914 στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης) και με άφησε 2 χρονών ορφανό, κατέφευγα για προστασία και παράπονα στον πατέρα του Σωτήρη, τον Μπαρμπα-Νικο. Αυτός είχε μια ιδιαιτερότητα κατά την ομιλία του: Μπροστά σε κάθε σχεδόν λέξη πρόφερε το φωνήεν α. Πήγαινα λοιπόν συνήθως κλαψουρίζοντας και του έλεγα: Μπάρμπα, ο Σωτήρης με χτύπησε πάλι. Απάντηση: α σ’ ούπα, α φ’ λάισι! (σου είπα να φυλάγεσαι)! Οπότε αντί κάποιας συμπαράστασης και παρηγοριάς εισέπραττα αδιαφορία!
Για κακή τύχη τού μπάρμπα-Νίκου, κάποια στιγμή, πέθανε η γυναίκα του, αρκετά νέα και σύμφωνα με το έθιμο - ψυγεία δεν υπήρχαν τότε να φιλοξενούν τα σώματα των νεκρών – μαζεύτηκαν οι οικείοι και φίλοι να ξενυχτίσουν την νεκρή. Κάποια στιγμή πετάγεται - εν ώρα θλίψεως εννοείται – ο μπαρμπα-Νίκος και λέει: Α μ’ πει κανένας τώρα ια (τώρα εδώ), α παντριυτού (παντρευτώ), α σκουτώσου μι τιν καραμπίνα, σαν του τσιόνι (το σπουργίτι) α λεύκα! (επάνω στη λεύκα).
Δεν πέρασαν μερικές μέρες και ο μπαρμπα - Νίκος παντρεύτηκε την αδερφή του Παππού Χρήστου Κύρκου, με την οποία έκανε δεύτερη οικογένεια και συνολικά 7 παιδιά!
Ζ). Αφήγηση Λουκά Βασ. Ψαλίδα, Μακρακώμη. 2019.
Συμμαθητής μου ο Λουκάς στο Γυμνάσιο Σπερχειάδας ανταμώσαμε στην πλατεία Μακρακώμης και ως συνήθως αρχίσαμε ν’ αναπολούμε τα παλιά . Μεταξύ των ενδιαφερόντων, και η περίοδος της Κατοχής. Κάναμε ιδιαίτερη αναφορά στον Αύγουστο του 1944 που οι Γερμανοί έκαψαν τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας και σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πως ο κόσμος πανικόβλητος εγκατέλειπε τα σπίτια του και έτρεχε στα βουνά για να σωθεί.
Του είπα πως θυμάμαι τον πατέρα του που είχε κάρο ήρθε στη Φτέρη οικογενειακώς στο σπίτι του Χρήστου Λαγού (Κουμπουρλή), δίπλα στο δικό μου, με προοπτική για Άνω Φτέρη και βλέπουμε.
Αναφέρθηκα στο ιστορικό διάσωσης του σπιτιού μου από τη φωτιά, πως το είδαν κάποιοι με κιάλια ότι ενώ καπνίζει, είναι όρθιο και φαίνονται τα κεραμίδια. Ότι έσπευσαν η γιαγιά μου, η μάνα μου και η θεία μου Ειρήνη να προλάβουν την ολοσχερή καταστροφή, ότι πράγματι το σώσανε μισοκαμμένο χάρη στην ύπαρξη άφθονου κρασιού στο υπόγειο, ότι πέραν των άλλων αποκαϊδιών και ολέθρου είδαν μια κότα με ένα πόδι και ότι το άλλο μάλλον το τουφέκισαν οι Γερμανοί.
Και τότε ο Λουκάς αφού θυμόταν μερικά από τον κατατρεγμό, συμπληρώνει: Εμείς τη γιαγιά μου την αφήσαμε στη Μακρακώμη, εκτός του ότι ήταν γριά και πιστεύαμε ότι δεν θα την πείραζαν, δεν χωρούσε και στο κάρο να έρθει μαζί μας. Όταν άρχισαν να καίνε τα σπίτια, έκαναν το ίδιο και με τις κότες στη Μακρακώμη, τις τουφέκαγαν και τις έπαιρναν στα σακίδια.
Όταν άρχισαν να τουφεκάνε και τις δικές μας η γιαγιά έβαλε τις φωνές σ’ έναν Γερμανό, στα ελληνικά φυσικά:
- Μη βρε, μην την τ’ φεκάς αυτήνη, την έχω για κλώωσσα!!
5-11-1988: Αφήγηση Παντελή Χρήστου Τσιούστα (1929-6/10/2011).
«Εκεί στο σπίτι του Παντελή, στο ρακαριό του κατά την απόσταξη του τσίπουρου με τα καζάνια του, τη νύχτα – παράωρα, λαμβάναμε την ευκαιρία ν’ αναπολήσουμε λίγο τα παλιά, αλλά και τα ιστορικά – λαογραφικά, ότι ο καθένας από τους προγόνους και συγχωριανούς του θυμόταν: Μού έδειχνε, εκεί δίπλα, ένα πέτρινο λείψανο τοίχου της πόρτας απ’ το πατρογονικό σπίτι του θρυλικού πολεμιστή στο Μεσολόγγι, προγόνου του, Χρήστου Τσιούστα, εκεί που σκότωσαν το σκυλί του καπετάνιου Χρήστου Φωτομάρα, για να το φάνε το 1826.
Δεν ξέρω αν σώζεται ακόμη το λείψανο αυτού του τοίχου. Αν ναι, τούτο αποτελεί αναπόδραστα μνημείο της ιστορικής του κληρονομιάς. Οι απόγονοι ας φροντίσουν γιαυτό, όπως και για άλλα πολλά που η ιστορία καταδικάζει όλους μας να κουβαλάμε στις πλάτες μας..».
Από αφηγήσεις του πατέρα του θυμάται:
α). Kατά τις 10ετίες του 1900 και μετά, η εμπορία του τσίπουρου ελεγχόταν αυστηρά και το Κράτος με τα ελεγκτικά του όργανα έστηνε μπλόκα σε κύριους και δευτερεύοντες δρόμους.
Το χωριό μας είχε πολλά αμπέλια αλλά και πολλές άδειες καζανιών για απόσταξη τσίπουρου, γύρω στις 13-14.
Κύριοι πελάτες οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών και ιδιαίτερα της Ευρυτανίας. Υπήρχε προς τούτο μόνιμο σχεδόν μπλόκο εν είδει τελωνείου στις Ράχες Τυμφρηστού.
Το κρασί δεν είχε τους αυστηρούς περιορισμούς του τσίπουρου και επιτρεπόταν η μεταφορά του, συνήθως με αλογομούλαρα, μέσα σε δέρματα τράγων ή προβάτων κατεργασμένα (τουλούμια).
Κατά το πλείστον οι ελέγχοντες αρκούνταν να μυρίσουν ή να δοκιμάσουν λίγο απ’ το περιεχόμενο και άφηναν ελεύθερη την συνέχιση του δρομολογίου.
Οι εμπορευόμενοι είχαν βρει τον τρόπο της λαθρομεταφοράς και εδώ: Έβαζαν μέσα στα μεγάλα τουλούμια που ήταν το κρασί, μικρότερα σε μέγεθος, με τσίπουρο.
Έτσι γλιστρούσε το πολύτιμο φορτίο και έφθανε σε προσιτές τιμές το φάρμακο για την αντιμετώπιση του κρύου κατά τον βαρύ χειμώνα.
β). Μέχρι το 1900 περίπου ράντιζαν οι καλλιεργητές αμπελιών με κλαδιά. Εκεί στις πρώτες 10ετίες του 1900 ήρθε η ψεκαστήρα με πρώτους κατόχους τον Κων/νο Αναστ. Κύρκο και τον Ιωάννη Χρ. Τσιούστα.
γ). Ταλιάγρα (συμπιεστής στεμφύλων) ήρθε στο χωριό περί το 1918 από τον Βασίλειο Ιωάννου Τσιούστα, αδελφό του πατέρα μου. Ήταν εμπορευόμενος και την έφερε από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Κατά την περίοδο του τρύγου, όσοι από τους αμπελουργούς δεν επιθυμούσαν να βγάλουν τσίπουρο όλα τα στέμφυλα που είχαν, μετά το τράβηγμα του μούστου για κρασί, ερχόταν ο ιδιοκτήτης της Ταλιάγρας και μετά τη συναρμολόγηση των εξαρτημάτων της, προέβαινε τμηματικά στο στύψιμο των στεμφύλων, χειροκίνητα πάντοτε, αφαιρώντας το υπόλοιπο του μούστου που έμεινε στο εσωτερικό του φλοιού της ρόγας του σταφυλιού. Η εξυπηρέτηση επιβάρυνε τον ιδιοκτήτη με κάποιο συμβολικό ποσό.
Ο γράφων στα χρόνια των 10ετιών 1990 και 2000 έκανε, κατά τον τρύγο, περιοδικά, χρήση της ταλιάγρας αυτής, η οποία ανήκει πια στην κατηγορία των εργαλείων για μουσειακή χρήση, δεδομένου ότι τα εξελιγμένα μηχανήματα αφαίρεσης του μούστου από τις ρόγες των σταφυλιών έχουν περιορίσει στο ελάχιστο την απώλεια μούστου.
Το στύψιμο (ταλιάγρισμα) θέλει μπράτσα γερά! (όπως του Μαλίτου junior)
Βασίλης Δ. Σταμοκώστας Φτέρη 2021