Κων/νος Γεωρ. Τσατσαρής (1899 -16/3/1992)
Σύμφωνα με αφηγήσεις των γονιών του Γεωργίου και Πηνελόπης Τσατσαρή:
α). Στο Σχολείο τα μεγαλύτερα παιδιά κούρευαν τα μικρότερα με τη φροντίδα τού δάσκαλου για ευνόητους λόγους υγιεινής και απαλλαγής από τις ψείρες, περίοδος 1880 - 1900 περίπου.
β). Όπου το σπίτι Τσίφτη σήμερα, διατηρούσε μαγαζί ο αδελφός τού παπα-Γιώργη Σακελλάρη, ο Αναγνώστης. Το όνομα Αναγνώστης, καθιερώθηκε γιατί διάβαζε πάντοτε αυτός τον Απόστολο στην εκκλησία, καθώς και άλλα κείμενα που το τυπικό της εκκλησίας όριζε για ανάγνωση, όπως τον Εξάψαλμο, το Κοντάκιο, τον Οίκο, το Μηνολόγιο κ.α.
Ο Αναγνώστης λοιπόν αυτός, κατά τους θερινούς μήνες έκανε το δάσκαλο, τόσο στα παιδιά που έμεναν στην Επάνω Φτέρη, όσο και σ’ αυτά που έστελναν οι γονείς τους από την Κάτω Φτέρη (περίοδος 1870 και μετά), χρησιμοποιώντας για αίθουσα διδασκαλίας το χαγιάτι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν στο βορινό μέρος της εκκλησίας, η οποία κτίστηκε ως γνωστό το 1843.
Τότε που οι ιστορικοί πρόγονοί μας ετοιμάζονταν, μετά την απελευθέρωση, να στήσουν το καινούργιο χωριό τους στη σημερινή του θέση, για λόγους που έχουμε αναφέρει και σε άλλα πονήματά μας, για να είναι δηλαδή πιο κοντά στα χωράφια τους. Ο Αναγνώστης συνέχιζε έτσι το έργο εκείνων των προγόνων μας που πέτυχαν να πάρουν την έγκριση του Αλη-πασά για τη λειτουργία Ελληνικού Σχολείου, με τις γνωστές διαπραγματεύσεις τού Νίκου Φτέρη.
γ). Στο χαγιάτι αυτό που είχε μήκος, όσο το μήκος του τοίχου της εκκλησίας και πλάτος 4 μέτρα, μετέφεραν και ξεφόρτωναν το Φθινόπωρο οι φτεριώτες τα καλαμπόκια τους από χωράφια της ορεινής περιοχής (Πάνω κρύα βρύση, Νεράντζα, Κάτω κρύα βρύση, Άλλες Λάκες, Βρωμόβρυση, Διάσελο, Πυργάκη, Μπαρκομάταινα, Παλιάλωνα, Δραμπάλες, Ρόγγι, Ιτιό κλπ.), τα οποία ξεφλούδαγαν, στούμπαγαν και μετέφεραν τον καρπό στο Κάτω χωριό, ενώ τα σιτάρια αλώνιζαν τον Αύγουστο στη θέση Ισιώματα, που είχαν κοινόχρηστα αλώνια.
«Γράφων: Στην τοποθεσία αυτή, στα Ισιώματα, υπήρχε μικρός οικισμός προεπαναστατικός, που διέμεναν 5 οικογένειες, σύμφωνα με συμβολαιογραφικά έγγραφα, που υπάρχουν στα ΓΑΚ Λαμίας παλιών συμβολαιογράφων (Βασ. Περραιβού, Αλεξ. Χατσίσκου και Ιωάν. Σκαβέντζου), όπως επίσης προεπαναστατικά αναφέρεται και διαλυμένος οικισμός στην περιοχή Κατσαούνο, (βλέπε πρώτη Αρχειακή καταγραφή, στην Πρόθεση Μονής Ρεντίνας, του ερευνητή Βασ. Κ. Σπανού, από τον 13ο έως 20ο αιώνα).
Στην Κατσαούνο θα σταθώ, κι ας μου συγχωρέσει ο αναγνώστης την παρένθεση, γιατί υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο κατά την πρωτοεγκατάσταση ορισμένων διωγμένων και απορφανομένων οικογενειών από τα γνωστά χωριά του Τεπελενίου Ηπείρου που εκπατρίστηκαν βίαια από τον Αλή πασά, κάποιες από αυτές τις οικογένειες να αναζήτησαν τύχη, ασφάλεια και προστασία, από το απρόσιτο του εδάφους και το ακατάλληλο του κλίματος.
Είναι γνωστό μέσα από τα φύλλα των βιβλίων για την ιστορία της Φτέρης μας ότι τα λημέρια των Κατσουδαίων ήταν στις παρυφές της Γουλινάς, όπου και η τοποθεσία Κατσαούνο. Πως εκεί γινόταν η κατάταξη των νέων κλεφτών, εκεί γυμνάζονταν, εκεί γιόρταζαν το Πάσχα τους, από κει ξεκινούσαν τις καταδρομές τους εναντίον των τυράννων και συμβιβασμένων ομοεθνών τους και από εκεί έλεγχαν καλύτερα την περιοχή. Πιο παραστατικά μας το μαρτυράει και το δημώδες που διασώθηκε και το οποίο νομίζω ότι, αφού η έρευνα μας φέρνει καινούργια στοιχεία για τα άγια αυτά χώματα, αξίζει την κατάληψη του χώρου στο παρόν μικρό σημείωμά μας. Ας στοχαστούμε, με την ευκαιρία αυτή, κι ας αναλογιστούμε μέσα από πόσες συμπληγάδες πέρασαν αυτοί οι μαρτυρικοί πρόγονοί για να επιζήσουν τελικά έστω και στις παρυφές της Γουλινάς.
ΚΑΤΣΑΟΥΝΩ – ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ
Έτσι κι οι κλέφτες τά στρωναν τα σμύρτα στα λημέρια
και τα μαλαμοκάπνιστα άρματα και κεμέρια.
Στης Κατσούνος τα κλαριά τα πυκνοφυτεμένα
κοντά στα κρύα τα νερά τα είχαν κρεμασμένα.
Κι όλοι με βήμα λεβεντιάς πατούσαν στα χορτάρια
και κοίταζαν τριγύρω τους σαν άγρια λιοντάρια.
Μα κάμποσοι από αυτούς καθόταν στη φωλιά τους
ήταν Λαμπρή και ψήνανε λεβέντικα τ’ αρνιά τους.
Μάνα, πατέρα κι αδελφούς τάχα κι αυτοί δεν είχαν;
να κάμουνε μαζί Λαμπρή; μεσ’ τα βουνά γιατί ήταν;
Γιατί έχουν όλοι τ’ άρματα, λερή τη φουστανέλα,
τα μαύρα τα μαντήλια τους στραβά μαντηλωμένα».
(Σμύρτα=σμυρτιές, Μαλαμοκάπνιστα=με πολύτιμο μέταλλο. Κεμέρια= δερμάτινες ζώνες με ειδικές θήκες)».
Επανερχόμαστε στην αφήγηση του μπαρμπα-Κώστα:
δ). Ένας πρόγονός μου Τσατσαρής Ιωάννης, καταγόμενος από το Τεπελένι πήγε στη Θεσσαλία μαζί με άλλους, που ήταν οπλαρχηγός ο καπετάν Στουρνάρας, για να πολεμήσουν τους Τούρκους.
Δυστυχώς όμως οι Τούρκοι τους έπιασαν σχεδόν όλους, 300 τον αριθμό, τους έδεσαν ανά δυο πισώπλατα, τους οδήγησαν σ’ ένα μέρος, και έβαλαν δυο δήμιους γύφτους με βαριές και τους χτυπούσαν στο κεφάλι και τους σκότωναν. Ο Ιωάννης Τσατσαρής με το πέσιμο του διπλανού του προσποιήθηκε ότι το πρώτο χτύπημα του γύφτου ήταν θανατηφόρο, έπεσε παριστάνοντας τον σκοτωμένο. Όταν το μαρτύριο αυτό του θανάτου τελείωσε και οι Τούρκοι φρουροί αποσύρθηκαν, κατάφερε σιγά σιγά να λυθεί και με έναν άλλον διασωθέντα έφυγαν. Κατά τις επόμενες μέρες και νύχτες, κατόρθωσε και ήρθε εδώ στη Φτέρη.
ε). Τα Εθνικά κτήματα ήταν χέρσα χωράφια, δασωμένα και γεμάτα θάμνους και βάτα, αλλά καλλιεργήσιμα. Οι Φτεριώτες για ν’ αποκτήσουν κλήρο στον κάμπο και να τ’ αγοράσουν φθηνά σχημάτισαν επιτροπή από τους: Γερο-Τσιρέκη (παλιό, και επί τουρκοκρατίας δημογέροντα), Αναστάσιο Κύρκο (κτηματία), και Ιωάννη Τσατσαρή, «(προφανώς πολεμιστή του 1821, αξιωματικό, σύμφωνα με το πιστοποιητικό των αγώνων του, βλέπε: Βιβλίο: Ελλάδα πατρίδα μου... σελ. 285. προφανώς να πρόκειται για τον διασωθέντα περιγραφόμενο)», και πήγαν στη Λαμία στον Βαλή (ελληνιστί, Νομάρχη) περί το 1840, και ζήτησαν να τους μεταβιβάσει τις δασωμένες περιοχές σε χαμηλή τιμή, με το πρόσθετο δεδομένο την προσφορά των Φτεριωτών στον προεπαναστατικό και επαναστατικό αγώνα, αναλαμβάνοντας, ως εγγυητές αυτοί, τις προς το Κράτος οικονομικές υποχρεώσεις όλων των αγοραστών. Οι εν λόγω περιοχές ήταν: Βαρκά, Χιλιομόδι, (από σημερινό δρόμο και κάτω), Στρογγυλό, Παλιάμπελα, Βατοκάμπι και Πλατανιάς.
«Γράφων: Η συμφωνία επιτεύχθηκε και ένα μεγάλο μέρος των περιοχών αυτών αγοράστηκε από τους ταλαίπωρους προγόνους μας και όσα εν συνεχεία έμειναν, παρέμειναν στο Κράτος, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι 4-5 αγροτεμάχια μόνο σε διάφορα σημεία του κάμπου, τα οποία παραμένουν στην κυριότητα του Κράτους, δεδομένου ότι όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν συνέχισαν να εκποιούν σε χαμηλές τιμές τα χωράφια αυτά, ιδιαίτερα επί κυβερνήσεων Κουμουνδούρου. Κρατώ αποδείξεις πληρωμής δόσεων προς την εφορία του προπάππου μου Βασίλη Γ. Σταμοκώστα και του Σπύρου Γ. Σταμοκώστα, χρονολογιών 1889 και μετά».
στ). Όταν τον Οκτώβριο του 1919 αποβιβαστήκαμε στη Σμύρνη ως ελληνικό στράτευμα, περνώντας από μια κωμόπολη Κατσαμπά, όλοι Έλληνες, σ’ ένα χαμόσπιτο συνάντησα ένα γέρο με την πανέμορφη κόρη του. Επρόκειτο για έναν διωκόμενο αρχιληστή ονόματι Θύμιο-Γάκη, ο οποίος μαζί μ’ έναν άλλο ληστή, για δυο χρόνια, κρυβόταν στην περιοχή Άνω Φτέρης και τους έδινε ψωμί η μάνα μου... (Το τι συνέβη, συνέχεια στο βιβλίο μου Ελλάδα πατρίδα μου... σελ. 184).
Βασίλης Δ. Σταμοκώστας 6 Φεβρουάριος 2021 Φτέρη