Παραθέτουμε εδω κάποιες αναφορές για τον Δημήτρη Αρκούδα σε διάφορα βιβλια με θεμα τη δράση του την εποχή 1946-49
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Απο το βιβλίο Στή Στερεά Ελλάδα με το Δ.Σ 1945-1949-Θεοχάρης Αριστείδης
343
Στις 28 Μάρτη το πρωί φτάσαμε στο σημείο από το οποίο ξεκινάει το αντειρεισμα που οδηγεί στη γέφυρα Κοράκου. Δεξιά μας, κατά μήκος του Αχελώου, παρατηρούμε φάλαγγα στρατού να πορεύεται προς τη γέφυρα. Συνειδητοποιήσαμε αμέσως την ανάγκη της διαταγής που πήραμε για διάταξη υπεράσπισης της γέφυρας. Ο λόχος του Καρακώστα, τρέχοντας τον κατήφορο, έφτασε στο υψωματάκι πριν τη γέφυρα. Εκεί συνάντησε τον υπολοχαγό Δημήτρη Αρκούδα, από τη Φτέρη Φθιώτιδας, εξαιρετικό παλικάρι, με μια διμοιρία ασφάλειας της μεραρχίας την οποία είχε αφήσει εκεί ο προνοητικός Διαμαντής για να φυλάει τη γέφυρα. Σε διάστημα αναπνοής, ο λόχος Καρακώστα κέρδισε τον αγώνα δρόμου με τον κυβερνητικό στρατό. Η υπόλοιπη δύναμη του τάγματος παίρνει διάταξη κατά μήκος του αντερείσματος που της επιτρέπει να χτυπάει πλαγιομετωπικά τον αντίπαλο στην προσπάθειά του να καταλάβει τη γέφυρα.
.................................................
393
Ασφαλώς όχι οι αντάρτες. Το δάσος τους προστάτευε και τους αγκάλια¬ζε. Το νιώθανε σπίτι τους. Δεν είχαν λόγο να το κάψουν. Χαμηλά στη ρεμα¬τιά με το πεντακάθαρο νερό θα ετοιμάσω το φαγητό μου και το απόγευμα θα πάρω το δρόμο για τη Βουλγάρα. Πριν φτάσω στη Βουλγάρα, συναντάω τον υπολοχαγό Μήτσο Αρκούδα με μερικούς αντάρτες. Απ’ αυτόν πληροφορήθηκα για το πέρασμα του κυβερνητικού στρατού και τις ζημιές που προκάλεσε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βόρεια του Καρπενησιού.
Προχωρώ προς τη Βουλγάρα να συναντήσω τον ΠΕ Ηρακλή κι εκείνη τη στιγμή αρχίζει μάχη.
...........................................................
395
....και να κατεβει νοτια για να βοηθησει τον Περικλη στην ανασυνταξη και να επιδιωξει την απαοκατασταση επαφης με τον Γκουρα.Επεμεινα οτι ειναι ευκολο μια καλα συγκροτημενη διμοιρια να κινηθει,γιατι ο αντιπαλος εχει ηδη αποσυρει τις δυναμεις του.
Η προταση μου αυτη εγινε αποδεκτη και σε λιγες μερες μια διμοιρια με διοικητη τον Αρκουδα και συνδοιηκητη τον Καριοφυλη θα ξεκινησει για τον Νοτο.
......................................................
396
397
Προορισμός της διμοιρίας σε πρώτη φάση η Φθιώτιδα, όπου από καιρό δεν υπάρχει έστω και μικρό οργανωμένο τμήμα ανταρτών, για συγκέντρωση τυχόν ξεκομμένων και στη συνέχεια στήριξη του Περικλή στην προσπάθεια ανασύνταξης των μικροομάδων στη Δυτική Στερεά.
Η διμοιρία, αφού πήρε επαφή με τη γιάφκα των Αντωναίων, έφτασε μέχρι την Οίτη. Έστησε ενέδρα στο χώρο του Δίλοφου, χτύπησε και διέλυσε κάποιο μικρό τμήμα του αντίπαλου. Στο πέρασμά της προς την Οίτη βρήκε μερικούς αντάρτες που κρύβονταν εκεί και τους πήρε μαζί της. Πέρασε στη Δωρίδα όπου έδωσε μάχη με αντίπαλο τη χωροφυλακή και ΜΑΥδες. Τους διέλυσε, κυρίεψε τα μεταγωγικά τους και απέσπασε ένα κοπάδι πρόβατα. Ελίχθηκε στη συνέχεια προς την ορεινή Ναυπακτία. Πέρασε στο χώρο Άμπλιανης, Δομνί- στας, επιδιώκοντας επαφή με τον Περικλή, την οποία θα πετύχει μόνο με συν¬δέσμους στη Γραμμένη Οξυά. Στη συνέχεια θα ξαναβρεθεί στη Φθιώτιδα όπου θα ελιχθεί μέχρι τον ερχομό του Καραπλιού και την αποκατάσταση επαφής με την ομάδα Ραυτόπουλου, προκειμένου να πορευτούν προς τ’ Άγραφα και να φύγουν στη συνέχεια για Αλβανία.
.............................................
398
401
Μετά την επίσημη ειδοποίηση από τον Μήτσο Καρκάνη, ο Ηρακλής προβαίνει αυτοστιγμής σε δύο ενέργειες. Αναθέτει στο λοχαγό Στάθη Καραπλιό να ξεκινήσει αμέσως με δύο αντάρτες από τη Λάσπη για το Νότο. Να ειδοποιήσει τους Περικλή, Αρκούδα και Γκούρα ότι όλοι τους πρέπει να βρεθούνε στο Τρίδεντρο των Αγράφων απ’ όπου θ’ αναχωρήσουν για την Αλβανία. Δίνει εντολή στους Αγησίλαο, Στεριά να συγκεντρώσουν τους άοπλους των συνεργείων που βρίσκονται στο χώρο Κλειστού, Φουρνάς, Βράχας και όσους αντάρτες βρούνε στο δρόμο τους και να προχωρήσουν για συνάντηση του Αθανασίου και Ασπρίδη στη Φτέρη, Ασπρόρεμα
.............................................................
404
Ο Καραπλιός αναλάμβανε την ευθύνη να μεταφέρει αυτοπροσώπως την εντολή στον Περικλή, τον Αρκούδα και στους Γκούρα, Πεντεδέκα, Ραφτό¬πουλο.
Συμπτωματικά συναντήθηκε στο Κυριακοχώρι πρώτα με τον Περικλή, τον ενημέρωσε σχετικά και ο καθένας τους πήρε το δρόμο του. Ο Περικλής προχώρησε προς τη Δυτική Στερεά, για να προετοιμάσει την πορεία του προς Τρίδεντρο και ο Καραπλιός για να συναντήσει τον Αρκούδα.
Με τη βοήθεια των Αντωναίων εύκολα συνάντησε τον Αρκούδα με τη διμοιρία του. Κινηθήκανε αμέσως προς την Οίτη, ψάχνοντας για ξεκομμένους αντάρτες. Εντόπισαν 3-4 που κρύβονταν στο χώρο αυτό και τους πήραν μαζί τους. Προχώρησαν προς την Γκιώνα και στο χώρο Μνήματα, Κουκουβίστα, πήρανε επαφή με τον Ραφτόπουλο με μερικούς ακόμη. Ελπίδα επαφής με Γκούρα, Πεντεδέκα δεν υπήρχε. Προ καιρού ούτε ο Ραφτόπουλος κατάφερε να συναντηθεί μαζί τους. Παίρνεται απόφαση να ξεκινήσουν όλοι μαζί, καμιά 40ριά αγωνιστές, προς τ’ Αγραφα. Τα μονοπάτια τούς είναι γνωστά. Με έντονη πορεία περνάνε βόρεια του Καρπενησίου και θα βρεθούνε στο Τρίδεντρο πριν φτάσει εκεί ο Περικλής με τους δικούς του.
Αφού πάρουν στ’ Άγραφα μια ανάσα, θ’ αναχωρήσουν για την Αλβανία.
.....................................................
416
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΡΑΠΛΙΟΥ
Τη βασική δύναμη αυτής της αποστολής αποτελεί η διμοιρία του υπολοχαγού Μήτσου Αρκούδα που, όπως είδαμε, κατέβηκε νότια του Καρπενησιού για να βοηθήσει στην ανασύνταξη. Στη δύναμη αυτή θα προστεθούν καμιά δεκαριά αντάρτες που συγκεντρώθηκαν στην πορεία της από την Γκιώνα και μέχρι το Τρίδεντρο των Αγράφων.
Επικεφαλής της αποστολής είναι ο Γιώργος Ραφτόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών της II Μεραρχίας του ΔΣΕ, όσο αυτή υπήρχε. Συνδιοικητής ο λοχαγός Στάθης Καραπλιός. Η δύναμή της γύρω στα 40 άτομα. Είναι ένα τμήμα σφιχτοδεμένο που αποτελείται από δοκιμασμένους, μπαρουτοκαπνισμένους αντάρτες. Μετά τη συνάντησή τους με τον Παύλο Μπέικο και τον Μαγκλάρα και, αφού πήραν τις τελευταίες οδηγίες και πληροφορίες, αναχωρούν για την Αλβανία, στα τέλη Οκτώβρη 1949. Είναι η προτελευταία αποστολή της Ρούμελης. .
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην πορεία τους έχουν να κάνουν κυρίως με την κακοκαιρία, την περιορισμένη ορατότητα και την πείνα. Μάλιστα, ο τελείως εξαντλημένος αντάρτης Καλύβας, που δεν μπορούσε να συνεχίσει την πορεία, έμεινε με τη θέλησή του πίσω. Την άλλη μέρα, πριν περάσουν τη δημοσιά του Μετσόβου, εμφανίστηκε στο λημέρι τους, ικανός να συνεχίσει την πορεία. Η αποστολή πέρασε τα σύνορα χωρίς περιπέτειες και πριν τελειώσει ο Νοέμβρης του 1949 έφτασε ταλαιπωρημένη αλλά ευχαριστημένη στον προορισμό της.
Θυσίες για μια καλύτερη ζωή, το σοσιαλισμό
Κουφακης Αποστολος
Σελιδα 129
Στο όνομα του Διαμαντή
Μια μέρα μας μίλησε ο Ηρακλής και έκανε πρόταση να γίνει ένα μικρό τμήμα με εθελοντές και να κατεβεί στα Βαρδούσια, στην Γκιώνα, στην Οίτη. Να συγκεντρώσει ξεκομμένους και τραυματίες που είχαν μείνει εκεί. Μαζευτήκαμε 18 άτομα, εθελοντές στη μνήμη του Διαμαντή, καθορίσαμε διμοιρίτη τον σ. Μήτσο Αρκούδα από την Παλιοβράχα Σπερχειάδας. Υπεύθυνος αποστολής ο σ. Καρυοφύλλης. Για μένα ο Κυριαζόπουλος ήταν άγνωστος και όχι για τέτοιες αποστολές. Πιστός, αλλά η συμπεριφορά του δεν ταίριαζε με τον Αρκούδα. Στους γυλιούς μας βάλαμε όλοι μας από ένα κομμάτι βρασμένο κρέας, σχεδόν μια οκά.
Φτάσαμε στο χωριό Αργύρια και χωρίς να ανιχνεύσουμε μπήκαμε μέσα. Ευτυχώς άδειο ήτανε, προχωρήσαμε στην κορυφή του χωριού και καθίσαμε. Σιμά στο χωριό, απέναντι προς Κυριακοχώρι, ήταν πάρα πολλές σκηνές στρατού. Ο Αρκούδας έστειλε δύο άτομα να δουν αν ήταν άδειες οι ράχες της Γραμμένης Οξιάς ή είχε στρατό. Γρήγορα γυρίσανε. «Γιομάτο στρατό» μας είπανε. Κατεβήκαμε στο ποτάμι και στρίψαμε δεξιά. Ανεβήκαμε στο αντέρεισμα ανάμεσα σε Αργύρια και Κολοκυθιά, κρυφτήκαμε στο δάσος, τρώγαμε από λίγο κρέας. Πιο πέρα προς τα Αργύρια, 400-500 μέτρα, είχε πηγή. Εκεί καθίσαμε πολλές μέρες, 11 μέρες έχω σημειώσει. Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Όπου να κοιτάγαμε, στρατό είχε. Το κρέας σώθηκε, φαγητό τίποτες, χόρτα δεν υπήρχαν, όλα ξεράθηκαν.
Μια μέρα, ήταν η δέκατη που ήμασταν εκεί, το απόγευμα έφυγε ο στρατός από τα Αργύρια, την Κολοκυθιά, τη Γραμμένη Οξιά. Από τα Αργύρια φύγανε για τα Μάρμαρα όχι μέσω Κολοκυθιάς, αλλά από μονοπάτι μέσα από Πετρακόλακα, Καρτσαρά, Μάρμαρα.
(1) Καρυοφύλλης: Κυριαζόπουλοδ από τον Έβρο.
Μαζί μας ήταν και ο Βασίλης Κραβαρίτης από τα Μάρμαρα. Απέναντι στη Γουλινά είχανε χωράφι με φρούτα, τότες πια σίγουρα είχαν ωριμάσει τα κορόμηλα. Με τα κιάλια κοιτάξαμε μήπως δούμε κίνηση. Τίποτες, άρα ησυχία. Το βράδυ ξεκινήσαμε να φάμε φρούτα. Φτάσαμε. Έπρεπε να περάσουμε ένα χωράφι άσπαρτο αρκετά μεγάλο για να πάμε στις δαμασκηνιές. Προχωρήσαμε και μας περιμένανε με αυτόματα όπλα. Σκοτώθηκε ο Κώστας, ο φίλος μου από το χωριό Πύργος Υπάτης, και ένας τραυματίστηκε. Τροχάδην γυρίσαμε πίσω και στο ποτάμι δίπλα πέσαμε σε χωράφι με καλαμπόκι για ψήσιμο. Μάσαμε αρκετά, τα βράσαμε και τα φάγαμε. Τον τραυματία τον πήραμε, τον Κώστα δεν μπορούσαμε να τον πάρουμε, έμεινε για πάντα εκεί ενθύμιο.
Κοιμηθήκαμε στη λούφα μας και την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για τα Βαρδούσια, σιμά στη Μουσουνίτσα. Ανταμώνουμε με δύο από το Κέντρο Πληροφοριών. Μας δώσανε από λίγα ρεβίθια, τα φάγαμε. Μας είπανε ότι μπορούσαμε να πάρουμε πρόβατα που έβοσκαν έξω από το Λιδωρίκι. Προχωρήσαμε, βρεθήκαμε στα Ανατολικά Βαρδούσια. Κατεβήκαμε την πλαγιά και σταματήσαμε σε ένα δασωμένο μέρος. Κοιτάξαμε να δούμε τα πρόβατα, αλλά πουθενά δεν είχε. Δεν ήρθανε προς τα εδώ αυτήν την ημέρα, όμως είχε πολλά άλογα και δεν τα φύλαγε κανένας. Βασιλεύοντας ο ήλιος, μια ομάδα ήταν εκεί, οι υπόλοιποι καθόμασταν, αν χρειαζόταν, για υποστήριξη. Η ομάδα πήρε, αν θυμάμαι καλά, έξι άλογα. Τα ανεβάσαμε προς τη Μουσουνίτσα, στις πλαγιές των Βαρδουσιών. Ήταν ένα πολύ μικρό με τη μάνα του, δύσκολα μπορέσαμε να το πάρουμε. Το ψήσαμε και το φάγαμε, ήταν πολύ νόστιμο. Εδώ στα Βαρδούσια, στην Οίτη, είχε πολλούς ξεκομμένους, σε τρεις μέρες γίναμε τριάντα άτομα.
Στρατό γύρω μας δεν βλέπαμε, προχωρήσαμε προς τα Νότια Βαρδούσια, στον Κονιάκο, στον Δάφνο. Εκεί, στο καταφύγιο ενός σπιτιού βρήκαμε πολύ αλάτι. Το μοιραστήκαμε και προχωρήσαμε προς το Σινάνι. Κατεβήκαμε στον Φίδαρη και θέλαμε να ανεβούμε προς Σαράνταινα, αλλά από Σαράνταινα προς Φίδαρη κατέβαινε στρατός. Τρυπώσαμε στο δάσος, ο στρατός ανέβηκε προς Αρτοτίνα τόσο ελεύθερα, σαν κοπάδι. Εμείς γυρίσαμε προς το Σινάνι και πήγαμε προς την Οίτη. Περάσαμε ανάμεσα σε Δάφνη και Μαύρο Λιθάρι.
Ανεβήκαμε λίγο στην Οίτη και καθόμασταν στο δάσος. Την επομένη μέρα βλέπαμε εργάτες να δουλεύουν, κάνανε δρόμο από το Μαύρο Λιθάρι προς τη Δάφνη. Ο Καρυοφύλλης ήθελε να τους χτυπήσουμε. Ο Αρκούδας διαμαρτυρήθηκε «γιατί να τους χτυπήσουμε, χωροφύλακες είναι;». Ρώτησε ο Καρυοφύλλης όλους μας, έμεινε μόνος του. Θα ήταν τρέλα να χτυπήσουμε τους εργάτες.
Εκεί στην Οίτη γίναμε 42 άτομα και θέλαμε φαγητό. Αποφασίσαμε να πάμε ξανά για πρόβατα. Κάποτε φτάσαμε και βλέπαμε χιλιάδες πρόβατα να τα προσέχουν χωροφύλακες, μια διμοιρία. Εμείς βρισκόμασταν στην ανατολική πλευρά των Βαρδουσιών, τα πρόβατα στη δυτική πλευρά της Γκιώνας. Ήταν δύσκολο να πάρουμε πρόβατα, δεν ήμασταν σε καλή θέση.
Μετά το μεσημέρι άρχισε ένα τουφεκίδι που βούιζαν οι πλαγιές. Για μια στιγμή νομίσαμε ότι κάποιο τμήμα τους χτυπάει, αλλά γρήγορα είδαμε κάτι σαν γιορτή. Σε μισή ώρα οι χωροφύλακες φύγανε για την πόλη Λιδωρίκι. Οι ΜΑΥδες μαζεύτηκαν και παίζανε χαρτιά. Πήραμε απόφαση το απόγευμα να πιάσουμε τους ΜΑΥδες και να πάρουμε πρόβατα. Ήταν ακόμα καμιά ώρα ήλιος, όταν 10 άτομα, οι περισσότεροι με αυτόματα, σιγά και κρυφά ζυγώσαμε τους ΜΑΥδες. Τους είπαμε «ψηλά τα χέρια!». Αιφνιδιάστηκαν τόσο που κανένας δεν έφερε αντίρρηση. Σπάσαμε τα όπλα τους και τους ρωτήσαμε γιατί τουφεκούσαν. «Έπεσε ο Γράμμος, οι αντάρτες φύγανε για Αλβανία», απάντησαν. Αστραπή μας βάρεσε, αλλά δεν το αντιλήφθηκαν. Όταν ανταμώσαμε με τους άλλους τους είπαμε με τρόπο τι έγινε. Μεγάλη στενοχώρια. Τους ενθαρρύναμε «κανένας δεν παθαίνει τίποτες κακό, βοηθήστε μας να πάρουμε λίγα πρόβατα». Έτσι δύο αντάρτες και ένας ΜΑΥς κόψαμε ένα κοπάδι πρόβατα και τα πήγαμε ψηλά στα Βαρδούσια. Στο δρόμο οι ΜΑΥδες βοήθησαν πάρα πολύ, κανένας δεν προσπάθησε να φύγει. Πριν νυχτώσει ο Αρκούδας τούς είπε «διαλέξτε τα πρόβατα των φτωχών και τα δικά σας για να τα πάρετε πίσω». Μετά ζητήσαμε να μας βοηθήσουν να φτιάξουμε στρούγκα για τα πρόβατα και να φύγουν. Όταν απομακρύνθηκαν βγάλαμε όλα τα κουδούνια και ξεκινήσαμε προς τη νότια πλευρά των Βαρδουσιών. Στρίψαμε δεξιά και ήμασταν στο Σινάνι.
Και εδώ μια αναφορά για τα 3 ξαδέλφια του Δημ.Αρκούδα ,Βασίλης Κώστας και Δημήτρης ,παιδια του Γιάννη και της Κατίνας Αρκούδα ( το σπίτι τους ηταν ενα 3πατο ανάμεσα στην οικία Μπαλτσάκη και Αντωνούλα που ειναι οικόπεδο πλέον )
Τα << Αρκουδάκια>>
Από το βιβλιο του Κωστα Παλαιολογου Συν/χη του Δ.Σ.Ε
Από την Εθνικη Αντισταση στον Εμφυλιο 1946-49
Τομος 2ος σελ.680-681
3/3/48 Τετάρτη ώρα 22.00, τα δυο τάγματα της 102 ταξιαρχίας κάναμε την επίθεση, το 1 ο στο Καλοχώρι και το 2ο στο ύψωμα Ψαλίδα με καταρακτώδη βροχή. Οι σύντροφοι μας που πήραν μέρος στην αναγνώριση από ομαδάρχη μέχρι λοχαγό, προχωρούν με ορμητικότητα για την ολοκλήρωση της αποστολής τους. Οι Ρουμελιώτες δεν είναι πρώτη φορά που κάνουν τέτοιες επιθέσεις αλλά τώρα παλεύουν και με τα στοιχεία της φύσης. Αέρας και βροχή.
Τα πάνζερ και οι χειροβομβίδες πέφτουν αδιάκοπα μέσα στο Καλοχώρι που είναι οχυρωμένος ο εχθρός. Όλοι διακρίνονται για τον ηρωισμό τους τη νύχτα αυτή. Με τον Τσεκερτζή είμαστε στην πρώτη γραμμή, ο Γιώργης μου είπε:
-Κώστα, τι αετοί είναι αυτοί, πρώτη φορά βλέπω τόσο ορμητικούς μαχητές. Άκου - άκου ένας πως φωνάζει "απάνω τους παιδιά!".
-Άκουσε Γιώργη την ιστορία αυτής της οικογένειας. Αυτός που φωνάζει είναι ο διμοιρίτης Κώστας Αρκούδας, είναι τρία αδέρφια αντάρτες: ο Βασίλης ο μεγαλύτερος, ο Κώστας που φωνάζει τώρα και ο Μητσάκος 14 χρονών. Ο πατέρας τους είναι φυλακή, η μάνα τους με τη μικρή αδερφούλα τους γυρίζουν στα βουνά της Ρούμελης αν είναι ζωντανές. Είναι από το χωριό Άνω Φτέρη Φθιώτιδας.
Μα δεν πέρασαν 15 λεπτά και η φωνή του διμοιρίτη Κώστα Αρκούδα σταμάτησε να ακούγεται. Έπεσε νεκρός από τα αμερικάνικα βόλια στο Καλοχώρι Φλωρίνης. Οι μαχητές της διμοιρίας του το πρωί μας είπαν για τον ηρωισμό του διμοιρίτη τους Κώστα Αρκούδα. Ο Κώστας έφτασε στο προαύλιο ενός σπιτιού στο Καλοχώρι, τελειώσαν οι σφαίρες από το αυτόματό του κι έμεινε με μια μόνο χειροβομβίδα στα χέρια. Όταν τον κυκλώσαν οι μοναρχοφασίστες, ο Κώστας τους έριξε τη χειροβομβίδα και μετά άρχισε να τους χτυπάει με το αυτόματό του. Εκεί τον Κώστα τον γκρέμισαν με μια ριπή.
Ο περήφανος νεολαίος με τα γαλανά μάτια, ξανθός και λεβεντόκορμος Κώστας Αρκούδας, που οι σύντροφοι συνέχιζαν να λένε τη διμοιρία του διμοιρία Αρκούδα, όταν φύγαμε από την
Ρούμελη για την Μακεδονία δεν είχε δει τη μάνα του και την αδερφούλα, του για να τις φιλήσει για τελευταία φορά και πάντα μου έλεγε, πότε θα τις ξαναδώ; Ο Κώστας έλαμπε σαν το άστρο μέσα στο τάγμα μου, ήταν το ατρόμητο παλικάρι, σκορπούσε τον ενθουσιασμό στους μαχητές του.
Τα τρία αδερφάκια μετά τη Βάρκιζα, που οι ξενόδουλοι βάλαν τον πατέρα τους στην φυλακή στη Λαμία, αυτοί στήσαν το λημέρι τους στα Γουλινά με το Φοίβο (Στέλιο Τσέτσο) για να μην πέσουν στα χέρια των συμμοριτών. Στις 20 του Οκτώβρη 46 ήρθαν εθελοντές και οι τρεις στο Δ.Σ.Ε. για να πολεμήσουν τους καινούργιους κατακτητές και τους ντόπιους υποτακτικούς…….