Γεώργιος Κων. Σταμοκώστας. (Παρατσούκλι: Γιωργάνας ή Γκλάβας ή Αμήν 1912-23/6/1987)
«Γενικά οι Σταμοκωσταίοι ανήκαν στους λάτρεις του κρασιού. Τιμούσαν το αγαθό που πρωτοευλόγησε ο Χριστός κατά υπερβολικό πολλές φορές τρόπο.
Πίστευαν στα λόγια του Γαλιλαίου (Ιταλός αστροφυσικός) ότι: Η ΓΗ ΚΙΝΕΙΤΑΙ, αλλά δυσκολεύονταν να το καταλάβουν και γιαυτό συμπλήρωναν: ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΚΡΑΣΙ!!
Κατά την εφαρμογή του πειράματος πέραν από την απόλαυση, ήταν απαραίτητη και η φιλοσοφία, οι μικροαντεγκλίσεις για ψύλλου-πήδημα, τα πειράγματα και υπονοούμενα, αλλά και η εξομολόγηση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο καθένας.
Ήταν το μέσον που τους αντάμωνε, η καταφυγή, η διασκέδαση και η παρηγοριά. Η λησμονιά, έστω και για λίγο από τα πιεστικά προβλήματα της καθημερινότητας.
Κύριο εντευκτήριο, το παλιό μαγαζί των αδελφών Μήτρου και Λάμπρου Σωτηρίου Σταμοκώστα, και για την περίπτωση τώρα του Σωτήρη, γιου του Λάμπρου, (1914-14/3/2000). Αρκούσε μια ελιά στον καθένα να τη βυζαίνει και να κατεβάζει το ευλογημένο...πολλές φορές χωρίς όριο. Η ιστορία τους θέλει να είναι όλοι λάτρεις αυτού του αγαθού, άλλος λίγο και άλλος πολύ.
Τα βράδια, όταν σχολούσαν απ’ το φροντιστήριο, ελλείψει τότε και του δημοτικού φωτισμού, όλο και θα έβρισκες κάποιον στο δρόμο να διαγράφει ελιγμούς ζικ-ζακ ή να πιάνει τον τοίχο από καμιά αστρέχα, πηγαίνοντας για το σπίτι.
Πολλά και ποικίλα, εύθυμα και σοβαρά έχει να μαρτυρήσει η διαδρομή τους. Πλούσιο το ρεπερτόριο από κωμικά και φάρσες, αλλά θα περιοριστώ περισσότερο στα του πατέρα μου και σ’ ένα γεγονός του μπαρμπα- Γιώργου (Γιωργάνα),αρχίζοντας από αυτόν:
α). Ο μπαρμπα-Γιώργος - χασάπης το επάγγελμα - πολλές φορές έδειχνε να παίρνει τα πράγματα στην επάνω σκάλα, να μην τον φοβίζει η φτώχεια και ν’ ακολουθεί το καράβι όπως αρμενίζει. Προσόν που λίγοι στη ζωή μας διαθέτουμε. Έβρισκε πάντα τον τρόπο με διάφορα πειράγματα, υπονοούμενα και αλληγορικές έννοιες να προκαλεί ευθυμία. Απτό παράδειγμα και η παρακάτω περίπτωση»:
Όπως είναι γνωστό στις 26-4-1986 στη Ρωσία συνέβη ένα σοβαρότατο ατύχημα, μεγάλη έκρηξη σε πυρηνικό εργοστάσιο στην περιοχή Τσερνομπίλ.
Το γεγονός σήμαινε διασπορά καρκίνου σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους και σε μεγάλη έκταση.
Ασταμάτητα, όλα τα μέσα επικοινωνίας ενημέρωναν, από το πρωί ως το βράδυ, για το θανατηφόρο φορτίο που ταξίδευε με τη δύναμη του αέρα όπου γης. Μέγας κίνδυνος μόλυνσης όλων των προϊόντων της γης από την επικάθιση της θανατηφόρας σκόνης σ’ αυτά.
Ξημερώνοντας η 27-4-1986 ο μπαρμπα-Γιώργος βρέθηκε στη μικρή αυλή του σπιτιού του να έχει ένα πιάτο με κεράσια μπροστά του, από μια κερασιά που ήταν στην άκρη της αυλής, να τα έχει ξεπλύνει λίγο η θειά Γεωργίτσα, και κείνος αμέριμνος να τ’ απολαμβάνει με βουλιμία, χωρίς να έχει ακούσει τίποτε για το ατύχημα.
Εκείνη τη στιγμή, περαστικός, ο συγχωριανός Θύμιος Παπακώστας, τον βλέπει έκπληκτος να τρώει τα κεράσια και με αγανάκτηση βγάζει φωνή: Βρε Γιωργάνα! τι κάνεις εκεί; Τι κάνω, τρώω κεράσια, θέλεις ένα; Βρε δεν ακούς απ’ το πρωί τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις ουρλιάζουν για τον κίνδυνο να κολλήσουμε όλοι καρκίνο! Απαγορεύονται όλα τα φρούτα, ακόμη και τα χόρτα για τα ζώα, γιατί μπορεί τα σύννεφα να έφεραν μέχρι εδώ το θανατηφόρο δηλητήριο!
Σκέφθηκε λίγο ο μπαρμπα-Γιώργος και λέει στο Θύμιο: (Ντοππιολαλιά):
- Άκουσι να σ’ που: Ιγώ μέχρι ν’ ανεβού τουν ανήφουρου να πάου στου γιατάκι μ’ (στο δωμάτιό του), 15 μέτρα απού δω, σταματάου δυο – τρεις φουρές να πάρου ανάσα. Τη βγάζου δεν τη βγάζου κανα χρόνου ακόμα.
- Να πας τ’ πεις, ικεί απ’ θά ’ μι, να ’ρθεί να μ’ τα κλάσει! Και έσκυψε, συνεχίζοντας ν’ απολαμβάνει τα κερασάκια του!
β). Για την ιστορία, στο κόμμα των βαρελοφρόνων Σταμοκωσταίων ήταν δραστήριο μέλος και ο Γιάννης Κ. Σταμοκώστας (1910-2/3/1972, παρατσούκλι Γκάρζικας), ούτε χωρατατζής ούτε σαματατζής, αλλά ήσυχος κι αθόρυβος, ο οποίος μερικές φορές, αντί ν’ απολαμβάνει αυτός το κρασί, τον απολάμβανε αυτό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόβλημα μετάβασης του στο απομακρυσμένο σπίτι του ( στην άκρη του χωριού). Ήταν αδερφός του Γιωργάνα και του Μήτσου, ο οποίος τελευταίος είχε «ξεσοϊάσει» και δεν το έβαζε καθόλου στο στόμα του. Τακτικό μέλος του σωματείου ήταν και ο Κωνσταντίνος (1903-30/12/1994) του Μήτρου (παρατσούκλι: Κωτικός), με ιδιαίτερες επιδόσεις, καθώς και ο γιος του Λαμπράκη ο Σωτήρης (κατά το παρατσούκλι του Τσιμτσιλής ή Πρίτσας), που σαν μαγαζάτορας συντρόφευε και με το παραπάνω τα ξαδερφάκια του στην εκάστοτε μυσταγωγία του κρασιού, με υψηλές επιδόσεις και αυτός!
«Καιρός για ένα διάλειμμα: α). Το εν λόγω μαγαζί - παντοπωλείο ήταν από τα πιο παλιά του χωριού. Ανήκε στα αδέρφια Λαμπράκη (1878-1956) και Μήτρο (1870-1928) Σταμοκώστα όπως παραπάνω σημειώσαμε και ήταν επί του κεντρικού δρόμου του χωριού. Ακόμη η σημερινή δομή του κτηρίου μαρτυρεί την αδελφοσύνη των ιδιοκτητών.
Κάποιο πρωινό και σε μια προεκλογική περίοδο κατά τη 10ετία 1920 πέρασε και ο πολιτευτής Ιωάννης Μακρόπουλος, ο οποίος, όπως ήταν επόμενο δεν βρήκε πολλή πελατεία παρά μόνο λίγους γέρους να παίζουν χαρτιά. Μεταξύ των παρισταμένων και ο Γεώργιος Κ. Πλιάτσικας, μανιώδης καπνιστής με το αχώριστο τσιμπούκι του. Αφού ο Ι. Μακρόπουλος ζήτησε να μάθει για τα «σοβαρότερα και επείγοντα» προβλήματα του χωριού, ο παππούς Γιώργος έλαβε την ευκαιρία να θέσει και ένα θέμα δικό του που τον έκαιγε: Ντοπιολαλιά: Δε μ’ λες κυρ’ Γιάννη, τι θα γίνει μι τούτου του ερμου-τσέμπ’κου, απ’ βλέπουμι τ’ς χουρουφυλάκ’ς κι λαβατώνουμι; (και μια έβγαζε το τσιμπούκι απ’ το στόμα και μια το έβαζε και τρέχανε υπό τύπο χοντρής κλωστής τα σάλια)! κι ο υποψήφιος βουλευτής, όπως ήταν επόμενο, του υποσχέθηκε ότι θα το δει το θέμα!
β). Λίγα χρόνια νωρίτερα, στο ίδιο μαγαζί και με τον ίδιο θαμώνα παρόντα είχε λάβει χώρα παρόμοιο περιστατικό:
Τώρα δεν είχε έρθει πολιτευτής αλλά ο φοροεισπράκτορας μαζί με τον χωροφύλακα. Οι περισσότεροι που ’ήταν στα μαγαζιά, στη θέα τους, με τρόπο γλιστρήσανε και φύγανε, καθότι άφραγκοι!
Με την παρουσία του χωροφύλακα σταμάτησε αυτόματα και το κάπνισμα με λαθραίο - χύμα καπνό, οπότε ο παππούς Γιώργος του Κ. καταχώνιασε το τσιμπούκι στην πατατούκα του. Ο εισπράκτορας εγκαταστάθηκε σε μια άκρη του μαγαζιού και άρχισε τη διαδικασία της είσπραξης. Οι παριστάμενοι θαμώνες όπως ήταν επόμενο έκαναν ησυχία.
Μετά από αρκετή ώρα και προκειμένου να κάνει διάλειμμα ο φοροεισπράκτορας, βγήκε από το μαγαζί, χωρίς να πει τίποτε. Πέρασε αρκετός χρόνος με τους θαμώνες να βρίσκονται σε σιγή και αμηχανία. Δεν άντεξε ο παππούς Γεώργιος του Κ. και λέει στον μαγαζάτορα παππού Μήτρο:
-
Τι γίνετι ουρέ Μήτρου; έφ’γει ικίνου του γαμίδ’; για να πάρει την απάντηση πίσω από την πλάτη του:
-
Όχι μπάρμπα, εδώ είμαι ακόμα»!
ΙΔ). Δημήτριος Γεωργίου Σταμοκώστας (1904 - 31/12/1997). Αφήγηση γράφοντος.
«Σύμφωνα με μαρτυρίες των οικείων κρασί έπινε σε γάμους και πανηγύρια και σε επίπεδο οικογενειακής ή συγγενικής εκδήλωσης πάντα με μέτρο όσο ήταν νέος. Η ανάληψη ευθυνών ολόκληρης της οικογένειας του παππού, όπως ήταν η ανοικοδόμηση του σπιτιού, τα υλικά του οποίου κουβάλησε όλα αυτός, δεν του άφηνε περιθώρια για ατομικές απολαύσεις ή διασκεδάσεις. Μέχρι που παντρεύτηκε ήταν σχετικά συγκρατημένος, ακόμη και στη διάρκεια της Κατοχής.
Η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται το 1947 όταν οι αντάρτες αιχμαλώτισαν τη μάνα μας για καταβολή λύτρων.
Ήταν πολύ εργατικός, φιλότιμος και τίμιος και όταν έπινε, χωρατατζής, ιδιαίτερα στο να λέει παροιμίες χρησιμοποιώντας πηγαίες λέξεις ντοπιολαλιάς και τραγούδια παλιά της εποχής του π.χ.: Και ποιος θα πάει στην Αμερική, κυνηγός που κυνηγούσε μεσ’ τα δάση μια φορά, νά ’χα νεράντζι νά ’ριχνα, Θε μου μια κόρη Πατρινιά, σαν πας Μαλάμω μ’ για νερό, εμβατήρια κλπ. Την προτεραιότητα διατηρούσε πάντα στις επιλογές του «το Κουμπαρούλα μου γλυκιά», συρτό στα τρία, πολύ παλιό τραγούδι, απ’ όπου και του κολλήσανε το παρατσούκλι Κουμπαρούλα.
Όταν παντρεύτηκε η αδερφή μου στην Αθήνα, 1964, έλαβε την ευκαιρία, χειμώνα καιρό, να μας επισκεφθεί. Με παρακάλεσε να τον πάω από τα σπίτια των αδερφών του να τους δει και από τα ξαδέρφια του Χαράλαμπο, Γιάννη και Ελένη Κύρκου.
Από καιρό μας έλεγε η μάνα, αν έρθει στην Αθήνα ο πατέρας, να τον πάμε σε κανένα ειδικό γιατρό, να του δώσει κανένα χάπι που κόβει το κρασί, γιατί το πράγμα έπαιρνε διαστάσεις εδώ στο χωριό.
Την ημέρα που τον πήγα στον θείο Χαράλαμπο Κύρκο, φαρμακοποιό, κατά σύμπτωση πέρασε κι ένας γιατρός από Λιδωρίκι καταγόμενος. Μετά τη σύσταση του θείου Χαράλαμπου ότι είναι ’ξαδερφός του από το χωριό, ο γιατρός ρώτησε τον πατέρα για κάτι κοκκινάδια που είχε στο λαιμό. Δεν ξέρω απάντησε ο πατέρας, εμείς δουλεύουμε μεσ’ τον ήλιο, πιθανώς να είναι απ’ το θέρο ακόμα.
Για, μια στιγμή να σε δω. Στο εσωτερικό του φαρμακείου του θείου Χαράλαμπου είχε εργαστήρι (φαρμακοτρίφτης), και είχε ένα κρεβατάκι για τέτοιες περιπτώσεις.
Ακούμε να του λέει: βλέπω το συκώτι σου διογκωμένο, τι συμβαίνει, μήπως πίνεις; Ναι πίνω απαντάει ο πατέρας. Τι πίνεις; Απ’ όλα η απάντηση. Εντάξει ντύσου και θα τα πούμε απ’ έξω.
Άκουσε, του λέει, το συκώτι δεν αστειεύεται, ούτε ειδοποιεί. Όταν ειδοποιήσει, είναι πολύ αργά. Και τι να κάνουμε τότε λέει ο πατέρας. Πρώτα πρώτα θα κόψεις το οινόπνευμα – κίνδυνος – θάνατος – θα πεις στη γυναίκα σου να φτιάχνει φαγητά χωρίς πάχος, χωρίς σάλτσες και γενικά ελαφρά φαγητά. Σαν δύσκολα είναι όλα αυτά, αλλά αφού τα λέτε εσείς θα προσπαθήσουμε.
Δεν πέρασε ένας μήνας και παίρνω ένα γράμμα στο οποίο μου έλεγε να βρω το γιατρό και να του πω, πως άρχισαν οι πολλές δουλειές και πως χωρίς κρασί στη μποτίλια δεν μπορεί να δουλέψει, τρέμουν τα πόδια του.
Σηκώνομαι πάω και βρίσκω το γιατρό, του δίνω το γράμμα και λέει: Τι να του κάνουμε τώρα αυτού. Ας του δώσουμε κάτι καινούργια χάπια από Γερμανία υποκατάστατα της μπύρας μπας και τον βοηθήσουν.
Πήγα στο θείο Χαράλαμπο και μου τα έδωσε δωρεάν.
Κάποια στιγμή πήρα 10 μέρες χειμερινή άδεια και τα πήγα στο χωριό. Του είπα ότι με αυτά δυναμώνει ο οργανισμός και αποτρέπει το κρασί, αλλά άμα ξαναπιείς μπορεί να πεθάνεις γιατί αντιδρούν ανάποδα.
Ξεκίνησε τα έπαιρνε αλλά οι κομμάρες τα ίδια, οπότε άρχισε να εφαρμόζει τη δική του συνταγή. Να πίνει πραγματική μπύρα. Στην αρχή ξεκίνησε μισό μπουκάλι το πρωί και μισό το βράδυ. Βούλωνε το μισό μπουκάλι με μια χαρτοπετσέτα το πρωί κι όταν ερχόταν και έπινε την υπόλοιπη το βράδυ έλεγε:
Άρχισε σιγά σιγά το πρωί να πίνει ολόκληρη την μπύρα, αλλά βελτίωση στα κουράγια δεν έβλεπε. Συμπληρώνει τη συνταγή «αυτεπαγγέλτως» και άρχισε να πίνει και το βράδυ άλλη μια.
Το πρόγραμμα άρχισε βαθμηδόν να τροποποιείται με αυξητική τάση, ιδιαίτερα τα βράδια που αντάμωνε με τους ομοιοπαθείς στο «κόμμα». Βαθμηδόν έφθασε να καταναλώνει ημερησίως 6-7 μπύρες και ένα βράδυ που είχα έρθει πάλι στο χωριό, τον ακούω να λέει στην παρέα: Ντοπιολαλιά:
-
Δε σώνετει μι τίποτα η κατάσταση. Πίνου τόσις μπύρες τη μέρα αλλά δε μι πιάνε. Μι του κρασάκι μ’ ήμταν νια χαρά. Τώρα κατάντ’σα να θέλου να πιου όσου κάνει του γάλα τ’ς γιλάδας νια μέρα 35 κιλά γάλα, ισια μι 6 μπύρις. Δεν είναι δ’λειά αυτήνη. Μ’ φαίνετι θα μπου πάλι στη σειρούλα μ’ κι ότ’ θέλει ας γίνει.
Πράγματι επανήλθε σταδιακά και προσεκτικά στην παλιά του ρότα, δοκιμάζοντας από όλα τα μαγαζιά τα είδη των κρασιών. Έφθασε στο σημείο να διαμαρτυρηθεί στο Γιάννη τον Τσιούστα ότι ενώ στα άλλα μαγαζιά που πίνει τον πιάνει το κρασί στο δικό του δεν καταλαβαίνει τίποτε. Δεν πήγαινε το μυαλό του στο νερόκρασο!
Στις παρέες του κρασιού την εποχή εκείνη, που λειτουργούσε και το Αγροτικό ιατρείο, άκουγε ότι μιλούσαν για την πίεση που είχαν μερικοί απ την παρέα. Πήγε κι αυτός μια μέρα που ήταν στο «τσακίρ κέφι» και ζήτησε να του τη μετρήσουν. Πράγματι την μετρήσανε δυο-τρεις φορές και βρίσκανε 11 με 6 . Μπράβο μπάρμπα, μια χαρά είσαι, δεν έχεις πίεση. Δεν μπορεί! Όλοι στην παρέα μου πίνουν από λίγο γιατί έχουν πίεση. Κάτι δεν κάνετε καλά. Όχι μπάρμπα, μια χαρά είσαι! Ορέ δεν ντρέπεστε που θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου, αφού οι άλλοι έχουν όλοι, και είναι και πιο μικροί από μένα. Στρίγλες τ’ κιαρατά! Δεν βάσταξαν τα κορίτσια και το έβαλαν στα γέλια και του είπαν, να ξανάρθει άλλη μέρα μήπως έχει!....
Τελικά από τα 85 του και μετά αυτοπεριορίστηκε και έπινε την ημέρα μόνο ένα κρασοπότηρο, κόβοντας μια κι έξω και το τσιγάρο. Διέψευσε έτσι τους γιατρούς φθάνοντας στα 94 του χρόνια, με «σώας και τας φρένας και τους πόδας», χωρίς να παίρνει μισό χάπι για τίποτε, ούτε να τον ενοχλεί κάποια οργανική πάθηση!
Το μόνο φάρμακο ήταν το κρασί, η συνεχής δουλειά, το λίγο και ελαφρύ φαΐ με ιδιαίτερη προτίμηση στις βραστές μελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές καυτερές, μπόλικο ξύδι και λίγο λάδι κατά το καλοκαίρι που τα έβρισκε! Το αποκαλούσε: Κυρ’ φαΐ!!
Παρένθεση: Αξιοσημείωτο είναι ότι τον Γενάρη του 1943, επί Κατοχής, χειρουργήθηκε στο στομάχι (έλκος), ζωντανός σχεδόν, (μόνο με χρήση φθορίου) και δεμένος γερά στο χειρουργικό κρεβάτι, ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, στην κλινική Σμπαρούνη – Μπάμπου (Χαριλάου Τρικούπη στην Αθήνα). Έφυγε, μάλλον τον διώξανε, από την κλινική πρόωρα, την τρίτη μέρα με χιόνι,- δεν είχαν να του δώσουν τίποτε για φαΐ – και ταξίδευσε εκτάκτως σε καρότσα φορτηγού Αθήνα – Λαμία, περιπετειωδώς (συνεχείς έλεγχοι και μπλόκα Ιταλών) με διανυκτέρευση στο Δαδί - Αμφίκλεια, λόγω πολλού χιονιού. Και όταν την άλλη μέρα έφθασε Λαμία, ενοικίασε αγωγιάτη με μουλάρι από Λαμία και ήρθε στη Φτέρη μετά 70 ώρες ταλαιπωρίας συνολικά! Το μόνο που του είπαν σαν αγωγή μετεγχειρητικά, αν τον πονάει στο σημείο της εγχείρισης να βάζει συμπαγές χιόνι επάνω μέχρι να του περάσει ο πόνος. Ούτε αντιβιοτικά, ούτε ούτε άλλα φάρμακα. Κλείνει η παρένθεση.
Στα στερνά του, ασθένησε για δυο μέρες από εγκεφαλικό και χαιρέτισε λεβέντικα τα επίγεια. Μάλιστα όπως μου είπε ο αδερφός μου Γιώργος στα χέρια του οποίου πέθανε, πριν συμβεί το τέλος του, διαμαρτυρήθηκε στο Γιώργο για το λάστιχο που είχε στη μύτη: Τι διάολος είναι αυτός! του έγνεψε με δυσανασχέτηση, και το τράβηξε με το υγιές χέρι και το έβγαλε. Στη διαμαρτυρία του Γιώργου, πού θα βρει γιατρό βράδυ και παραμονή της πρωτοχρονιάς που ήταν, να το ξαναβάλει, του έγνεψε πάλι με το υγιές χέρι, να μη στενοχωριέται, και αμέσως το σταύρωσε με το άλλο, το πληγέν, γύρισε απότομα το κεφάλι πλάγια και... χαιρέτισε για πάντα!!!
Ο Γιώργος τον ευχαρίστησε, τον φίλησε και του ευχήθηκε καλό ταξίδι!