dekares

                                                                                                                      Αφήγηση Κων/νος Βασ.Τσιφτης

Πρίν λίγο καιρό, αποφάσισα να τακτοποιήσω το υπόγειο του σπιτιού μου στη Φτέρη, γιατί ήταν «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι»!!!!
Ανοίγοντας μιά από τις πολλές χαρτοκούτες, για να δώ τι έχει μέσα, βρήκα ένα μικρότερο χάρτινο κουτί, από κουραμπιέδες Υπάτης «Κεραμίδα», σχεδόν γεμάτο με …. δεκάρες και εικοσάρες!!!!
Έμεινα αποσβολωμένος να τις κοιτάζω. Γυάλιζαν στο φώς που τις χτυπούσε!!! Ήταν απομεινάρι της παιδικής μου ηλικίας. Όταν μικρό παιδί έπαιζα με τα άλλα παιδιά δεκαρολόϊ, ανάμεσα στα κυπαρίσσια της Φτέρης δίπλα στη Ηρώο.
Η σκέψη μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Στις αρχές της 10ετίας του 1970.
Εκείνη την εποχή όλα τα παιδιά του χωριού, είχαμε και παίζαμε με σιδερένιες μπίλιες από ρουλεμάν ή μεγάλους γυάλινους βώλους. Όσο για λεφτά, κυκλοφορούσαν άφθονες τρύπιες δεκάρες και εικοσάρες!!! Ας ήταν καλά τα κάλαντα!!!
Από το Γυμνάσιο της Σπερχειάδας γυρνούσα κάθε μέρα στο χωριό με το σχολικό λεωφορείο στις 14.30΄. Το πώς γινόταν να έχω φάει, διαβάσει και στις 16.30΄, άντε στις 17.00΄ το αργότερο, να είμαι στην πλατεία για παιχνίδι, είναι κάτι που ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπορώ να εξηγήσω τον άφθονο χρόνο που είχαμε τότε για παιχνίδι και σήμερα τα παιδιά τρέχουν σε φροντιστήρια και άλλες δραστηριότητες και τελικά …δεν προλαβαίνουν!!! Μυστήριο!!!! Τέλος πάντων!!
Θυμήθηκα τους κανόνες του παιχνιδιού, Ενός παιχνιδιού ξεχασμένου πλέον.
Το δεκαρολόϊ παιζόταν με 4 άτομα και πάνω!!! Σε επίπεδο έδαφος σε μιά γραμμή βάζαμε στη σειρά ο καθένας από μια δεκάρα ή εικοσάρα, κολλητά η μιά στην άλλη και με τη σειρά, ρίχναμε τοις σιδερένιες (συνήθως) μπίλιες μας σε ένα σταθερό σημείο, σε απόσταση τουλάχιστον 5-6 μέτρων. Αυτό γινόταν για να καθοριστεί η σειρά με την οποία θα ρίχναμε τις μπίλιες μας προς τα κέρματα. Ο πιο κοντινός έριχνε πρώτος. Ο πιο μακρινός, έριχνε τελευταίος.
Καθορίζαμε ως «ΜΠΑΖ» το ακραίο δεξιά ή αριστερά κέρμα. Αυτό σήμαινε ότι όποιος το χτυπούσε με τη μπίλια του έπαιρνε όλα τα κέρματα. Αν χτυπούσε το διπλανό, το «καράμπαζο», έπαιρνε τα υπόλοιπα εκτός από το ΜΠΑΖ. Αν χτυπούσε κάποιο από τα υπόλοιπα, έπαιρνε μόνο το κέρμα που έριχνε. Αν οι μπίλιες περνούσαν από την άλλη πλευρά χωρίς να χτυπήσουν κέρματα, τις ρίχναμε πάλι ώστε να γκρεμιστούν όλα τα κέρματα.
¨Όλα αυτά ήρθαν στη σκέψη μου, μαζί με παιδικές φωνές από το παρελθόν. Του «Μπουζούκα», του «Μαφίνη», του «Παπόντιου», του «Ξουλάφα», του «Ντερνίκα» και άλλων παιδιών.
Κοίταζα τα τρύπια νομίσματα και αναλογίστηκα πόσο λίγο μέναμε τότε μέσα στο σπίτι μας και πόσο απολαμβάναμε τα παιχνίδια μας, γιατί τότε τα παιχνίδια μας ήταν απλά και αυτοσχέδια. Σαν φυσική συνέπεια ήρθε η σύγκριση με τα παιδιά της σημερινής εποχής, που δεν βγαίνουν από το σπίτι και έχουν ένα κάρο ηλεκτρονικά παιχνίδια!!! Και πάλι ευχαριστημένα δεν είναι!!!
Δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα τότε ή τώρα. Οι εποχές και τα δεδομένα σίγουρα έχουν αλλάξει. Ίσως εγώ να έχω μείνει πολύ πίσω. Στο παρελθόν. Ποιος ξέρει!!!
Κοίταζα πολλή ώρα αυτά τα τρύπια νομίσματα και σκέφτηκα να τα πετάξω, να τα ξεφορτωθώ. Η αξία τους άλλωστε ήταν ασήμαντη και για τα παιδιά μου άλλωστε δεν θα σημαίνουν τίποτα.
Τελικά όμως αποφάσισα να τα κρατήσω. Έκλεισα το κουτί και το έβαλα πάλι στη θέση του.
Κάποια πράγματα τα κρατάς χωρίς να λάβεις καθόλου υπ όψη σου την υλική τους αξία. Τα κρατάς μόνο και μόνο γιατί σημαίνουν πολλά για σένα μόνο!!! Γιατί η συναισθηματική τους αξία είναι ανεκτίμητη!!!