Όπως μιλιούνται & ερμηνεύονται στα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας
του Νίκου Σωτηρόπουλου
Αγκωνή: Η γωνιά του τζακιού, η θαλπωρή. «Στην αγκωνή μ' θεραπεύομαι».
Αζάπι - άζαπος: Αυτός που δεν κρατιέται, που κάνει ζημιές.
Αλάνταβος: Ο βιαστικός, ο απρόσεχτος. «Αυτός είναι αλάνταβος στη δουλειά».
Αλαφιάζω: Ανησυχώ, υποψιάζομαι. «Καθώς περπατούσε το ζώο αλαφιάστηκε».
Αλισβερίσι: Σχέση, συναλλαγή, δανεισμός. «Έχουμε πάρε δώσε».
Αμπώχνω: Σπρώχνω κάποιον με τη βία για να περάσω.
Αντέτι: Το έθιμο, η συνήθεια.
Απαγαδός: Ο ήρεμος, ο αγαθός, ο αθόρυβος, ο πράος άνθρωπος.
Απειρολόητα: Τα παραμελημένα, τα απεριποίητα.
Αποκοτιά: Η τόλμη, το θάρρος, η παλικαριά.
Αποκούμπι: Το στήριγμα, η απαντοχή. «Τον έχω για αποκούμπι των γηρατειών».
Αργάζω: Ό,τι γίνεται σιγά - σιγά. «Αργάζω στη στάχτη την ίσκα».
Αρνόκρα: Τα μαλλιά των αρνιών μετά το κούρεμα.
Αρποκολλιέμαι: Πιάνομαι από κάπου, κρεμιέμαι από κάποιο κλαδί.
Αστρέχα-στρεχιάζω: Το μέρος που μας προστατεύει από τη βροχή.
Αφάλια: Η μεγάλη ζημιά. «Μας βρήκαν πολλές αφάλιες φέτος».
Αχμάκης: Ο άβουλος, ο μη υπολογίσιμος.
Βάζουν τα κοπάδια: Ο ήχος των κουδουνιών του κοπαδιού.
Βάζουν τα μελίσσια: Η βουή και η κίνηση του μελισσιού όταν γονεύει.
Βάζουν τα ρέματα: Βουίζουν από τις κατεβασιές των νερών τα ρέματα.
Βαΐζω:Γέρνω από το φορτίο. «Βάισε η μεριά του ζώου».
Βαρυγκόμηση: Η δυσανασχέτηση, η όχι καλή συμπεριφορά, η απροθυμία.
Γιέβομαι: Βασανίζομαι, κουράζομαι. «Μέ 'γιεψε μέχρι να τα καταφέρω».
Γκ'σουμανάω: Ανασαίνω βαριά από την κούραση, υποφέρω.
Γκαβώνομαι: Χάνω το φως μου. «Αυτός γκαβώθηκε κι απ' τα δύο μάτια».
Γκαρδιώνω: Παίρνω θάρρος, αναθαρρώ. «Φίλος γκαρδιακός».
Γούϊα: Η άκρη του υφάσματος.
Γούρμος: Ο ώριμος, ο γινωμένος καρπός.
Γρούμπα: Η καμπούρα, ο καμπούρης, το εξόγκωμα στην πλάτη.
Δοκιέμαι: Αντιλαμβάνομαι. «Σε δοκήθηκα όταν ήρθες».
Είναι ξεκαπίστρωτος: Ο χωρίς καλές αρχές, ο ανήθικος.
Ζαρκιάς:Ο ανυπότακτος, ο θρασύς.
Ζάρκος: Ο γυμνός, ο χωρίς προστασία.
Ζιαρίφ'κο: Το καχεκτικό, το άρρωστο, το αχαμνό.
Ζιαφέτι: Το φαγητό και γλέντι για κάποιο ευχάριστο γεγονός.
Θαλαπώνω: Κρύβω, εξαφανίζω. «Πού το θαλάπωσες και δεν το βρίσκω;».
Θαμπούλια: Πρωί - πρωί, σκοτοδίνη.
Θαραπαύομαι: Μένω ευχαριστημένος. «Θαραπαύτηκα ύπνο χθες βράδυ».
Θάφ' κα απ' την ντροπή μ': Ντροπιάστηκα πάρα πολύ.
Θρασεύω: Φουντώνω, μεγαλώνω. «Θράσεψαν οι καλαμποκιές μετά το πότισμα».
Θράσιος: Ο χαμένος χωρίς αιτία. «Αυτός πήγε θράσιος».
Θραψερός: Ο ζωηρός και γεμάτος ζωμό βλαστός των φυτών.
Θρουμπιάζω: Πεθαίνω, ψοφώ. «Έπεσε θρούμπα ή τον θρούμπιασαν».
Καζάντι-καζαντεύω: Το κέρδος, η προκοπή.
Κακοσιότροπος: Ο κακοφτιαγμένος σωματικά, ο σβαρνιάς.
Καλοπίχερα: Εύκολα, χωρίς κόπο. «Δεν θα πάρει αυτό καλοπίχερα».
Καρποστάλι: Το πολύ όμορφο κορίτσι, αλλά και έγχρωμη φωτογραφία.
Καστραβέτσι: Το μικρό άγουρο πεπόνι ή αγγούρι.
Κεσάτια: Η ανασφάλεια, η αναδουλειά. «Έχουμε κεσάτια».
Κλούκι: Το παραβλάσταρο στους τρυφερούς βλαστούς, η τσίμπλα.
Κοδέλα: Στράτα με ανηφορικές και εναλλασσόμενες στροφές.
Κολιάντζα: Η αρρώστια, το μύξιασμα, το τσίμπλιασμα.
Κοντότα: Η συνέχεια, η χωρίς διακοπή εξυπηρέτηση. «Έχω το γιατρό κοντότα».
Κοπρισιά: Τόπος με χλόη από το πολύ κόπρισμα.
Κουνούστιο: Η σχέση, η παρέα, η συναλλαγή. «Δε θέλω κουνούστιο μαζί σου».
Κριτσιανίζω: Μασώ με τα δόντια κάτι.
Κωλόκρα: Τα μαλλιά τα κοντά από την κοιλιά και το πίσω μέρος των ζώων.
Κωλοσκούτης: Ο σβαρνιάρης, ο κακοντυμένος, ο κωλοπανιασμένος.
Λάγανο: Αρρώστια στοματική στα χοντρικά ζώα.
Λαγγεύω: Λαχταρώ, σκιρτάω. «Λάγγεψε η καρδιά μου».
Λαγγιόλι: Η δίπλα της μαλλίνας ή της φουστανέλας.
Λαγιάζω: Ησυχάζω, μαζεύομαι. «Λάγιασε από τον φόβο του».
Λακνιά: Πολλά μαζί. «Αυτός έκανε μια λακνιά παιδιά».
Λακριδί: Το χαζομίλημα, η πολυλογία.
Λαμνί: Ο μακρόστενος σωρός του άχυρου και του σταριού στ' αλώνι.
Λέσιο: Το πολύ αδύνατο. Το πτώμα. «Βρωμάει σαν το λέσιο».
Λισβός: Ο αδύνατος, ο μικροκαμωμένος.
Λόθρα: Η καταστροφή. «Δεν έμεινε λόθρα (τίποτε)».
Λούζα: Εσοχή βράχου, σπηλιά, φωλιά άγριου ζώου.
Λωβιάζω: Μαγαρίζω.
Μ' έκοψε κρύος ιδρώτας: Φοβήθηκα από κάτι, ταράχτηκα.
Μάγγανα: Οι καυγάδες. «Φύγε από 'δω δε θέλω μάγγανα».
Μανατιάζω: Είμαι απασχολημένος με κάτι. «Είμαι μανατιασμένος».
Μαξούλι: Η παραγωγή, η καλή χρονιά για τα ζώα.
Μελέτι: Το σόι, η ράτσα. «Ξέρεις από τι μελέτι κρατάει η σκούφια του».
Μολαΐμικο: Το ήρεμο, το ήσυχο. «Μη φοβάσαι πέρνα, είναι μολαΐμικο ζώο».
Μολεύω: Μολύνω, μεταδίδω κάποια αρρώστια.
Μονοκοπανιά: Μια και καλή. «Τον πήραν τα βάσανα μονοκοπανιά».
Μου πρόχει: Με βολεύει, με εξυπηρετεί.
Μουλτλάκ: Οπωσδήποτε, εξάπαντος.
Μουραπάδες: Τα παραμύθια, οι ανέκδοτες ιστορίες.
Μουσκ'φός: Ο ύπουλος, ο πονηρός, ο εχθρικός άνθρωπος.
Μουχός: «Έγινε μπουχός, έγινε άφαντος».
Μπερτάχι: Το δάρσιμο με τη γκλίτσα. «Τού 'δωσα ένα καλό μπερτάχι».
Μπιζιρίζω: Χαζεύω, υποαπασχολούμαι, δουλεύω με άνεση.
Μπινάρκα: Τα δίδυμα παιδιά ή ζώα.
Μπουχαρής: Η καμινάδα του τζακιού.
Μπουχτίζω: Βαριέμαι, αποκάνω. «Μπούχτισα, δεν αντέχω άλλο».
Μπόχα: Η ανυπόφορη βρωμιά, η δυσοσμία. «Με πήρε η μπόχα».
Μπροστούρα: Η διογκωμένη και προεξέχουσα κοιλιά.
Μπροχαλίζω: Καταβρέχω με νερό, που κρατώ στο στόμα (αμπούκα).
Νταβαντούρια: Φασαρία, δυνατός θόρυβος. «Απόψε είχαμε νταβαντούρια».
Νταμαχιάρης: Ο αχόρταγος, ο ανικανοποίητος. «Αυτός είναι νταμαχιάρης σ' όλα».
Νταραβέρι: Συναλλαγή, αλληλοβοήθεια. «Μ' αυτούς έχουμε νταραβέρι».
Ντερώνομαι: Τεντώνομαι για να ξεμουδιάσω. «Αυτός ντερώθηκε».
Ντζιανός: Ο σβέρκος. «Θα σου στρίψω το ντζιανό».
Ντιριέμαι: Επιφυλάσσομαι, ντρέπομαι. «Μη ντιριέσαι, φάε, λένε στον ξένο».
Ντουχνιάζω: Σηκώνω σκόνη, καπνό. «Ντούχνιασε ο τόπος από την αντάρα».
Ξεθαλιάς: Ο ψηλός, ο εύσωμος. «Πήρε άντρα ξεθαλιά».
Ξέθρα: Ο τόπος χωρίς θάμνους, το ξέφωτο, η φαλάκρα.
Ξενάρτσωτα: Τα χωρίς πληρωμή ή επιβάρυνση είδη.
Ξερνομή: Η ξερή τροφή των ζώων. Τα ξερόχορτα.
Ξεσβελιάζομαι: Καταστρέφομαι, χάνομαι. «Αυτή η οικογένεια ξεσβελιάστηκε».
Ξεσυνερίζομαι: Συναγωνίζομαι, παίρνω στα σοβαρά κάτι, παραβγαίνω.
Ξικεύω: Αφαιρώ, λιγοστεύω. «Με ξίκεψε ο μυλωνάς στο ζύγι».
Ξόμπλιο: Κεντίδι, στόλισμα.
Ξυλάστρα: Το ακόπριστο, το αγανό χωράφι.
Ολοσούμπιτος: «Ολόσωμος έπεσε μέσα σε κάτι, βούλιαξε ολόκληρος».
Παθής: Ο άρρωστος, αυτός που έπαθε κάτι. «Εγώ είμαι παθής».
Παλαμοδέρνω: Κακοποιώ, πληγώνω τις πατούσες των ξυπόλητων ποδιών.
Παλιομούσκι: Το μεγάλο μοσχάρι.
Πανωτίμι: Πάνω από την κανονική τιμή στην αλλαγή, η τράμπα.
Παραδέ: Προπαντός.
Παραπούλια: Παράρριζα, κωλοφούσια των φυτών.
Πέτακας: Απότομη πλαγιά, σάρα, γκρεμός.
Προσαμώνω: Σκεπάζω, παραχώνω, επικαλύπτω.
Προσμπούκι: Πρόχειρο φαγητό, κολατσιό.
Ραγολογάω: Διαλέγω τις κόκκινες ρόγες του σταφυλιού στ' αμπέλι.
Ρακαριό: Το μέρος που βγάζουν τα τσίπουρα με τα ρακοκάζανα.
Ρεγάλο: Το δώρο, η αμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση.
Ρεκάζω-ρέκος: Φωνάζω δυνατά και άγρια. «Τον έκοψε ο ρέκος ή ρέκαξε από τον πόνο».
Ρεμπεσκές: Ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο ανίκανος.
Ρεντές: Δοχείο με νερό και ειδικό στραγγιστήρι το μπουτσινάρι.
Ριβώνω: Λοξεύω, αλλάζω στράτα.
Ριέμι: Υποχείριο, υποδουλωμένο. «Κατάντησε ριέμι στον καθένα».
Ρίπιο: Το ετοιμόρροπο, το κατεστραμμένο, το επικίνδυνο μέρος.
Ρογγατσίδι: Ο μικρός και άφυλλος θάμνος (ζγαντζοπούρνι).
Ρόννι-ροννιά: Ο αδιαπέραστος με θάμνους τόπος, ο δασωμένος.
Σάψαλο: Το γερασμένο, το παρηκμασμένο. «Αυτός σαψάλιασε».
Σε προσήφερα: Σε κοίταξα και σε αναγνώρισα από το σόι.
Σελετάω: Κινούμαι με επιφύλαξη, περπατάω αργά και κουρασμένα.
Σιάτρα: Το εύθυμο ανέκδοτο, το ευχάριστο κουτσομπολιό.
Σμέτι: Το τελευταίο στο κοπάδι, το αδύνατο, το αχαμνό, το μικρόσωμο.
Σοϊλής-Ναμαρλής: Αυτός που κατάγεται από καλό σόι.
Σουρτούκης: Ο άτσαλος, ο άκομψος, ο κακοφτιαγμένος.
Σπουλάκι: Υποχρέωση. «Στό 'χω για σπουλάκι αυτό».
Σταλικοποδιάζω: Στέκομαι όρθιος, περιμένω με αγωνία κάτι.
Στανιό: Η δυσκολία. «Με το στανιό πέρασα τη μέρα».
Στραπάλαμα: Ο παραλυμένος, ο παραμορφωμένος, το σαράβαλο.
Στρουμπαριάζω: Φουσκώνω από το πολύ φαγητό και δεν χωνεύω εύκολα.
Στροφάζω: Κοιλοπονώ. «Στροφάζει το ζώο και κυλιέται κάτω».
Συνταρχάω: Παρακινώ, φροντίζω. «Συνταρχάω τη φωτιά με το ξυθάλι».
Συφερεύω: Νοικοκυρεύω, τακτοποιώ ιδίως την κουζίνα. (σύφερο: το σκεύος).
Σφούρλα: Στροφή γύρω από τον εαυτό, γυροβολιά.
Τενιάζω: Κουράζομαι, αποκάνω. «Τένιασα, δεν αντέχω άλλο, θα πέσω κάτω».
Τενταρίκι: Ξαπλωμένος κάτω, εξαθλιωμένος από την κούραση.
Το έκοψα λάσπη: Από φόβο άλλαξα δρόμο, έφυγα...
Το καλούν οι μέρες: Η επισημότητα των γιορτών
Τον έκοψε η νίλα: Υπέφερε πάρα πολύ, βασανίστηκε.
Τορός: Τα ίχνη, πατήματα. «Το ζαγάρι έπιασε τορό».
Τραβ'γμοί: Οι πόνοι του τοκετού, οι συσπάσεις κατά τη γέννα.
Τραναρίζω: Κουνάω πέρα δώθε κάτι.
Τρεμοκουρίζω: Κρυώνω πολύ. «Τρεμοκουρίζει σαν το ζαγάρι από το κρύο».
Τριτσοβολάω: Οι ήχοι της φωτιάς. «Τριτσοβολάνε τα κούτσουρα στο τζάκι».
Τριψιάνα: Το τριμμένο ψωμί μέσα στο γάλα, ή άλλο ζουμερό φαγητό.
Τσαλαφούτι: Το φρέσκο γαλοτύρι στην καρδάρα.
Τσαλμάκι: Επιδέξια κίνηση στο χορό, ιδιοτροπία, κόλπο και τρόπος αποφυγής.
Τσεμπεσείρια: Τα διάφορα κουζινικά σκεύη.
Τσιαμπάς: Ο σβέρκος. «Τον έπιασα από τον τσιαμπά».
Τσιάχαλα: Τα μικρά αντικείμενα ή σκουπίδια.
Τσικροστύλιαρο: Το στύλιωμα του τσεκουριού.
Τσιλικώνω: Ενισχύω, δυναμώνω κάτι. «Τσιλικώνει ο σιδεράς τα σίδερα στ' αμόνι».
Τσιουπορίσιο: Το μικρόσωμο, αυτό που αντέχει στις κακοτοπιές.
Τσιρλοκοπιό: Η διάρροια, ο τόπος αποπατήματος.
Τσιρουτεύω: Ζημιώνω, αδυνατίζω, αρρωσταίνω.
Τσουρνάρα: Το σιγανό τρέξιμο του νερού της βρύσης.
Τσούχνω: Πίνω κάποιο ποτό ή βάζω φωτιά κάπου. «Αυτός τα έτσουξε».
Φαγάρι: Το φαγητό της μέρας. «Θέλω ένα ή δύο φαγάρια την ημέρα».
Φαλκίδι: Το κλαδευτήρι (φαλκιδεύω, κόβω κάτι).
Φαουλάτο: Το φαγώσιμο, το γλυκό, το ευχάριστο στη γεύση.
Φελί: Μικρό κομμάτι. «Πάρε ένα φελί πίτα».
Φέξο: Το καντήλι, το λυχνάρι, το δαυλί.
Φερσάδα: Μικρό πέρασμα, σχισμή.
Φλέγγα: Η μικρή φέτα ξύλου από το πελέκημα του ξύλου ή τυριού.
Χαβάς: Ο ευνοϊκός ή μη καιρός. Ο κατάλληλος καιρός για σπορά.
Χαβώνομαι: Αιφνιδιάζομαι, πιάνεται η γλώσσα. «Τον χάβωσε λύκος».
Χαζιρεύω: Τελειώνω, βρίσκομαι στο τέλος κάποιας εργασίας.
Χαζοπρεμέτης: Ο κουτός, ο χαζός. «Παντρεύτηκε ένα χαζοπρεμέτη αυτή».
Χαλεύω: Ζητιανεύω, ζητώ. «Μου χάλεψε δανεικά», «Τι χαλεύεις εδώ;».
Χανταβάρα: Η καταστροφή, ο κατήφορος, η φασαρία.
Χαραμοφάης: Ο τεμπέλης, ο ανάξιος, ο ανεπρόκοπος.
Χαράρι: Μεγάλο σακί από χεράμι για το κουβάλημα του άχυρου.
Χαρέλια: Οι μικροχαρές των παιδιών, αλλά και οι φοβέρες (τα χαρέλιας).
Χλίβομαι - χλιμάρα: Αγωνίζομαι, προσπαθώ να επιτύχω κάτι με πολλούς κόπους.
Χολογιέμαι: Βογγώ, υποφέρω (βογγητό).
Χολοπαθιέμαι: Βασανίζομαι, υποφέρω. «Χολοπαθιόταν ο δόλιος».
Χολοσκάω: Στενοχωριέμαι πολύ. «Με χολόσκασε μέχρι να το φτιάξω».
Χούγια: Οι άσχημες συνήθειες, οι ιδιοτροπίες.
Χουγιατά: Οι φωνές του τσοπάνη, για την απομάκρυνση των λύκων. Το χουχούτεμα.
Χωρατό: Το αστείο, το πείραγμα, η ευχάριστη συζήτηση.
Ψωμοχλίψη: Ο δύσκολος αγώνας για την εξασφάλιση του ψωμιού της φαμελιάς.
Πηγη..// http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.com/2011/11/blog-post_07.html#more