tsioustaspadelis

«Εκεί στο σπίτι του Παντελή, στο ρακαριό του κατά την απόσταξη του τσίπουρου με τα καζάνια του, τη νύχτα - παράωρα, λαμβάναμε την ευκαιρία ν’ αναπολήσουμε λίγο τα παλιά, αλλά και τα ιστορικά - λαογραφικά, ότι ο καθένας από τους προγόνους και
συγχωριανούς του θυμόταν: Μου έδειχνε, εκεί δίπλα, ένα πέτρινο λείψανο τοίχου της πόρτας απ’ το πατρογονικό σπίτι του θρυλικού πολεμιστή στο Μεσολόγγι, προγόνου του, Χρήστου Τσιούστα, εκεί που σκότωσαν το σκυλί του καπετάνιου Χρήστου Φωτομάρα, για να το φάνε το 1826.
Δεν ξέρω αν σώζεται ακόμη το λειψανο αυτού του τοίχου. Αν ναι, τούτο αποτελεί αναπόδραστα μνημείο της ιστορικής του κληρονομιάς. Οι απόγονοι ας φροντίσουν γιαυτό, όπως και για άλλα πολλά που η ιστορία καταδικάζει όλους μας να κουβαλάμε στις πλάτες μας..».
Από αφηγήσεις του πατέρα του θυμάται:
α). Κατά τις ΙΟετίες του 1900 και μετά, η εμπορία του τσίπουρου ελεγχόταν αυστηρά και το Κράτος με τα ελεγκτικά του όργανα έστηνε μπλόκα σε κύριους και δευτερεύοντες δρόμους.
Το χωριό μας είχε πολλά αμπέλια αλλά και πολλές άδειες καζανιών για απόσταξη τσίπουρου, γύρω στις 13-14.
Κύριοι πελάτες οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών και ιδιαίτερα της Ευρυτανίας. Υπήρχε προς τούτο μόνιμο σχεδόν μπλόκο εν είδει τελωνείου στις Ράχες Τυμφρηστού.
Το κρασί δεν είχε τους αυστηρούς περιορισμούς του τσίπουρου και επιτρεπόταν η μεταφορά του, συνήθως με αλογομούλαρα, μέσα σε δέρματα τράγων ή προβάτων κατεργασμένα (τουλούμια).
Κατά το πλείστον οι ελέγχοντες αρκούνταν να μυρίσουν ή να δοκιμάσουν λίγο απ’ το περιεχόμενο και άφηναν ελεύθερη την συνέχιση του δρομολογίου.
Οι εμπορευόμενοι είχαν βρει τον τρόπο της λαθρομεταφοράς και εδώ: Έβαζαν μέσα στα μεγάλα τουλούμια που ήταν το κρασί, μικρότερα σε μέγεθος, με τσίπουρο.
Έτσι γλιστρούσε το πολύτιμο φορτίο και έφθανε σε προσιτές τιμές το φάρμακο για την αντιμετώπιση του κρύου κατά τον βαρύ χειμώνα.
β). Μέχρι το 1900 περίπου ράντιζαν οι καλλιεργητές αμπελιών με κλαδιά. Εκεί στις πρώτες ΙΟετίες του 1900 ήρθε η ψεκαστήρα με πρώτους κατόχους τον Κων/νο Αναστ. Κύρκο και τον Ιωάννη Χρ. Τσιούστα.
γ). Ταλιάγρα (συμπιεστής στεμφύλων) ήρθε στο χωριό περί το 1918 από τον Βασίλειο Ιωάννου Τσιούστα, αδελφό του πατέρα μου. Ήταν εμπορευόμενος και την έφερε από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Κατά την περίοδο του τρύγου, όσοι από τους αμπελουργούς δεν επιθυμούσαν να βγάλουν τσίπουρο όλα τα στέμφυλα που είχαν, μετά το τράβηγμα του μούστου για κρασί, ερχόταν ο ιδιοκτήτης της Ταλιάγρας και μετά τη συναρμολόγηση των εξαρτημάτων της, προέβαινε τμηματικά στο στύψιμο των στεμφύλων, χειροκίνητα πάντοτε, αφαιρώντας το υπόλοιπο του μούστου που έμεινε στο εσωτερικό του φλοιού της ρόγας του σταφυλιού. Η εξυπηρέτηση επιβάρυνε τον ιδιοκτήτη με κάποιο συμβολικό ποσό.
Ο γράφων στα χρόνια των ΙΟετιών 1990 και 2000 έκανε, κατά τον τρύγο, περιοδικά, χρήση της ταλιάγρας αυτής, η οποία ανήκει πια στην κατηγορία των εργαλείων για μουσειακή χρήση, δεδομένου ότι τα εξελιγμένα μηχανήματα αφαίρεσης του μούστου από τις ρόγες των σταφυλιών έχουν περιορίσει στο ελάχιστο την απώλεια μούστου.
( ....Ταλιάγρα Π. Τσιούστα 1999, δυνατό στίψιμο στέμφυλων, χέρια Μαλιταίων.... )
 
 
taliagra