malitos

Στα πλαίσια των οικογενειακών μας συζητήσεων, συχνά αναφερόμαστε σε δύσκολες και μίζερες εποχές της οικογένειάς μας και ημών των ιδίων.
Στην προκειμένη περίπτωση συγκράτησα δυο περιπτώσεις που μου είπε ο Γιώργος (Μαλίτος το παρατσούκλι του) οι οποίες λίγο πολύ έχουν ως εξής:
α). Κάποια μέρα ο πατέρας με πήρε μαζί του στο χωράφι, στην Ιτιά, να βοηθάω στις δουλειές Ήμουνα στα 13 μου και έδειχνα να έχω πρόωρη ανάπτυξη.
Ήρθε η ώρα να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Έχουμε μαζί μας λίγο γελαδίσιο τυρί στο κλειδοπίνακο (ξύλινο στρογγυλό χειροποίητο τύπου τάπερ) και λίγες ελιές θρούμπες στην πετσέτα, με άφθονο δάκο και μπόλικη αρμύρα για να κατεβαίνει ευκολότερα κάτω το ψωμί.
Με τη δεύτερη – τρίτη μπουκιά που κατέβασα και μόλις ο πατέρας διεπίστωσε τη βουλιμία μου, σπρώχνει την πετσέτα με τα φαγητά προς τα εμένα λέγοντας: «Εγώ τσίτωσα (χόρτασα) τώρα»! Και έστριψε ένα τσιγάρο να καπνίσει.
Εκείνη τη στιγμή δεν αντιλήφθηκα το πατρικό συναίσθημα, αλλά όταν έφαγα όλες τις ελιές , το τυρί και το ψωμί, άρχισα να καταλαβαίνω την έννοια του «τσίτωσα τώρα»!
Μεγαλώνοντας, και οσάκις θυμόμουν το περιστατικό με διαπερνούσε εντονότερα το συναίσθημα αυτό της πατρικής στοργής, σε σημείο να συγκινούμαι περισσότερο ακόμη σήμερα και καμιά φορά να δακρύζω, έστω και μέσα μου!
Αυτά έχει η πατρότητα και η μητρότητα, σκέφτομαι, για τον Έλληνα, κι έτσι εξηγείται και η δική μας συμπεριφορά προς τα παιδιά μας: Στερούμαστε τα πάντα για να τους δώσουμε τα πάντα!!
β). Τη χρονιά εκείνη (1957) έγινα γυμνασιόπαιδο, όπως και ο πρώτος μου ’ξάδερφος Γεώρ. Νικ. Σταμοκώστας (Γκρας το παρατσούκλι του).
Μας ενοικίασαν ένα δωμάτιο οι γονείς μας στη Σπερχειάδα, μας ψώνισαν ένα τηγάνι και μια κατσαρόλα να μαγειρεύουμε τα εύκολα φαγητά, μας έδωσαν τις απαραίτητες συμβουλές για το νοικοκυριό και τα μαθήματά μας, μας ψώνισαν τα απαραίτητα για τη βδομάδα (Σαββατο-Κύριακο πηγαίναμε στο χωριό με τα πόδια ελλείψει χρημάτων) και μας έδωσαν από δυο δραχμές για χαρτζιλίκι.
Επί πλέον μας έδωσαν άλλες δυο δραχμές για να πάρουμε λάδι σε μια πράσινη μποτίλια που είχε από κάτω ένα βυζί στο εσωτερικό της.
Τις δυο πρώτες μέρες φάγαμε τα φαγητά που οι μανάδες μας άφησαν έτοιμα. Την τρίτη μέρα αποφασίσαμε να τηγανίσουμε πατάτες. Με τις δυο δραχμές πήγαμε στο μαγαζί του Σκούρα και βάλαμε λάδι στην μποτίλια, η οποία όμως δεν γέμισε ούτε μέχρι τη μέση. Εκτιμήσαμε ότι δεν θα μας έφτανε για να περάσουμε τη βδομάδα και είπαμε να το αραιώσουμε λίγο με νερό.
Ο Γκράς ανέλαβε ν’ ανάψει τη φωτιά και να τηγανίσει τις πατάτες και γω να τις πλύνω, ξεφλουδίσω και τεμαχίσω. Όταν άναψε καλά η φωτιά, ο Γιώργος έβαλε το τηγάνι στην σιδεροστιά - παραστιά και το λάδι να κάψει λίγο, όπως μας διάταξαν οι μανάδες μας. Σε λίγο το λάδι άρχισε να πριτσιαλάει (πιτσιλάει) να πετάγεται έξω και να ανάβουν μικρές φλόγες γύρω απ’ αυτό.
Φοβηθήκαμε και παρατάμε το τηγάνι όπως ήταν και το βάλαμε στα πόδια! Πήγαμε λίγο μακρύτερα, περιμέναμε λίγο, δεν είδαμε να ανάβει φωτιά στο σπίτι και επιστρέψαμε. Ευτυχώς χωρίς σοβαρές συνέπειες και ζημιές. Απλά είχε λερώσει λίγο εκεί κοντά το πάτωμα από τα «πριτσιαλίσματα» του λαδιού.
Μέχρι το Σάββατο δεν επιχειρήσαμε να ξαναμαγειρέψουμε και τη βγάλαμε με τις 2 δραχμές που είχαμε για χαρτζιλίκι ο καθένας!


ΙΒ). Το test εγκυμοσύνης των γυναικών και τα βατράχια.

Αφηγητές: Βασίλης και Βαγγέλης Ν. Σταμοκώστας και ο γράφων.
«Περί το 1961 η θεία μου η Κούλα Μπαρτσώκα-Σκουτέλη, ετεροθαλής αδερφή της μάνας μου, εργαζόταν στο μικροβιολογικό εργαστήριο του ΙΚΑ στην οδό Πειραιώς στην Αθήνα, ήταν παρασκευάστρια. Στο αντικείμενό της ήταν και το test εγκυμοσύνης των γυναικών. Η επικρατούσα μέθοδος θετικής ή αρνητικής εγκυμοσύνης μιας γυναίκας, γινόταν με την διοχέτευση των ούρων της στο σώμα ενός βατράχου σε κάποιο στάδιο της καθυστέρησης της περιόδου της.
Με τη διοχέτευση αυτή των ούρων ο βάτραχος εξετίθετο σε ωορρηξία, γεγονός που σήμαινε ότι το test ήταν θετικό και η γυναίκα έγκυος. (Σημείωση: Για την ιστορία, η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε το 1970 γιατί με το πείραμα αυτό παραγόταν ένας μύκητας που κατέστρεφε πολλά είδη υδρόβιων. Διαδίκτυο). Απορία: Και καλά τα θηλυκά εξετίθεντο σε ωορρηξία, τα αρσενικά τι γίνονταν; Για να τα μαζεύουν φαίνεται κάπου θα τα χρησιμοποιούσαν.
Στο εν λόγω εργαστήριο και γενικότερα υπήρχε πρόβλημα εξεύρεσης τότε του απαραίτητου αριθμού βατράχων, και η θεία μου πρότεινε σαν προσωρινή λύση την περιοχή μας που είχε αρκετά νερά και εκτρεφόταν σημαντικός αριθμός του είδους. Ήρθε πράγματι ένα κλειστό αυτοκίνητο του ΙΚΑ με τη θεία Κούλα και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της άλλης αδερφής της της Ελένης Καραγιάννη, στο Ισόγειο, που λειτουργούσε τότε και ως μαγαζί».
Κοινοποιήθηκε ο σκοπός του συνεργείου στην κοινωνία του χωριού μας, με το κίνητρο της αποζημίωσης να είναι: 1,50 δραχμή για τα αρσενικά και 2.50 δραχμές για τα θηλυκά. Ήταν ακόμη η εποχή, που ιδιαίτερα οι νέοι, την τρύπια δεκάρα (0,10 λεπτά) τη βλέπανε σαν ρόδα από κάρο!
Από όσα θυμούνται τα δίδυμα ξαδέρφια μου Βασίλης και Βαγγέλης Νικ. Σταμοκώστας, σχηματίστηκαν δυο συνεργεία. Το ένα από τους δίδυμους αδερφούς και τον Μήτσιο Γεωρ. Κουκούλη (Μητσουλής το παρατσούκλι του) και ένα δεύτερο από το Γιώργο Σακελλάρη, τον Ηλία Μπαλέσσα, τον Μέλτο Κοντογιάννη και ίσως Μήτσο Τσιούστα. Έγινε διαμοιρασμός των προς αλιεία περιοχών με την πρώτη ομάδα να δικαιούται στα ρέματα Μάρως, Καβουρόρεμα, Βρύσες, Κυραπιάνη, Βαρσάμω – Μαντήλα, Γούρνα Ιτιάς και το δεύτερο όλο το υπόλοιπο χωριό, Άνω Φτέρη, ακόμη και Παλαιοβράχα. Τα πιο πολλά μάζεψε η δεύτερη ομάδα, με πρωταθλητή τον Ηλία Μπαλέσσα και δεύτερο τον Γ. Σακελλάρη (Νέτσος το παρατσούκλι του).
Την πληρωμή έκανε ο Γιάννης Βάγια Καραγιάννης ο οποίος και τα διαχώριζε σε χωριστά δοχεία τα αρσενικά με τα θηλυκά. Όπως εξομολογούνται σήμερα τα ξαδέρφια μου, για πρώτη φορά έπιαναν στα χέρια τους χαρτονομίσματα και πέταγαν από τη χαρά τους που προήλθαν καθαρά από προσωπικό τους κόπο. Είχαμε φύγει 6 το πρωί και γυρίσαμε 6 το απόγευμα, μαρτυρούν. Τι να λέγανε τότε τα άλλα τα παιδιά, αφού οι δίδυμοι (Σουρλαίοι το παρατσούκλι τους) που είχαν και πατέρα δάσκαλο, έβλεπαν για πρώτη φορά χαρτονόμισμα στα χέρια τους!