Ο δεκανέας (Μερακλής) των Ευζώνων Δημ.Στεργιόπουλος
Ο φουστανελάς που μετατράπηκε σε αξιοθέατο των Αθηνών
Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Εφημερίδα Δημοκρατία 5 Μαρτίου 2014
Ένας από τους τελευταίους φουστανελάδες που είχαν απομείνει στην Αθήνα τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν και ο Μερακλής. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τον γνώρισαν ως δασοφύλακα του Ζαππείου και ακόμα περισσότερο ως γητευτή των νταντάδων των υπηρετριών αλλά και των τουριστριών που κατέκλυζαν τους χώρους των Στυλών του Ολυμπίου Διός. Για χάρη του γράφτηκαν έμμετρα ποιήματα, αμέτρητα χρονογραφήματα και ακόμη περισσότερα σχόλια στον Τύπο της εποχής. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια των Αθηνών αλλά και τους ωκεανούς, αφού φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν και σε πολλά ξένα περιοδικά και βιβλία. Ο ροδοκόκκινος φουστανελάς, με την άνοιξη στην καρδιά του, για μερικές δεκαετίες μετατράπηκε σε αξιοθέατο των Αθηνών.
Φορώντας την στολή ευζώνου που λαμποκοπούσε, την οποία επίτηδες άφηνε ανοιχτή στη μέση για να φαίνεται μια μεταξωτή καλαματα, έριχνε πάνω του τον χειμώνα μια υπερήφανη και πεντακάθαρη κάπα. Τα τσαρούχια του με την πλούσια φούντα αποτελούσαν το γραφικότερο θέαμα για τους τουρίστες. Η γραφική πλευρά όμως κατόρθωσε να σκεπάσει την πραγματικότητα.Το ονοματεπώνυμο του ήταν Δημήτριος Στεργιόπουλος και είχε γεννηθεί το 1845 στη Φτέρη Λαμίας. Το 1865 <<ετράβηξε κλήρο>> και κατατάχτηκε στους ευζώνους. Από τότε εξαιτίας της εμφάνισης του απόκτησε το παρατσούκλι << Μερακλής >> το οποίο τον συνόδευε σε όλη τη ζωή του. Γράμματα δεν γνώριζε.Ο διοικητής του λόχου του Πάνος Κολοκοτρώνης του έμαθε να γράφει το ονοματεπώνυμο του .Στις πολεμικές επιχειρήσεις του 1878 διακρίθηκε και απόκτησε το μοναδικό γαλόνι που συνόδευε την υπερήφανη στολή του . Κάποτε μετατέθηκε στη Ανακτορική Φρουρά των Αθηνών ως <<ανδραγαθήσας>> και όταν συνταξιοδοτήθηκε, διορίστηκε δασοφύλακας του Ζαππείου. Είχε ζήσει την έξωση του Οθωνα και τον ερχομό του Γεωργίου Α’ . Από φύλακας είχε μεταβληθεί σε Πάνα του Ζαππείου, όπως ευφυώς έγραψε ο Θ.Βελλιανίτης. Βρισκόταν πάντα περικυκλωμένος από τις καλοθρεμμένες παραμάνες που σύχναζαν στο Ζαππείο και έπλεκε ερωτικά ειδύλια. Καθισμένο στα παγκάκια τότε πάντα /στ΄’ωραίο φύλο τον εβλέπανε κοντά: / πότε μια ψηλή Εγγλέζα κουβερνάντα /πότε μια χοντρή Αντριώτισσα νταντά>> έγραφε ο Πολ Μενεστρέλ όταν τον βιογραφούσε εμμέτρως. Προσήνης,αφελής,καλοκάγαθος,φλυαρός,πονηρόςκαι είρων,υπερήφανος μεγαλολογάς,αλλά ειλικρινής,συνδέθηκε άρηκτα με τον τόπο όπου έκαναν τη βόλτα τους οι Αθηναίοι. Αλλά τα χρόνια πέρασαν.Ο Μερακλής προσπαθούσε να διατηρήσει την ακμή του, με την περιβολή του ευζώνου και ανορθωμένα τα μουστάκια, διατηρούσε το χρώμα της νεότητας χάρη στις βαφές του Μποτσαράκου.
Η εκδίωξη από την υπηρεσία του Ζαππείου και το τέλος
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εβδομηναπεντάρης ήδη, εκδιώκεται από την υπηρεσία του Ζαππείου για τα πολιτικά του φρονήματα. Φροντίζει να βολευτεί σε ένα φυλάκιο, ένα δωμάτιο όλο και όλο, που φτιάχτηκε για χάρη του, το οποίο βρισκόταν δίπλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.Τα μουστάκια και τα μαλλιά του εμφανιστήκαν άσπρα. Ξεθώριασε η στολή που με τόση επιμέλεια φρόντιζε και τα ασημένια γαντζούδια της που ξετρέλαιναν τις παραμάνες πουλήθηκαν. Μόνος και έρημος μέσα στο φυλάκιο θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του με μια πενιχρή σύνταξη μόλις 15 δραχμών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε ξεπέσει τελείως. Ο άνθρωπος που είχε διασκεδάσει τρεις γενιές με την παρουσία του και τα καμώματα του γυρνούσε χωρίς φουστανέλα, με μόνο ένα μακρύ πουκάμισο και ξεσκούφωτος. <<Λυπηθείτε τον Μερακλή >> έγραφαν οι εφημερίδες. Μέχρι που τον βρήκαν κάποια παγερή μέρα του 1931 να έχει αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 86 ετών, κάτω από τη Πύλη του Αδριανού, που είχε τόσο αγαπήσει. Μόνη περιουσία του ήταν η σκουριασμένη ξιφολόγχη του και η χιλιομπαλωμένη φουστανέλα που βρήκαν την επομένη στον τοίχο του ξύλινου φυλακίου.
Αρθρο στη σελίδα Μηχανή του χρόνου για τον Μερακλή τής Φτέρης.Πιθανότατα στις φώτο που δημοσιεύει να ειναι ο Μερακλής.
*Του Μιχάλη Γελασάκη*
*Έχουμε ακούσει ή έχουμε πει πολλές φορές τη φράση «Αυτός
μεράκλωσε» ή από τους παλιότερους ακούγεται καμιά φορά -κυρίως
για γλέντια και χαρές- ότι αυτοί «μπήκαν στα μεράκια». Η λέξη
«Μεράκι» έχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει έντονη επιθυμία ή
καημός. Για αυτό λέμε «αυτός έχει μεράκι να…».*
Αυτό το μεράκι είναι που οδήγησε στο παρατσούκλι Μερακλής και αργότερα
στον χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
Ο Μερακλής ήταν προσωνύμιο που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του
19^ου αιώνα και σιγά σιγά διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πολλές
φορές συναντάμε στην ιστορία συγκεκριμένα πρόσωπα να γίνονται συνώνυμα
καταστάσεων, συμπεριφορών κλπ. Τέτοια παραδείγματα είναι ο Γιαγκούλας, η
Ψωροκώσταινα κ.ά. Έτσι συνέβη και με τον Μερακλή.
*Ο Μερακλής ήταν ένας γέρος φουστανελοφόρος.* Αρχικά εύζωνας και
αργότερα φύλακας στην περιοχή του Ζαππείου. Φορούσε επιμελώς μέχρι τον
θάνατό του την παραδοσιακή ενδυμασία του τσολιά με τη φουστανέλα, τα
τσαρούχια και όλα τα συναφή. Γεννήθηκε το 1845 σε ένα χωριό της Λαμίας.
Είκοσι χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο τάγμα των Ευζώνων. Το 1878 πολέμησε
για την Ελλάδα, παρασημοφορήθηκε και με την επιστροφή του έγινε φύλακας
στην ευρύτερη περιοχή του Ζαππείου.
Όταν έγινε δεκτός στους εύζωνες, από την περηφάνεια του, εμφανίστηκε
στην πλατεία του χωριού με την κοντή ευζωνική φουστανέλα και το φέσι
βαλμένο στραβά ώστε να φαίνονται οι κατσαρές του αφέλειες, αφού εκτός
των άλλων ήταν και ένας γόης της εποχής. Αυτό, σε συνδυασμό με το
γεγονός ότι πάντα ήταν περιποιημένος και φροντισμένος, κάνοντας πολύ ώρα
να ετοιμαστεί σχολαστικά, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο και για την
περιποίηση του μεγάλου «μύστακος» που διατηρούσε, ήταν αρκετά για να του
προσδώσουν τον τίτλο «Μερακλής». Από το 1865 και μετά αυτός ο τίτλος θα
υποκαταστήσει επί της ουσίας το πραγματικό του όνομα και θα τον
ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
O Μερακλής
Ο Μερακλής φορούσε πάντα φουστανέλα. Δεξιά η ξύλινη παράγκα στο Ζάππειο
που χρησίμευε ως κατοικία του
Είχε γίνει σήμα κατατεθέν της εποχής για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό
του που φρόντιζε καθημερινά με επιμέλεια. «Ο Μερακλής με τον αρειμάνιον
μύστακα, που τον βάφει με καραμπογιά»***, έγραφαν οι εφημερίδες της
εποχής. Οι καιροί άλλαξαν, μπαίνοντας στον 20^ο αιώνα οι άντρες, ειδικά
της πρωτεύουσας, είχαν αφήσει προ πολλού τις φουστανέλες και είχαν
υιοθετήσει το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Κοστούμια, γραβάτες, δερμάτινα
παπούτσια, παπιγιόν και καπέλα. Με τα χρόνια ο Μερακλής έγινε μία
γραφική φιγούρα. Γερασμένος και αλκοολικός περιφερόταν γύρω από το
Ζάππειο μόνος, ζώντας μέσα στην ξύλινη καλύβα του φύλακα.
*Ο Ρουμελιώτης, απόστρατος δεκανέας των ευζώνων Δημήτριος Στεργιόπουλος
ή Μερακλής* σε ηλικία 83 ετών αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά σε
εφημερίδα. Ήταν πλέον γέρος και κανείς δεν του έδινε σημασία. Όλη του η
σύνταξη γινόταν κρασί και ρετσίνα στις ταβέρνες της Πλάκας. Κάθε πρώτη
του μήνα που έπρεπε να πάει για τη σύνταξή του γινόταν δημόσιος
περίγελος στους δρόμους και στα γραφεία, αφού πήγαινε με τα απαραίτητα
δικαιολογητικά κρυμμένα μέσα στον κόρφο του.
Η συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (23/07/1928) με την
υπογραφή του συνεργάτη της εφημερίδας, *Κ. αθ. *(διατηρήθηκε η
ορθογραφία της εποχής)
«[…]*Τάμα τοχα να πάω μια μέρα να απισκεφθώ τον Μερακλή. Και μ’ έφερε ο
δρόμος χθες κατά το σούρουπο στο λημέρι του. Τον ευρήκα, ή μάλλον ευρήκα
το κάτισχνο φάσμα του, σε μια κατάστασι αξιοδάκρυτη, και αγωνίστηκα πολύ
για να το σύρω με τα δυο μου χέρια έξω στον ήλιο, να κάτσουμε σε δυο
καρέκλες ο ένας απέναντι στον άλλον, και να τον βάλω να μου διηγηθή. Το
μικροσκοπικό καμαράκι του, που έλαμπε άλλοτε από πάστρα και ομορφιά,
όπως ο ίδιος, έχει ρημάξη από την εγκατάλειψι. Είνε ο Συρανώ ντε
Μπερζεράκ στην Πέμπτη πράξι του τέλους του. Ζωντανός άδοξος νεκρός. Για
να μη λείπει μάλιστα καμμία λεπτομέρεια, έχει χτυπήση το κεφάλι του –
κάποια νύχτα μεθυσμένος έπεσε κάπου κι ετραυματίσθηκε. Τα μάτια του είνε
μισόκλειστα. Πλάι του μια χρωματιστή κάρτ-ποστάλ με τον Βασιλέα Γεώργιον
τον Α’ και φύρδην μίγδην ένα ξυράφι, μια κουβαρίστρα με κλωστή – το
θηρίο, έχει το κουράγιο να καλλωπίζεται και να μπαλώνεται σ’ αυτή την
ηλικία μόνος του – και σαν παράσημα μέσα σε βιτρίνες οι «σαρδέλλες», τα
ποστοκαλλιά γαλόνια του δεκανέως, το εύσημον που του έδωσε η πατρίς για
τας υπηρεσίας του! Τάχει ακουμπισμένα ως είδος ιερόν κειμήλιον. Με τι
καμάρι που τα φορούσε άλλοτε, όταν έβγαινε να κάμη τη βόλτα του στο
Ζάππειο, και σειώντας και κουνιώντας επερνούσε κι εστεκότανε μπροστά
στις ξανθοπλόκαμες γκουβερνάντες του Βορρά να τις συγκινήση με το λιγερό
του παράστημα. *
– Άιντε, μωρέ, μην τα λιές ‘φτούνα και μ’ καις την καρδιά!
* **Ο Μήτσος έκλαψε, κι έβγαλε ένα χρωματιστό μαντήλι να σκουπίση τα
μάτια με τα τρεμάμενα γεροντίστικα χέρια του. Ποτέ δεν εξακριβώθη έως
τώρα η ακριβής ταυτότης και η βιογραφία του Μερακλή, γιατί ο ίδιος δεν
καταδεχότανε να μιλή για τον εαυτό του, αλλά και γιατί κανένας δεν
ετολμούσε να τον υποβάλη σε ανάκρισι. Τώρα θέλει να μιλήση, αισθάνεται
την ανάγκη της εξομολογήσεως στον πνευματικό, κάνει τον απολογισμό του
ενώπιον του Θεού. Εγεννήθηκε το 1845 στη Φτέρη της Λαμίας, θυμάται πολύ
καλά την έξωσι του Όθωνος και τον ερχομό του Γεωργίου, και στα 1865
«ετράβηξε κλήρο» και κατετάχθη στα ευζωνικά. *
*Αι, ρε ασικλήσι και λεβεντιά όταν μια Κυριακή πρωί την ώρα που αμόλαγε
η εκκλησία, εφάνηκε στην πλατέα του χωριού του με την κοντή ευζωνική
φουστανελλίτσα του και με το κρεμεζί φεσάκι βαλμένο στραβά ν’ αφίνη έξω
τις κατσαρές του αφέλειες. *
*Από τότε κι’ όλας τον πρωτοείπαν Μερακλή. Και τούμεινε. Επί εξηντατρία
χρόνια έκτοτε δεν άκουσε να τον φωνάζουν αλλιώς. Τ’ όνομά του ήταν
γραμμένο στα χαρτιά και αν δεν το ξέχασε και ο ίδιος, είνε γιατί το
ακούει στη θυρίδα του ταμείου των συντάξεων κάθε πρώτη του μηνός. Το
γράφει άλλως τε τραβώντας και μία τζίφρα κάτω από την υπογραφή του: Του
τώμαθε στο λόχο ο διοικητής του, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τον έβαλε κάτω
και τον εβασάνιζε ένα μήνα να ζωγραφίζη ένα-ένα τα γράμματα: «Δημ.
Στεργιόπουλος, δεκ. εύζ.»! *
*Γιατί ο Μερακλής επήρε το γαλόνι του διακριθείς είς τας πολεμικάς
επιχειρήσεις του 1878, μετά δεκαπενταετή «ευδόκιμον» υπηρεσίαν, όταν μας
εξεχωρήθη Ήπειρος και Θεσσαλία από το Βερολίνιον συνέδριον. Είχε μέλλον
στο στρατό. Στον τοίχο του δωματίου είνε κρεμασμένα πένθιμα τα κλέη: η
σκουριασμένη ξιφολόγχη και η λερή χιλιομπαλωμένη φουστανέλλα του. Πριν
δεχθή την πρόσκλησι μου να βγούμε έξω και να μιλήσουμε, παίρνει την
τσατσάρα και φτιάνει προχείρως τα μαλλιά του, ενώ με τα δύο χέρια
κατόπιν αγκιστρώνει επιμόνως το μπαμπακένιο μουστάκι του, και η όψις του
φωτίζεται ολόκληρη από μια διάθεσι κοκκεταρίας – παληά παράδοσις του
σώματος των ευζώνων, ολωσδιόλου σπαρτιάτικη. *
*Και, λοιπόν, αλήθεια, πως βρέθηκες στην Αθήνα, Μερακλή;*
Αφ’ τα ‘φτούνα. Που να στα λέω πλιά! «Ανδραγαθήσας» έγινα δεκανεύς. Και
αφού δεν ήταν άλλος πόλεμος, μ’ έφεραν στην ανακτορική φρουρά. Όταν
επήρα τη σύνταξη μου, δραχμάς δεκαέξ κι εξήντα, εμπήκα δασοφύλαξ στο
Ζάππειο. Ωρέ, ζωή. Αλλά τώρα με βασανίζει ου Θειός για τα’ αμαρτίες μου.
Ιέχου σκνίπα, νογάς τι θα πη;
*Η γεροντική ασθένεια του Μερακλή είνε μία άγρια και αδιάκοπη φαγούρα σε
όλο το σώμα του. Θαρρεί ότι έχουν τρυπώση σκνίπες και τον τρώνε μέσα στο
αίμα του. Η πάθησίς του όμως φαίνεται ότι προέρχεται μάλλον από το
κρασί, γιατί και τώρα ακόμα που δεν έχει καμμία απολύτως όρεξη για φαΐ,
και δεν τρώει σχεδόν τίποτα, όλη του τη σύνταξη, που έχει αυξηθεί σιγά
σιγά σε οχτακόσιες δραχμές το μήνα, την ξοδεύει στις ταβέρνες της
Πλάκας. Δεν πίνει ούτε γάλα, ούτε καφέ. Ρετσίνα από το πρωί ίσαμε το
άλλο πρωί. Παραπονιέται όμως ότι εχάλασαν τα κρασά τον τελευταίο καιρό. *
Τα σπιρτώνουνε κακόν καιρό νάχουνε οι θεομπαίχτες!
* **Για τους έρωτες του, είνε ανένδοτος. Ούτε λέξη δεν αφίνει να διαφύγη
του έρκους των οδόντων του. Από την έκφραση που παίρνει όμως οσάκις, του
φέρνω τη συζήτηση στα ειδύλλια του, φαίνεται ότι εγλέντησε καλά τα
νειάτα του. Τον είχαν ερωτευθή και κυρίες της ανωτάτης τάξεως, ντόπιες
και ξένες, αυλικές και περιηγήτριες. Υπήρξε γόης με την πρωτόγονή του
αφέλεια. – Και συ, Μήτσο, δεν ερωτεύθηκες καμμιά στη ζωή σου ποτέ;*
Χάι, χάι!…
* **Και διακοπτόμενος από αναστεναγμούς αφίνει τη μνήμη του να πετάξη
πίσω πολύ μακρυά στο παρελθόν, και θυμάται με πόνο τη Βασιλική, τη
Βασιλικούλα, στην Αταλάντη, που είχε μια φορά όταν εγύρισε «ανδραγαθήσας
δεκανεύς» από τον πόλεμο. *
Ήτανε στα χρυσά ντυμένη. Και με γυρέψανε οι μπαρμπάδες της. Κορίτσ’ σαν
τα κρύα νριά, νιράιδα σουστή, πρώτο μπόι, παπαδοπούλα του χουριού,
χαμηλοβλεπούσα, ορφανή.
*Δεν την επήρε όμως. Δεν την καταδέχτηκε και τώρα μετανοεί. Είναι το
χαμένο όνειρο της ευτυχίας του που έπεσε στο δρόμο του κι’ αυτός το
προσπέρασε: *
Ας όψεται ου Λέκκας ου Σπύρ’ς, ου αρχίστρος. Ιφτούνος δεν μ’ άφησε να
παντιφτώ. Μη, μι λιέει, μην το κάνεις αύτο, μη μ’ το ματαλιές. Θα σι
χάσουμε. Κι’ απόμ’ να έρμους κι σκότεινους, μαγκούφ’ς και άκληρους,
ποιός; Ιγώ, οι Μίτσους οι Στεργιόπ’λους οι Μερακλής, τ’ καμάρι τ’
βζωνικού. Να παραδέρνου σαν τν άδικια κατάρα, Αγιάννης ου Καλυβίτ’ς στου
Ζάππειου…
*Μήπως θάθελες, Μερακλή να φροντίσουμε να σε βάλουμε σε κανένα
Νοσκοκομείο να σε κυττάξουν οι γιατροί, στο Γηροκομείο να ησυχάσης, σε
κανένα Άσυλο; Ο Μήτσος εθύμωσε, προσεβλήθη πολύ! *
Δεν τα’ κ’ νάου βήμα. Δεν πάου πουθ’νά. Ιδώ θα μείνου να παραδώσου ψυχή
στον Κύριου. Δεν μ’ έβαλαν φύλακα; Κλαράκι με κλαράκι τάχου φυλαγμένα
μερόνυχτα αυτίνα π’ βλέπ’ς γύρου σου. Αυτίνη ν’ η τιμή μου, να πιθάνου
πιστός. Αμ’ άμα μιβγάλης απού ’δώ, πάει κι’ όλας τα τίναξε ου Μερακλής.
Δε βλέπ’ς πως μι βασανίζει ου Θειός, μεγάλ’ η χάρι του για τσ’ αμαρτίες
μου;…
* **Και ο Μερακλής αναλύθηκε πάλι σε δάκρυα. Τον εβοήθησα από τις
μασχάλες να τον βάλω στο κελλί του. Αυτόν τον ασίκη που περνοδιάβαινε σα
σπίθα εδώ και λίγα χρόνια κι’ εγλυκοκύτταζε λιγωμένος τα θηλυκά. Μ’
αποχαιρέτησε, και καθώς έφευγα τον είδα ν’ αρπάζη με δίψα μια μποτίλλια
και να την κολλάη στα χείλη του. Έχει ανάγκη να λησμονήση, αφού όλοι τον
ελησμόνησαν… *
* ***Καραμπογιά*: θειικό υποξείδιο του σιδήρου, που χρησιμοποιείται για
να βαφεί κάτι σκούρο, αλλά και στην ανθοκομία.
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/poios-itan-o-pragmatikos-meraklis-poy-egine-paratsoykli-poy-chrisimopoieitai-mechri-simera-o-foystaneloforos-apo-ti-roymeli-poy-afise-epochi-sto-zappeio/
Φωτογραφία: Από το βιβλίο People of All Nations.
C. Uchter Knox, Βρετανού πολιτικού,1856-1933
Πιθανόν ειναι ο Μερακλής σε νεώτερη ηλικία
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/poios-itan-o-pragmatikos-meraklis-poy-egine-paratsoykli-poy-chrisimopoieitai-mechri-simera-o-foystaneloforos-apo-ti-roymeli-poy-afise-epochi-sto-zappeio/
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/poios-itan-o-pragmatikos-meraklis-poy-egine-paratsoykli-poy-chrisimopoieitai-mechri-simera-o-foystaneloforos-apo-ti-roymeli-poy-afise-epochi-sto-zappeio/
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/poios-itan-o-pragmatikos-meraklis-poy-egine-paratsoykli-poy-chrisimopoieitai-mechri-simera-o-foystaneloforos-apo-ti-roymeli-poy-afise-epochi-sto-zappei
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/poios-itan-o-pragmatikos-meraklis-poy-egine-paratsoykli-poy-chrisimopoieitai-mechri-simera-o-foystaneloforos-apo-ti-roymeli-poy-afise-epochi-sto-zappeio/