Αφήγηση Ιωάννης Η. Καραγιάννης
Είχα μια σκύλα που είχε ειδικότητα στα σκατζοχέρια. Την λέγαμε Tσιτσιολίνα γιατί κουνιόταν πολύ. Όταν έβρισκε τον σκαντζόχοιρο τον γκλαφούναγε και δεν τον άφηνε να βγει απ τη φωλιά του. Πήγαινε λοιπόν η γυναίκα μου η Ρωξάνη, με ένα κουβά πλαστικό ,τον έπιανε και τον πέταγε στη καρότσα του αγροτικού αυτοκινήτου για να μην μπορεί να φύγει.Ένα βράδυ έβγαλε 6 εκεί πίσω από το σπίτι μου. Δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε η μαγκούφα…
Την άλλη μέρα ήρθαν κάτι γύφτοι στη Φτέρη και πούλαγαν πεπόνια.
- Άμα σου δώσω 6 σκατζοχέρια, πόσα πεπόνια θα μου δώσεις? λέει η Ρωξάνη.
Γυάλισε το μάτι του γύφτου μόλις άκουσε για σκατζοχέρια.
- Θα σου δώσω πολλά λέει ο γύφτος…
- Πόσα? του λέει η Ρωξάνη.
- Θα σου δώσω δέκα πεπόνια.
- Μπα είναι λίγα!!! Θα μου δώσεις δώδεκα !!!
- Εντάξει λέει θα σου δώσω δώδεκα…
Έρχεται πέρα στο σπίτι ο γύφτος, παίρνει τα σκατζοχέρια όλος χαρά, και σηκώνετε και φεύγει, ούτε να πουλήσει πεπόνια ούτε τίποτα…!!!
Έρχεται η γυναίκα, μου λέει τι έγινε ,κοίτα μου λέει μην πεις τίποτα για την Τσιτσιολίνα ότι βγάζει σκατζοχέρια και μας την κλέψουν.
Έτσι που λες με τη Τσιτσιολίνα κάθε βράδυ έπρεπε να βγάλει σκατζοχέρια.
Ήταν πολύ μαλλιαρό σκυλί. Την έπαιρνα μαζί μου στα χωράφια. Εγώ δούλευα, αυτή έψαχνε παντού και έσκαβε για να βρει τη λεία της. Έτσι όμως λερωνόταν πολύ. Όταν ήταν να φύγουμε την κοίταζα και της έλεγα…
- Τσιτσιολίνα φεύγουμε…!!!
Με κοίταζε στα μάτια, έφευγε και πήγαινε σε ένα ποτάμι λίγο πιο κάτω τη Βαρσάμω, πλενόταν και ερχόταν καθαρή, να σου πω σαν άνθρωπος έκανε. Εγώ σε σπίτι κυνηγών γεννήθηκα μέσα στα σκυλιά .Τέτοιο σκυλί δεν είχα ξαναδεί.
Τότε λοιπόν που κόβαμε τα τριφύλλια με τις κοσιές, είχαμε συνεννοηθεί όσοι βρίσκαμε σκατζοχέρια τα φέρναμε 6-7 κομμάτια και τα ψήναμε εδώ στου ΧαραλαμποΚωστούλα. Μιλάμε για 1963-4 περίπου. Μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά. Έμενα δεν μου πήγαινε να φάω σκαντζόχοιρο. Το είχα για κάπως …. Άκουγα τον έναν, τον άλλο, αλλά δεν είχα δοκιμάσει, παρόλο που μοσχοβόλαγε ο τόπος από το ψήσιμο τους. Ηταν το λίπος τους, από ότι λέγανε, που έβγαζε αυτή τη ωραία μυρουδιά .
Είχα μια σκύλα τότε, την είχε φέρει από το Μπέλφαστ ένας Καρφής που είχε πάει και όπου πήγαινα με ακλουθούσε. Πάω λοιπόν και εγώ στου ΧαραλαμποΚωστούλα. Μόλις είχαν βγάλει τα σκατζοχέρια απο την ψησταριά και τρώγανε. Ήταν κάμποσοι και μεταξύ αυτών ο Πλιάτσικας ο Γιώργος, της Λένης ο άντρας.
-Ελα ρε μ@@@@κα να φας!!! μου λέει.
Δελεάστικα να πω την αλήθεια!!! Όπως όμως κράταγε ένα κόκαλο απ’το σκαντζόχοιρο, το πετάει στη σκύλα. Το μυρίζει το σκυλί και κόβει πέρα…!!!
- Ρε του λέω, εδώ δεν το τρώει το σκυλί, θα το φάω εγώ?
Και δεν έφαγα που λες, και ούτε δοκίμασα ποτέ στη ζωή μου να δω, έτσι τι γεύση έχει.
Ο Βασ.Δ.Σταμοκώστας συμπληρώνει το σχετικό άρθρο με τις δικές του αναμνήσεις απο τα σκατζοχέρια:
Εγώ ανήκω σ' αυτούς που φάγανε σκαντζοχέρια, ιδιαίτερα στη 10ετία του 1950, που η πείνα έβγαζε μάτια, κι ας ήτανε το προσφιλές φαγητό των γύφτων.
Ο παππούς μου ήταν ο πιο παλιός χασάπης και κατά τη σφαγή,για να βγάλει το κεφάλι έξω ή τα πόδια τού 'ριχνε ένα κύπελο νερό πάνω απ' τ' αγκάθια τού κουλουριασμένου, για άμυνα δέρματός του, και τον τέντονε και τον έσφαζε. Εκεί κατά το σφάξιμο ξεχώριζε ποιος ήταν ο χοιρινός και ποιος ο σκυλίσιος, δηλαδή ο πιο φαγώσιμος-νόστιμος (που ήταν ο χοιρινός), από το σκούξιμο που έκανε. Ένα καλοκαίρι που στουμπάγαμε τριφυλλοσπόρια στον κάμπο και παίρναμε εργάτες για το στούμπισμα από τα απέναντι χωριά Βίτωλη-Πύργο, τους οποίους ανταμοίβαμε με 8 δεμάτια κοτσάνια,η γιαγιά μου για να τους ταϊσουμε κρέας επινόησε να σφάξουμε 5 σκαντζοχέρια που είχε φέρει ο πατέρας τις προηγούμενες μέρες και τα οποία κρατούσαμε σκεπασμένα κάτω απ' το μεγάλο καζάνι. Τα έσφαξε λοιπόν ο παππούς και η γιαγιά τα έβαλλε στη γάστρα με πατάτες. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, μαζευτήκαμε όλοι κάτω απ' τον πλάτανο για σκιά και η μάνα άνοιξε το πρωτότυπο φαγητό. Μόλις οι εργάτες το είδαν έκοψαν πέρα... Δεν χρειάζεται είπαν... άντε να στουμπίσουμε τον τριφυλλόσπορο κι όπως περάσουμε σήμερα, θα πιούμε νεράκι..
Χαρά εγώ που θα έτρωγα όσο φαΐ ήθελα! Το υπόλοιπό το φέραμε το βράδυ στο σπίτι και το γευθήκαμε εγώ με τον παππού και τον πατέρα. Οι άλλοι δεν φάγανε, επηρεασμένοι και από την αποχή των εργατών.
Β. Στις αρχές της 10ετίας του 1950 τον Ιούλιο μήνα ερχόταν η αλωνιστική μηχανή του Πλαστήρα από Λαμία και αλώνιζε τα σιταροδεμάτια που είχαμε θημωνιές στα <<Λακώματα>>. Εκεί τους θερινούς μήνες πηγαίναμε στο ιδιόκτητο χωράφι και τις κότες μας που έβρισκαν άφθονη και δωρεάν τροφή από τις απώλειες της μηχανής της μηχανής. Στο σημείο παραμονές του Αι-Λιά, που γινόταν παζάρι στο Καρπενήσι στάθμευαν τα καραβάνια των γύφτων. Το φύλαγμα για τις κότες το είχε αναλάβει μια πανέξυπνη σκύλα, η Σπίθα., η οποία τη νύχτα όλα γκλαφούναγε (γαύγισμα χαρακτηριστικό εύρεσης του θηράματος), η οποία οδηγούσε τους γύφτους στο σημείο και οι οποίοι με τη σειρά τους έπιαναν τα σκαντζοχέρια, που έψηναν και μοσχοβόλαγε ο τόπος απ' το ξύγκι τους. Μου πρότειναν λοιπόν παρόμοια να την αγοράσουν με αμοιβή δυο γαλίκες (μεγάλες κοφίνες) και 6 καλάθια συν 100 δραχμές.
Εγώ, λόγω της αγάπης που είχα για τη Σπίθα, αλλά και για τη σοβαρότητα της αποστολής της, για να τους διώξω, τους είπα ότι δεν την πουλάω και ότι αν μου την κλέψουν θα πάω στην Αστυνομία και έτσι ματαιώθηκε η αγοροπωλησία με τους γύφτους.