alonisma

                                                                                                           Αφήγηση Κων/νος Βασ.Τσίφτης

 

Την εποχή που υπήρχαν οι πατόζες, ο θερισμός γίνονταν μόνο με το χέρι. Με τα δρεπάνια!!!!
Τότε καλλιεργούνταν όλα τα χωράφια που είχαν οι κάτοικοι της Φτέρης παντού. Έσπερναν σιτάρια όχι μόνο στα χωράφια του κάμπου αλλά ακόμα και στην Ανω Φτέρη. Σήμερα όλα αυτά τα χωράφια, αν δεν έχουν ήδη γίνει δάσος, σίγουρα είναι εδώ και πολλά-πολλά χρόνια ακαλλιέργητα!!!!
Ο πατέρας μου έσπερνε σιτάρι περίπου τα 4-5 στρέμματα από το χωράφι μας στην άνω Φτέρη (σε πρόσφατο τοπογραφικό διαπίστωσα ότι είναι περίπου 10 στρέμματα. Ίσως το μεγαλύτερο κτήμα στην Ανω Φτέρη!!) Έσπερνε επίσης και ένα άλλο χωράφι που είχαμε πιο ψηλά από την Ανω Φτέρη στην περιοχή «Γερο-Δήμου»
Έρχονταν για 3-4 μέρες ο ξάδερφός του ο Τσιόγκας Βασίλης (96 ετών σήμερα) με τη φοράδα του και ένα μουλάρι, για να τα οργώσουν, να τα σπείρουν και να τα σβαρνήσουν!!!! Όλα με κόπο!! Όλα με το χέρι!!! Λίπασμα δεν υπήρχε τότε ούτε για δείγμα!!!
Θα ήμουν τότε 9-10 χρονών περίπου. Στο σπίτι είχαμε 2 γαϊδούρια και για να κουβαλήσουμε τα σιταροδέμματα, παίρναμε από τη γειτονιά άλλα 2 γαϊδούρια. Το ένα από τον Ηλία τον Καραγιάννη και το άλλο από τον Νίκο Κωστούλα (Τσίτσα).
Στη Φτέρη έρχονταν δύο πατόζες!! Του Τσιρώνη από την Παλιοβράχα που πήγαινε στον Ξεριά και του Νταρλαδήμα από τη Λευκάδα που πήγαινε στα Λακκώματα (Νότια της Μαυρόραχης). Αυτές ήταν στάσιμες και έπαιρναν κίνηση με ιμάντα από κάποιο τρακτέρ.
Για το θέρισμα ο πατέρας μου εκτός από τη μητέρα μου είχε 1-2 γυναίκες ακόμα με μεροκάματο. Αυτές θέριζαν και ο πατέρας μου έδενε τα δεμάτια. Μου φόρτωναν λοιπόν οι γονείς μου τα 4 γαϊδούρια με 8-10 δεμάτια το καθένα και τα έπαιρνα από το χωράφι να κατέβω στην Κοκκορή και να πάω στον Ξεριά που μαζεύαμε τις θημωνιές. Στον κατηφορικό δρόμο είχα συνεχώς το νού μου, να μη γυρίσει στο πλάι κανένα φόρτωμα. Έπρεπε να το εντοπίσω έγκαιρα για να βάλω από την άλλη πλευρά ανάμεσα στις τριχιές μια πέτρα για αντίβαρο, ώστε το φόρτωμα να ισορροπεί πάνω στο σαμάρι.
Όταν έφθανα στον Ξεριά, φώναζα το φύλακα του ήταν για να φυλάει τις θημωνιές (συνήθως ήταν ο παλιός αγροφύλακας Γιάννης Σταμοκώστας) να με βοηθήσει στο ξεφόρτωμα.
Μετά έπαιρνα τα ζώα, έμπαινα καβάλα στο πρώτο και ξανά γραμμή για την Ανω Φτέρη!!! Αυτό το δρομολόγιο γινόταν 4-5 φορές την ημέρα!!! Μέσα στον ήλιο! Μέσα στη ζέστη!!
Είχα όμως παρέα το λάστιχό μου !!! Τη σφεντόνα μου!!! Και στην τσέπη μόνιμα μερικές πέτρες !! Για κανένα πουλί, για κανένα φίδι κ.λ.π. Ο φόβος πάντα υπήρχε και σ΄ένα παιδί 8-10 ετών, ακόμα και η σφεντόνα έδινε μια σιγουριά!!!
Στο αλώνισμα όμως είμασταν πάντα εκεί! Είχαμε τα τσουβάλια μας για να σακκιάσουμε το στάρι και να τσεκάρουμε πιο βουνό με άχυρα ήταν το δικό μας. Τα θέλαμε τα άχυρα για να ταϊζουμε το χειμώνα τα ζώα!! Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.
¨Όσοι μπορούσαν να πληρώσουν έδεναν τα άχυρα μπάλες με τη μπαλαριστική που έπαιρνε και αυτή κίνηση με ιμάντα από κάποιο τρακτέρ. Έτσι κουβαλιόταν και αποθηκεύονταν πιο εύκολα.
Οι άλλοι είχαν κάτι πυκνά στρόγγυλα δίχτυα από τριχιές, που τα έλεγαν βρυζόνια. Έβαζαν με το δικριάνι τα άχυρα μέσα στα δίχτυα, τα πατούσαν με τα πόδια, τα έδεναν και τα κουβαλούσαν στο σπίτι τους με τα ζώα. Έτσι όμως επειδή δεν ήταν πολύ συμπιεσμένα τα άχυρα, έπιαναν πολύ χώρο στον αχυρώνα.
Στις αρχές της 10ετίας του ΄70 ήρθαν οι πρώτες «κομπίνες»!! Η ευκολία!!! Ένα αυτοκινούμενο μηχάνημα, θέριζε και αλώνιζε ταυτόχρονα!!. Έτσι σιγά-σιγά σε όποια χωράφια δεν πήγαινε η κομπίνα, έμειναν ακαλλιέργητα. Η κομπίνες κυριάρχησαν και οι πατόζες πέρασαν στην ιστορία.