xorio

                                                 Αφήγηση Γιώργου Ι.Κωστούλα

Αγαπημένες συγχωριανές / αγαπημένοι συγχωριανοί,  18 μικροκείμενα αυτή η ανάρτησή μου. Μια πλεξούδα μαρτυριών και περιστατικών που, εν είδει μνημοσύνου, ανακαλούν στη μνήμη μας αγαπημένα πρόσωπα: Τον κάτισχνο συμμαθητή που βρέθηκε στη φαρμακερή δίνη χαχανητών. Τη γιαγιά που περίμενε να κάνει σεφτέ στον παζάρι- ταμένο δώρο στην εγγόνα. Τον αλκοολικό συχωριανό, που, μέσα την αναξιοπάθειά του, έπινε αξεδίψαστα, αναζητώντας κάποιον καλό λόγο. Το άνηβο μειράκιο, που με νωπό τον αχό του εμφυλίου ζαχάρωνε ένα πιστόλι. Τη μάνα που έτρεμαν τα πόδια της στο φευγιό του γιου για τη μεγάλη πόλη. Το γλωσσικό διαμαντάκι της συγχωριανής που παρομοίωσε τη φλεβίτιδά της με καναβίδια. Κα άλλα, και άλλα…


Ευτυχώς, δεν έλειψαν και φέτος -το αντίθετο -οι επ’ ευκαιρία του Πάσχα, επιχώριες εαρινές συνάξεις παρεπιδημούντων  στα πάτρια. Νοσταλγικές ως επί το πλείστον αυτές οι συνάξεις ανακαλούν, κάθε φορά, εν είδει μνημοσύνων, αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία μέσα από λόγια ή περιστατικά, πρωταγωνιστούν φωτίζοντας ξεχασμένες πτυχές του κοινωνικού μας βίου, που μόνο ως γραφικές δεν πρέπει να περάσουν στους επιγόνους μας. Τελευταία συγκομιδή, υπό μορφήν δραματοποιημένων συντομευμένων ανακλήσεων, από τον γράφοντα:

 - Τι να απέγινε άραγε ο καχεκτικός συμμαθητάκος μας, από τα ορεινά χωριά της επαρχίας μας, που, όταν με τη σειρά του χρειάστηκε να δώσει κι εκείνος ένα παράδειγμα πρωτόκλητου θηλυκού στην αιτιατική πληθυντικού, βροντοφώναξε, εν μέσω των χαχανητών της πολυπληθούς πρώτης τάξης του οκταταξίου γυμνασίου της εποχής, με καταφανή ικανοποίηση - λύτρωση, την απάντησή του: "τας πατάκας".

- Να αναφερόταν άραγε μόνο σε θέματα οικιακής οικονομίας ή να είχε και άλλα στο μυαλό της, η ζωηρή συγχωριανή όταν, απορρίπτοντας κάθε σκέψη αναβολής, κατέληξε στη συμφωνία με τον χασάπη της περιοχής για την πώληση του κατοικίδιου της οικογένειας, δικαιολογώντας την απόφασή της: "δεν τρελάθηκα να κρατάω και να ταΐζω ακόμα ένα αρσενικό πράμα"...

- Δεμένη με έναν ταλαιπωρημένο σπάγκο και το όνομα μας γραμμένο σε μια ταμπελίτσα, απ’ το αυτί κάποιας τσιγαρόκουτας της εποχής, κατέφτανε κάθε βδομάδα στην αποθήκη του ΚΤΕΛ, η κούτα-καλαθάκι της μητέρας, με το λεωφορείο της γραμμής. Όλα μέσα ήταν τακτοποιημένα με προσοχή και επιμέλεια ώστε να φτάσουν στον προορισμό τους φρέσκα και ατσαλάκωτα. Φρέσκο -πρωί πρωί μαγειρεμένο- κάποιο φαγάκι, βασικές μορφές ξηράς τροφής και μοσχοβολημένες οι αλλαξιές της εβδομάδας. Και το χαρτζιλίκι, βεβαίως, σε κέρματα τυλιγμένα σε λειψό εφημεριδόχαρτο. Απαραίτητη πάντα και η περιγραφή-απογραφή, με μελανόμολύβι, του περιεχομένου της κούτας, προφανώς για τον έλεγχο -αποφυγή κάποιας βέβηλης λαθροχειρίας από αδίστακτους, -πεινασμένους επίσης- σωφεραίους. Και στο τέλος του σημειώματος η στερεοτύπως επαναλαμβανόμενη κατάληξη: "Σε χαιρετούμε. οι γονείς σου". 

(Αναπόφευκτη αναφορά-υπενθύμιση: Όταν ο Παπαδιαμάντης: πήγαινε να τελειώσει το γυμνάσιο στη Χαλκίδα, οι δικοί του του έστελναν ένα καλαθάκι από τη Σκιάθο με  ξεραμένα χταπόδια και ξηρούς καρπούς κι ο πατέρας του έχωνε μέσα στο καλαθάκι ένα φακελάκι με λίγα χρήματα, με την υποσημείωση "μετ’εξοικονομήσεως". Αχ! αυτό το "μετ’ εξοικονομήσεως"!...

- Από μια αφήγηση γύρω από τις βιαιότητες του εμφυλίου, έναν βιασμό συγκεκριμένα, σημειώνει κανείς τον αφηγηματικό ηθικό κώδικα της διήγησης του αποκρουστικού περιστατικού, από σύγχρονη των γεγονότων, συνομιλήτρια. Ενώ περιγράφει αναλυτικά και εξαντλητικά όλα τα προηγηθέντα του βιασμού: ανθρώπους, χώρους, ακριβή ημερομηνία, ακόμα και τις καιρικές συνθήκες, ή την ώρα της ημέρας -η παθούσα πήγε ανήμερα των Φώτων να "αγιάσει" με το αγίασμα της ημέρας ένα απομακρυσμένο χωράφι στον κάμπο του χωριού!-, όταν έρθει η ώρα να μιλήσει για την ίδια την απάνθρωπη πράξη, αυτοπεριορίζεται σε έξι λέξεις-επτά με τα αποσιωπητικά: "Εκεί, της σήκωσαν το φουστάνι και…". Θυμίζοντας στην ομήγυρη, όλως ιδιαιτέρως, τη διαρκή παράπλευρη απώλεια του θύματος, (με δικά μου λόγια): Πέρα από το καθαυτό ψυχικό τραύμα, χειρότερο για την παθούσα ήταν ότι το "πάθημά" της, θα την ανάγκαζε -αυτή, μια πομπεμένη- να ντρέπεται, λες και υπόλογη, για όλη την υπόλοιπη ζωή της.

- Πιο εντυπωσιακό κι απ’ αυτή καθαυτή την "αλάθητη αίσθηση" της γιαγιάς να καταλαβαίνει, όπως έλεγε, τη μέρα της ομαδικής αναχώρησης των χελιδονιών, στο τέλος του καλοκαιριού, -από τον τρόπο, λέει, που της έλεγαν "ευχαριστώ" για τη φιλοξενία, -ήταν το γεγονός ότι κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να της το αμφισβητήσει.

- Πρόσφατη, αυτή, αναφορά-σχόλιο γηραιάς συγχωριανής, για την εγκατάλειψη- ερήμωση του χωριού και το φευγιό των νέων. Αντί των γνωστών δημογραφικών και στατιστικών στερεοτύπων των υπολοίπων της ομήγυρης, η άκρως απεγνωσμένη δήλωσή της: "Τι κακό μας βρήκε ωρέ παιδιά. Να μη βρίσκω, σα χρειαστώ, έναν νέο άνθρωπο να μου βελονιάσει το βελόνι μου;"

Δεν είναι πολλές δεκαετίες πριν, που οι Ρουμελιώτες αγρότες, αποσυρόμενοι κατάκοποι, ανήγγειλαν μεταξύ τους την ώρα του φαγητού και την μετέπειτα όποια ξεκούραση, με τα εξής λόγια: "Άντε, τώρα, να φαρμακώσουμε και να ξεραθούμε". Όπου, οι δυο πλέον αρχετυπικές στιγμές του ανθρώπου, το φαγάκι του Θεού, δηλαδή, και η ζωογόνος κατάκλιση, εξωθούνται, με τη χρήση των δυο αποκρουστικών ρημάτων, στο περιθώριο μιας κολασμένης ζωής.

- Τι να συμμερισθεί κανένας περισσότερο: την απόγνωση της γιαγιάς, στο παζαράκι της επαρχιακής κωμόπολης στη δεκαετία του ‘50, από την παρατεταμένη αργοπορία της πρώτης πώλησης, το αντίτιμο της οποίας είχε τάξει στην εγγονούλα της, μαθήτρια του γυμνασίου, που μ’ αυτό θα αγόραζε το πρώτο της καθρεφτάκι, ή την κυλιόμενη απογοήτευση της τελευταίας, που σε κάθε διάλειμμα πέρναγε με αγωνία από το στρωσίδι-πάγκο της γιαγιάς, για να εισπράξει κάθε φορά τη φαρμακωμένη απόκριση-απολογία της: "δεν πούλ’σα τίποτα ακόμα π’λάκι’μ..."

 - Να αναλογίστηκε άραγε ποτέ η "αρχόντισσα" της ευρύτερης περιοχής μας, τι τείχη ήταν εκείνα που σήκωσε ανάμεσα σ’ εκείνη και τη νεαρή νύφη της, όταν διαφωνώντας με την επιλογή του γιου της, περιέγραφε την επιλογή του, με τούτα τα λόγια ανείπωτης προσβολής; "τέτοιες εμείς στο σόι μας τις παίρναμε για υπηρέτριες..."

- Και η επαναλαμβανόμενη κάθε Ψυχοσάββατο καλή μου πράξη, για χάρη της αναλφάβητης γηραιάς γειτόνισσας, που νεαρό μαθητάκο, με κάθιζε στην καμαρούλα της και αφού με εφοδίαζε με εκείνα τα άψογα ψαλιδισμένα λευκά χαρτάκια της, άρχιζε να μου υπαγορεύει με κάθε σοβαρότητα, εν είδει ιεροτελεστίας: "Υπέρ ψυχών. Γράφε παιδί μου. Βάλε το σταυρό στη μέση και γράφε: Παναγιώτης, Δεσπούλα, Αθανάσιος, Φρόσω, Παντελής, Αρετή, Αλεξάνδρα…"

- Τώρα, βεβαίως, το θυμάμαι με νοσταλγική κατανόηση, αλλά μόνον εγώ ξέρω πόσο, δωδεκάχρονον, μου είχαν στοιχίσει οι, παρουσία τρίτων, έντονα απαξιωτικες αναφορές του πατέρα περί αναξιοσύνης μου, κ.λπ-κ.λπ, όταν στην ταμπελίτσα, που θα συνόδευε το δέμα – πεσκέσι που είχε ετοιμάσει για τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος της περιοχής, έγραψα, υποβαθμίζοντας τη σημαντικότητα τού παραλήπτη: Υποδιοικητήν Διοικήσεως Χωροφυλακής, αντί του ορθού Διοικητήν Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής!

- Να το είχε άραγε ξανακούσει, ή της βγήκε αυθόρμητα, αυτό που είπε η μητέρα περασμένων δεκαετιών, στο άκουσμα της απόφασης του γιου της ότι σχεδίαζε να φύγει για την Αθήνα, ως εσωτερικός μετανάστης του καιρού του; "Πού θα πας γιόκα μου; Καλά θα φορτώσεις από ’δω, σκέφτηκες πού θα ξεφορτώσεις";

- Άραγε να μην υποψιάστηκε ποτέ η γλυκύτατη και ηλικιωμένη πια γεροντοκόρη την ιλαρότητα που προκαλούσαν στη γειτονιά τα σε κοινή θέα απορροφητικά πανιά-σερβιέτες της εποχής-, που με κραυγαλέα επιδεικτικό τρόπο απλωμένα στο σχοινάκι της μπουγάδας της, προσπαθούσαν να διαλαλήσουν, ανελλιπώς, τον εξαιρετικά παρατεταμένο έμμηνο κύκλο της σεβαστής πλέον δέσποινας;

- Σε τι πράγμα, αλήθεια, εννοούσε ότι ήταν καλός ο ηλικιωμένος, αναξιοπαθής πια αλκοολικός συγχωριανός, όταν κάθε φορά που η γυναίκα του τον περιμάζευε από τα ταβερνεία με φωνές, βρισιές και χίλιους δυο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, εκείνος, με μια απρόσμενη δύναμη, κατάφερνε να στυλωθεί στα πόδια του, μόνο και μόνο για να της απευθύνει, κάθε φορά, την άκρως μετέωρη, αυτοδιαπιστωτική του παρατήρηση: "είμαι και καλός, όμως, ρε Φιλίτσα."

- Τι λαχτάρα και κείνη, κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο και μεταγενέστερα, για κατοχή οπλισμού, ακόμα και από μικρά παιδιά, όπως το συγχωριανό μειράκιο, που, στην άρνηση ενήλικα γείτονά του να του δώσει, έστω και για λίγο το πιστόλι, που ήταν γνωστό ότι κατείχε, συνέχισε, με απογοήτευση μεν, ελπιδοφόρα συγκατάβαση δε, να εκλιπαρεί: "δώσε μου, τότε, μόνο τη θήκη του". Θήκη που, περασμένη σε μια πανάθλια στρατιωτική ζώνη, θα περιέφερε, για όλο το υπόλοιπο της μέρας, επιδεικνύοντάς την ολόγυρα θριαμβευτικά. Όμως, μ’ ένα αγριεμένο βλέμμα να έχει εγκατασταθεί στο περήφανο και σηκωμένο ψηλά προσωπάκι του...

- Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στο παρακάτω γλωσσικό αποταμίευμα; Την ευθύβολη ακρίβεια, τη γλωσσοπλαστική ευχέρεια, ή την ανεπιτήδευτη εκφραστική αυτοπεποίθηση συνομιλήτριας, η οποία, σε σχετικό γυναικο-κουβεντολόι, περιγράφοντας τη, βαριάς μορφής, φλεβίτιδα των ποδιών της, εκστόμισε το παρακάτω εκφραστικό διαμάντι: "Τι να πω κι’ εγώ μωρέ γυναίκες που οι φλέβες μου έχουν γίνει σαν κανναβίδια;"

Και σε άλλα με υγεία!...