Μαγαζιά

1). Μέχρι την τελευταία σχεδόν δεκαετία του 18ουαιώνα δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία για τα μαγαζιά του χωριού μας. Σύμφωνα με αφηγήσεις των παλαιοτέρων το υπάρχον καφενείο Ηλία Ιωάν. Καραγιάννη λειτούργησε από το 1912 – 13 ως κρεοπωλείο και καφενείο. Στη συνέχεια με διάφορα διαλείμματα παύσης διατηρήθηκε ως καφενείο μέχρι τα σήμερα. Είναι το κεντρικό καφενείο του χωριού τα τελευταία 54 χρόνια, στο οποίο εκτός των συνήθων εξυπηρετήσεων, λάμβαναν χώρα ομιλίες, παρακολούθηση κινηματογραφικών έργων, ιδιαίτερα στις δεκαετίες των 1960 και 1970 και σήμερα αποτελεί το στέκι της νεολαίας,κατά τις νυχτερινές ιδιαίτερα ώρες.
2). Στο υπάρχον σπίτι του Ιωάν. Βάγια Καραγιάννη υπήρχε διώροφο σπίτι από το 1867, το οποίο χρησίμευε άλλοτε ως πανδοχείο και άλλοτε ως Σχολείο. Τη χρονολογία αυτή στην περιοχή του κέντρου υπήρχαν και τα σπίτια του προπάππου του γράφοντα, καθώς και το σπίτι του παππού του Δημ. Χρ. Κύρκου (μαρτυρίες Ι.Β.Καραγιάννη και Δ.Χ.Κύρκου).
3). Περί το 1890 και μετά συναντάμε το παντοπωλείο Σωτ. Γ. Σκαραφίγκα στεγαζόμενο, όπου το σημερινό σπίτι του Σωτ. Αθ. Σκαραφίγκα, το οποίο το 1929 και για 3-4 χρόνια μεταφέρθηκε στο οίκημα Ιωάν. Καραγιάννη και στη συνέχεια στη σημερινή θέση, όπου το παντοπωλείο του Αθ. Γ. Σκαραφίγκα.
4). Κατά την πρώτη δεκαετία του 1900 λειτουργεί το δεύτερο παντοπωλείο των αδελφών Λάμπρου και Μήτρου Σωτ. Σταμοκώστα, το οποίο συνέχισε ο Σωτ. Λ. Σταμοκώστας και το διατήρησε μέχρι και το 2004 η σύζυγός του Αλεξάνδρα, στη σημερινή του, όπως πριν, θέση.

 Μια παλιά γκάφα στο παλιό το μαγαζί
«Ήταν η εποχή όπου ο φοροεισπράκτορας με τη συνοδεία χωροφύλακα επισκεπτόταν τα χωριά για την είσπραξη των φόρων. Σε μια τέτοια επίσκεψη εγκαταστάθηκε στο μαγαζί των αδελφών Σταμοκώστα, όπου άρχισε η σχετική διαδικασία είσπραξης. Το κάπνισμα με χύμα καπνό (λαθραίο) απαγορευόταν, χωρίς άδεια της εφορείας. Ο παραβρισκόμενος Γεώρ. Κ. Πλιάτσικας, μανιώδης καπνιστής, έχει πολλή ώρα να καπνίσει το αχώριστο τσιμπούκι του. Κάποια στιγμή που έφυγε ο φοροεισπράκτορας ρωτάει τον καταστηματάρχη: Τι γίνεται ορέ Μήτρο; Έφυγε εκείνο το γαμ.δ(ι);, οπότε πίσω από την πλάτη του παίρνει την απάντηση: Όχι μπάρμπα, εδώ είμαι!»..(Αφήγ. Δ. Γ. Σταμοκώστα 1982).
5). Λίγο αργότερα και επί της πλατείας του χωριού, μέχρι το 1944 λειτούργησε και το τρίτο παντοπωλείο του Χρήστου Κων. Λαγού, το οποίο μετά το 1950 λειτούργησε ως ταβέρνα με διάφορους ιδιοκτήτες, όπως Ηλίας Παταργιάς, Γεώρ. Θ. Κυρίτσης, Ιωάν. Κ. Κολοκύθας, Δημ. Ι. Τσιούστας, Αλεξάνδρα Μπαλτσάκη–Κουρέλη και τελευταία με το Ευάγ. Ιωάν. Λάμπου.
Κατά αφήγηση του Χρ. Γρ. Λαγού, πριν από το παντοπωλείο είχαν μαγαζί οι Ανδρέας Λαγός με τον Μητράκη Κύρκο, οι οποίοι έφτιαχναν σέλες για άλογα, σελάχια και παπούτσια, που συμπλήρωναν την εθνική φορεσιά των φουστανελάδων, με συναφή άλλα εξαρτήματα, καθώς και παπούτσια γόβες για γυναίκες, στις σόλες των οποίων εφάρμοζαν πρόκες με διογκωμένη κεφαλή για να μην φθείρονται γρήγορα.

Εξαιρετική ζωντάνια ανέπτυξε κατά την περίοδο λειτουργίας του από τον Δημ. Ι. Τσιούστα, κατά την περίοδο 1984–1992, που το λειτούργησε, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες που γέμιζε η πλατεία από κόσμο και οι δημοτικές ορχήστρες διαδέχονταν η μια την άλλη.
Επίσης πολύ καλή κίνηση έχει και με τη σημερινή διεύθυνση του Ευαγ. Ι. Λάμπου με τους νόστιμους και ποικίλους μεζέδες, που ο κάθε πελάτης μπορεί να βρει οποιαδήποτε ώρα, με ντόπια κρέατα και καλή περιποίηση.

kseri sto kafenio

Φωτ. Β. Δ. Σταμοκώστα 1966. Μορφές αξέχαστες: Γεώρ. Κωστούλας, Δημ. Τσιρέκης, Νικ, Αρκούδας, Στέλ. Σταμοκώστας και Αθ. Βαρσαμάς με την πλάκα τη γραφική και το κοντύλι.

6). Στα 1940 ανοίγει στον Κάτω μαχαλά το τέταρτο, των αδελφών Γεωρ., Σπύρου και Κώστα Ευαγ. Ζαχαρή, οι οποίοι το διατήρησαν μέχρι το 1946, και οι οποίοι είχαν και αυτοί κάρο, με το οποίο μετέφεραν τα εμπορεύματά τους, μεταξύ των οποίων και ικανές ποσότητες λαδιού από τη Στυλίδα, ένεκα του οποίου τους αποκαλούσαν «λαδάδες».
7). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 λειτουργεί το παντοπωλείο, ψιλικατζίδικο, υποδηματοποιείο, χρησιμοποιούμενο και ως τηλεφωνείο, του Δημ. Κων. Σταμοκώστα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στο ιδιόκτητο σπίτι του.
8). Λίγο αργότερα λειτουργεί ως χασαποταβέρνα, καφενείο, με συστεγαζόμενο και το κουρείο του Κων. Γ. Μπαλτσάκη, του Ιωάν. Χρ. Τσιούστα, όπου σήμερα η αποθήκη της Στέλλας Αντωνούλα–Κύρκου, μέχρι το 1960 περίπου.
9). Ο Ιωάν. Χρ. Τσιούστας συνεχίζει στο ισόγειο της οικίας της Μαρίας Γ. Χονδράκη με την ίδια ιδιότητα της χασαποταβέρνας και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
10). Την ίδια επίσης εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, λειτουργεί ως παντοπωλείο, καφενείο και χασαποταβέρνα, με το περίφημο, εκτός των άλλων, «φαραώ», το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από κοιλίτσες αρνίσιες στον νταβά μαγειρεμένο, του Ιωάν. Γεωρ. Κωστούλα, το οποίο ήταν και ιδιόκτητο. Εκεί συστεγαζόταν και το κουρείο του Κων. Βασ. Κακατέ. Το κατάστημα λειτούργησε ανελλιπώς για 40 περίπου χρόνια. Αξέχαστα θα μείνουν τα λαϊκά όργανα με τις ντεφαντζούδες και τις βαρελίσιες μπύρες, με τον ευγενικό και υπομονετικό καλλιτέχνη του κλαρίνου αείμνηστο Κώστα Μπότση, με τ’ αδέρφια του Μιχάλη και Γιώργο από τη Λευκάδα, πλαισιούμενος από τον συγχωριανό μας κιθαρίστα Θεοφ. Νικ. Τσατσαρή, γαλουχώντας πολλές γενιές στα νάματα των δημοτικών μας τραγουδιών.
11). Στη συνέχεια έχουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, να λειτουργεί άλλη ταβέρνα - καφενείο, στο ιδιόκτητο οίκημα, του Χαρ. Γ. Κωστούλα, όπου το σημερινό σπίτι του γιου του Γιώργου, με την ξεμυαλίστρα της εποχής, το περίφημο ηλεκτρόφωνο, που αποτέλεσε το κύριο μέσο διασκέδασης της νεολαίας και της κοινωνίας του χωριού, με τους ανεπανάληπτους κάθε βράδυ φθηνούς μεζέδες–κατεψυγμένες ουρές από γαλοπούλες γεμάτες λίπος, που λάδωνε το έντερο του κοσμάκη, και ρουφούσαν κανένα ’κατοστάρι κρασί κι ας ήταν μπουκάλι Τυρνάβου ή Κουρτάκη, ελλείψει ντόπιου, για να πάψουν λίγο οι καημοί! Αυτά όλα μέχρι τον πρόωρο θάνατό του 1973, οπότε και διέκοψε τη λειτουργία του.

Αργότερα το επαναλειτούργησε με την ίδια ιδιότητα ο αείμνηστος και πρόωρα κι αυτός αδικοχαμένος, δημοφιλής Γιάννης Κ. Κολοκύθας (Σόλιας), ο οποίος περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μεταστεγάστηκε στο της Βασιλικής Χονδράκη, το οποίο συνεχίζει να διατηρεί μέχρι τα σήμερα η σύζυγός του Νίκη.
12).Το 1984 λειτουργεί άλλη σύγχρονη και αξιόλογη ταβέρνα του Γιώργου Ευαγ. Κυρίτση στο ιδιόκτητο οίκημά του, με σημαντική κίνηση, ωραία αίθουσα και σπουδαίους μεζέδες. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια οι δημοτικές ορχήστρες διαδέχονταν η μια την άλλη και έδιναν ζωή στο χωριό. Η ταβέρνα διατηρείται μέχρι σήμερα με εξαιρετική περιποίηση και εκλεκτούς μεζέδες κατ’ ευθεία από τη στάνη του.

Τα μικρά μπακάλικα του κάτω μαχαλά

Μετά το κλείσιμο του παντοπωλείου των αδελφών Ζαχαρή, οι κάτοικοι του οικισμού, ως λίγο μακρυσμένοι από το κέντρο, αισθάνθηκαν την ανάγκη να ανοίξουν ένα δικό τους μαγαζί, τουλάχιστο για τις πρώτες ανάγκες τους. Έτσι έχουμε: 1). Στα 1950 – 1955 ν’ ανοίγει μικρό
παντοπωλείο ο Ευάγ. Ι. Σκαραφίγκας. 2). 1951– 1958 ν’ ανοίγουν άλλο οι αδελφοί Γεώρ. και Ηλίας Δ. Κολοκύθα και 3). 1971–1995 ο Θεοφ. Αθ. Ζαχαρής, όλοι στα ιδιόκτητα οικήματά τους

Ραφεία και ράφτες

Όπως για όλα τα καταστήματα και τα επαγγέλματα δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία μέχρι το 1900, έτσι και για τους ράφτες γνωρίζουμε πολύ λίγα.
1) Κάπου στο Ν.Α. άκρο της πλατείας του Αγίου Δημητρίου λειτουργούσε ραφείο του Αριστείδη Κ. Κύρκου, στο οποίο έραβε ράσα παπάδων, κάπες τσοπάνηδων και γενικά χοντρά και βαριά ρούχα. Την τέχνη συνέχισε ο γιος του Κώστας για αρκετά χρόνια αργότερα.
2) Ο Αναστάσιος Κ. Κουμπουρλής (πρώην Λαγός) λειτουργούσε ραφείο στο σπίτι του στο περίπου διάστημα της δεκαετίας 1910– 920, ο οποίος ήταν σπουδαίος ράφτης.
3) Ο Βασίλειος Σπ. Καραγιάννης, ο οποίος στεγαζόταν στο σπίτι του επίσης στην πλατεία του Αγ. Δημητρίου.
4) Περί το 1935 λειτούργησε το ραφείο του εκ Καμπιών Αθανασίου Τζινάβου σε κάποιο μικρό χώρο, όπου το παντοπωλείο σήμερα του Αθ. Γ. Σκαραφίγκα, και μέχρι το 1940, οπότε

μεταφέρθηκε ανατολικά, όπου το σπίτι του Λάμπρου Χ. Σταμοκώστα, μέχρι και το 1947, οπότε μεταφέρθηκε στη Σπερχειάδα. Στη διάρκεια τής εδώ λειτουργίας του μαθήτευσαν (κάλφες) πολλά παιδιά δίπλα του όπως: Πέτρος Νικ. Κωστούλας, Χαρ. Ν. Μπαρτσώκας, Παν. Ευαγ. Μπαρτσώκας και Ιωάν. Κελεπούρης, οι οποίοι μετέπειτα άσκησαν το επάγγελμα και έφαγαν απ’ αυτό ψωμί, καθώς και ο Σωτ. Ιωάν. Ζαχαρής, ο οποίος λόγω τραυματισμού του στο μάτι δεν συνέχισε.
5) Πρώτος και καλύτερος ο Πέτρος Κωστούλας άνοιξε στο σπίτι του ραφείο περί το 1941-1947 και 1950-1955, οπότε παντρεύτηκε και μετεγκαταστάθηκε στο Περιβόλι. Στο ενδιάμεσο διάστημα συνέχισε στη Σπερχειάδα. Όλοι οι άλλοι συνέχισαν αργότερα στη Λαμία σε δικά τους μαγαζιά.

Σιδηρουργοί - Σιδηρουργεία – Πεταλουργεία

Στα παλιά τα χρόνια δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και η επεξεργασία του σιδήρου γινόταν με το καμίνι, το σφυρί και το αμόνι. Μεταξύ των σιδηροκατασκευών και διαφόρων εργαλείων που έφτιαχναν, οι τεχνίτες του είδους είχαν αρκετή εργασία και με την κατασκευή και τοποθέτηση πετάλων στα πέλματα των μεταφορικών ζώων. Τέτοια μαγαζιά λειτούργησαν:
1) Του Δημ. Αργύρη από το 1920 και μετά στον μεταξύ Βασιλικής Χοντράκη και Κατίνας Μακρή σπιτιών χώρο, στο οποίο μαγαζί συνέχισαν μέχρι και την κατοχή οι αδελφοί Σωτήρης και Γιάννης Νικ. Κύρκου.
2) Από το 1930 ο αδελφοί Χαράλαμπος και Γιώργος Ευαγ. Μπαλτσάκη στον ιδιόκτητο τότε χώρο, όπου σήμερα το σπίτι του Ευαγ. Ν. Πετρίδη, μέχρι το 1970 περίπου και στη συνέχεια στο χώρο ανατολικά του σπιτιού τους συνέχισε ο Γεωρ. Ε. Μπαλτσάκης μέχρι το 1990 περίπου.
3) Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και για 25 περίπου χρόνια λειτούργησε περιοδικά, σε χώρο δίπλα του σπιτιού του, σιδηρουργείο και ο Αθαν. Δ. Κωστούλας.
4) Ο Γεώργιος Κ. Παπακώστας και στη συνέχεια ο αδελφός του Αλέκος, μαθητής ο πρώτος του Γεωρ. Μπαλτσάκη και ο δεύτερος του αδελφού του, άνοιξαν και λειτούργησαν σιδηρουργείο το 1953 μέχρι το 1995 περίπου επί του οδικού άξονα στη θέση «Μπουρμπουνόρευμα» στον Κάτω Μαχαλά.

Υποδηματοποιοί

Γενικά οι επαγγελματίες στα πολύ παλιά χρόνια στερούνταν ιδιόκτητης επαγγελματικής στέγης, αφού οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν οξύ πρόβλημα εξασφάλισης οικογενειακής. Έτσι αναγκάζονταν να φιλοξενούνται σε διάφορους βοηθητικούς κατά το πλείστον χώρους σπιτιών, που βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού ή στα ιδιόκτητα σπίτια τους, παραλαμβάνοντας κάθε φορά τα προς επισκευή υποδήματα γυρολογώντας στις γειτονιές.Τέτοιους έχουμε:
1. Τσιτούρας Χρήστος, ο οποίος στα πρώτα χρόνια του 1900 στεγαζόταν, όπου το σημερινό σπίτι του Ιωάν. Β. Καραγιάννη.
2. Σύρμος …. από το Γαρδίκι Ομιλαίων (πλανόδιος) εργάστηκε τρία χρόνια στη Φτέρη, στεγαζόμενος στο σπίτι Λάμπρου Σωτ. Σταμοκώστα, μετά στην Παλαιοβράχα και στη συνέχεια στη Στυλίδα.
3. Μωραΐτης Νικ.από Τρίπολη (πλανόδιος). Στεγαζόταν και αυτός, όταν περνούσε, στο ίδιο παραπάνω οίκημα ή στου Χρήστου Κ. Λαγού, που ήταν δίπλα. Αυτά περί τις πρώτες δεκαετίες του 1900.
4. Νικολάου …. Από Παλαιοβράχα (γαμπρός Δημητρησέων) πλανόδιος και αυτός.
5. Δημ. Κ. Σταμοκώστας στο σπίτι του μεταξύ 1935-1985.
6. Δημ. Γ. Τσιτούρας και Δημ. Αρ. Κύρκος συνεταίροι, οι οποίοι στεγάζονταν, όπου σήμερα το σπίτι της Ειρήνης Γ. Σταμοκώστα, το οποίο ήταν διώροφο και του οποίου ο ισόγειος χώρος για κάποιο διάστημα χρησιμοποιήθηκε και ως καφενείο κατά την προπολεμική περίοδο (1930– 1940).(Μαρτ. Δ.Γ.Σταμοκώστα).
7. Σπύρος Ζαχαρής στον Κάτω Μαχαλά, στο σπίτι του και μέχρι το 1960 περίπου.

8. Χρήστος Φλώρος από Γαρδίκι στο σπίτι Νικ. και Ιωάν. Μπακογιάννη στον κάτω Μαχαλά μεταξύ 1950–1955.
9. Βασίλης Γεωργίου στον Κάτω Μαχαλά, στο σπίτι του, μεταξύ 1955-1990.

 Kουρείς
Οι πληροφορίες μας δίνουν στοιχεία από το 1890 και μετά ως εξής:
1. Τσιτούρας Νικόλαος στον Κάτω Μαχαλά, ασκούσε το επάγγελμα στο σπίτι του.
2. Φλώρος Αθανάσιος επίσης στον Κάτω Μαχαλά στο σπίτι του, όπου σήμερα του Λάμπρου Μπακογιάννη.
3. Πλιάτσικας Αθανάσιος (παρατσούκλι Πατούλας), ο οποίος είχε σπασμένη τη σπονδυλική του στήλη και εργαζόταν και αυτός στο σπίτι του.
4. Κακατές Κων/νος του Βασ. συστεγαζόταν στα μαγαζιά του χωριού, ιδιαίτερα στου Γιάννη Κωστούλα.
5. Μπαλτσάκης Κων/νος του Γ. συστεγαζόταν επίσης στα μαγαζιά του χωριού, ιδιαίτερα στου Σωτ. Σταμοκώστα.
Για τους δύο τελευταίους σημειώνεται ότι πέθαναν και κηδεύτηκαν την ίδια μέρα τον Ιούνιο του 1987 από την ίδια επάρατη ασθένεια.

Κτίστες – Μπετατζήδες
Στα παλιά χρόνια βασικά υλικά για το κτίσιμο των σπιτιών ήταν η πέτρα και η λάσπη από χώμα και σε ειδικές περιπτώσεις αναμείγνυαν και ασβέστη. Τεχνίτες του είδους από την τελευταία δεκαετία του 1800 έχουμε: 1) Φακούρας Δημήτριος, ο οποίος αποκαλούνταν και μάστορας των μαστόρων, δηλαδή πρωτομάστορας. 2) Οι αδελφοί Βαγγέλης και Γιάννης Σακελλάρης του Δημ, εκ των οποίων ο πρώτος είχε αναλάβει και κατασκεύασε το παλιό καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου (1876), μέχρι τα 4 μέτρα, το οποίο, ελλείψει χρημάτων, συνεχίστηκε μετά από μερικά χρόνια. Ο ίδιος είχε διατελέσει κατ’ επανάληψη και πρόεδρος του χωριού με μεγάλη προσφορά και δράση, που η φήμη τον θέλει ως τον καλύτερο όλων των εποχών.
Στη συνέχεια έχουμε αρκετούς και άξιους επαγγελματίες ως εξής: Τάμπος Μιχάλης με τα παιδιά του Γιώργο και Μήτσο, Μπαλέσσας Γιώργος με τα παιδιά του Κώστα και Ηλία, Μπαλέσσας Κων/νος, Μυλωνάς Γιάννης με τα παιδιά του Γρηγόρη Βαγγέλη και Κώστα, Βελής Ευάγγελος και ο γιος του Κώστας. Από τους αμέσως νεώτερους: Κύρκος Σωτ. του Χρήστου, Κύρκος Σωτ. του Γεωρ. Ο Μυλωνάς Βαγγέλης, εκτός από κτίστης, ήταν και είναι πολυτάλαντος τεχνίτης πολλών ειδικοτήτων, ιδιαίτερα μηχανών αυτοκινήτων κ.λπ. Άλλοι επίσης οι: Κοντογιάννης Μιλτ. του Γεωρ. Κύρκος Βασ. του Γ., Ανδρέας Σπ. Λάμπος με τον αδελφό του Βαγγέλη και ο Διον. Γ. Τσιόγκας. Περιοδικά εργάστηκε σε οικοδομικές εργασίες και ο Γιάννης Κ. Λάμπος.
Ο Καραγιάννης Γρ. εργάστηκε κυρίως ως μπετατζής και ο Γεωργίου Αθαν. του Βασ. είναι ο μόνος, που εξακολουθεί να εργάζεται σε γενικές οικοδομικές εργασίες, από τα θεμέλια μέχρι τη σκεπή και τα σοβατίσματα.
Ένας άλλος πολυτάλαντος τεχνίτης, αν και ανάπηρος, ο Ιωάννης Χρ. Κολοκύθας, αποδείχτηκε σ’ όλα τα χρόνια αυτά πολύπλευρα χρήσιμος, τόσο σε οικοδομικές εργασίες, όσο και σε μηχανικές, με κύριο γνώρισμα την παροχή αυτών των υπηρεσιών, κατά το πλείστον, δωρεάν.
Επίσης ο αείμνηστος Σωτ. Βασ. Μπουρμπούνης, πραγματικός χρυσοχέρης, εκτός από οικοδομικές εργασίες, χτίσιμο-σοβάτισμα, είχε ιδιαίτερα υψηλή επίδοση στην επεξεργασία ξύλου με τα περίφημα κοντάκια, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι θεωρούσαν ότι είναι κάποιου σύγχρονου εργοστασίου.

Ξυλουργοί – Βαρελάδες

Τα στοιχεία των ονομάτων των επαγγελματιών ανταποκρίνονται στην από το 1900 και μετά περίοδο ήτοι:
Αδελφοί Γεώργιος και Δημήτριος Κων. Κωστούλα, Σωτήριος Δημ. Σταμοκώστας, Νικ. Χρ. Κωστούλας καρεκλοποιός και βαρελάς, Νικ. Σπ. Μπακογιάννης και βαρελάς και μπετατζής, Γρ. Σπ. Καραγιάννης, Ιωάν. Σπ. Μπακογιάννης, Γεώρ. Σπ. Λάμπος, Ευάγ. Ανδρ. Βελής και βαρελάς και κτίστης, Γεώρ. Δ. Μπαρτσώκας, Ευάγ. Ι. Σκαραφίγκας και βαρελάς, Δημήτριος Σφυρής βαρελάς, Γεώρ. Βασ. Νταλιάνης βαρελάς, Χρ. Γρ. Λαγός, Θεοφ. Αθ. Ζαχαρής και βαρελάς, Κώστας Γ. Τσιόγκας, Ευάγ. Ν. Παραπέρας, Ιωάν. Γ. Κωστούλας. ( Μαρτυρίες: Χρ. Γρ. Λαγός, Δημ. Χ. Κύρκος).
Δυστυχώς στο πέρασμα όλων αυτών των εποχών δεν κατάφερε κανένας ν’ ανοίξει ένα ξυλουργικό εργοστάσιο, παρά την ύπαρξη πρώτων υλών στην πλησίον ορεινή περιοχή.

Κεραμοποιοί

Όπως και στα άλλα επαγγέλματα, έτσι και στην κεραμοποιΐα, οι συγχωριανοί μας είχαν τις ανάλογες επιδόσεις. Τα στοιχεία των ονομάτων των επιτηδευματιών ανταποκρίνονται στην τελευταία δεκαετία του 1800 και μετά. Ήτοι:
Κων. Δημ. Μπακογιάννης στις «Αλεπότρυπες», Ιωάν. Γεωρ. Τσατσαρής, Μαντζώρα Άνω Φτέρης, Γλύνες και Κατώγεια, Αναστ. Γ. Κουκούλης, Αλεπότρυπες,, Γεώρ. Κ. Ευσταθίου και Δημ. Βάγια Μυλωνάς, Γλύνες.(Μαρτ. Δημ. Γ. Σταμοκώστας, Χρ. Γρ. Λαγός).

Μουσικοί

Από τα παλιά χρόνια δεν έχουμε κάποια πληροφορία για συγκεκριμένο μουσικό. Στα νεώτερα γνωρίσαμε τον Νίκο Τσατσαρή με τα παιδιά του Γιώργο και Θεοφάνη, οι δύο πρώτοι στο βιολί και ο τελευταίος στην κιθάρα, ο οποίος έφαγε ψωμί από αυτή για κάποιες δεκαετίες, κατά τα λαϊκά πανηγύρια.

Ασβεστοκάμινος

Υπήρχε μία και μοναδική στην περιοχή μας και αυτή κάτω από τη Γουλινά, όπου αφθονούν οι ασβεστόλιθοι. Την ενεργοποιούσε ο εκ Παλαιοβράχας Τάσος Κολοβός, που φορούσε και φουστανέλες, ήταν δε γαμπρός του συγχωριανού μας Ταξ. Κόρακα. Το 1946 ενεργοποίησαν καμίνι στη Γουλινά οι Καραΐσκος Γεώργιος και Κώστας Ασβεστάς από Γαρδίκι (μαρτυρίες Δημ. Γ. Σταμοκώστα και Χρ. Γρ. Λαγού).

Χασάπηδες

Και εδώ τα στοιχεία ξεκινούν από τις ίδιες παραπάνω εποχές. Ήτοι: Γεώργ. Βασ. Σταμοκώστας, Ιωάν. Γρ. Αρκούδας, Νικ. Σωτ. Κύρκος, Ιωάν. Βάγια Καραγιάννης και ο γιός του Βάγιας Ι. Καραγιάννης, Γεώρ. Κ. Σταμοκώστας, Σωτ. Λαμπ. Σταμοκώστας, Ηλίας Νικ. Παταργιάς, Ηλίας Δ. Μπιζαρμάνης από Χάνια Καμπιών, Ιωάν. Γ. Κωστούλας, Κων. Αρ. Κούκουνας από Χάνια Καμπιών, Ιωάν. Χρ. Τσιούστας, Αθ. Γ. Σκαραφίγκας, Δημ. Ι. Τσιούστας, Γεώρ. Ευαγ. Κυρίτσης και Ευάγ. Ι. Λάμπος. Ενδεχομένως να είναι και άλλοι περιστασιακοί που μας διαφεύγουν.(Μαρτ. όπως παραπάνω).

Πρακτικός οδοντίατρος και πρακτικές μαμές

Πρόκειται για μια ειδικότητα εξόχως σωτήρια για την τότε εποχή του 1900 και μετά, όπου η ύπαρξη οδοντιάτρων απαντώνταν μόνο στα αστικά κέντρα.
Το ρόλο του σωτήρα έπαιξε για πολλές δεκαετίες ένας σεμνοπρεπής συγχωριανός μας ο αείμνηστος Γεώρ.Ταξ. Τσιόγκας, ο οποίος με προθυμία κάθε φορά έσπευδε να επιτελέσει το λειτούργημά του. Τρία ήταν συνολικά τα εργαλεία, που χρησιμοποιούσε με κύριο την περίφημη «δοντάγρα» (εξολκέας), τα οποία διαφυλάσσει ο γιος του Κώστας. Αξέχαστο θα μείνει το
επιφώνημα, όταν, μετά από κάθε εξαγωγή, σπεύδαμε να πετάξουμε το δόντι πάνω στα κεραμίδια λέγοντας: «πάρε κρανοκόκαλο και δώσε μ΄σιδερένιο».
Εκτός από τον πρακτικό οδοντίατρο και τα γιατροσόφια, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι τότε υπήρχαν και οι πρακτικές μαίες. Το ρόλο αυτό συνήθως αναλάμβαναν οι γερόντισσες, όσες από το χαρακτήρα τους ήταν λίγο τολμηρές και έξυπνες. Πρέπει να τονίσουμε τη μεγάλη θνησιμότητα που είχαν οι επίτοκες ή οι λεχώνες γυναίκες, από έλλειψη ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και στοιχειώδους καθαριότητας. Πάμπολλες οι περιπτώσεις,που οι γυναίκες γεννούσαν μόνες στα χωράφια ή πέθαιναν επάνω στον τοκετό ή στη διάρκεια της λοχείας, χωρίς καμιά ιατροφαρμακευτική κάλυψη και φροντίδα.

Κατ(ι)νάρηδες. (Τσοπάνηδες στα γιδοπρόβατα του χωριού)

Το μοντέλο της οικιακής οικονομίας στα παλιά χρόνια επέβαλλε στην κάθε οικογένεια να συντηρεί ένα αριθμό αιγοπροβάτων (2-15) για να μπορεί να επιζήσει από τα προϊόντα τους.
Λόγοι εξασφάλισης όμως εργατικών χεριών για τις κύριες γεωργικές εργασίες, τους οδήγησαν στη λύση διορισμού ενός κοινού τσοπάνου, που τον ονόμαζαν «κατινάρη». Η αμοιβή του ήταν σε είδος συνήθως καλαμπόκι. Στο ρόλο αυτό εργάστηκαν κατά καιρούς: Γεώρ. Ιωάν. Κυρίτσης, Ευάγγελος Μπαλτσάκης, Ταξ. Δ. Κόρακας, ο οποίος όταν γεννούσαν κάποια ζωντανά, έβγαινε στη θέση «ψηλό λιθάρι» και με τη βροντερή φωνή του ειδοποιούσε τον εκάστοτε ιδιοκτήτη να πάει να παραλάβει τα νεογέννητα. Άλλοι ήταν, Νικ. Πατακιάς από Καμπιά, Δημ. Γ. Κυρίτσης, Ντίνος Δ. Σταμοκώστας, Τσακμάκης …. από Σπερχειάδα (σόγαμπρος) και ίσως άλλοι των οποίων διαφεύγουν τα ονόματα.

Αγροφύλακες

Λίγα λόγια για το θεσμό.
Ο αγροφύλακας ή δραγάτης αποστολή είχε να φυλάσσει τους καρπούς και τις βοσκές στα χωράφια. Για τις υπηρεσίες του πληρωνόταν κάθε χρόνο από τους ιδιοκτήτες συνήθως σε είδος. Έφερε ειδική στολή και κυνηγετικό όπλο. Εκτιμούσε τις ζημιές από τρίτους στα χωράφια, εξακρίβωνε και συλλάμβανε τους παραβάτες και τους οδηγούσε στο δικαστήριο.
Με τον Νόμο 4492 του 1927 η αγροφυλακή έγινε κρατική κατά πρώτο στην Κρήτη, λόγω των αυξημένων παραβάσεων. Ο θεσμός επεκτάθηκε σ’ όλη την Ελλάδα το 1937 με τον αναγκαστικό νόμο του Μεταξά 1010. Το 1954 με τον νόμο 3030 έγινε πλήρης Κρατικοποίηση του Σώματος, τα διοικητικά μέλη του οποίου πληρώνονταν από το Κράτος. Το δε 1976 χαρακτηρίστηκαν και οι αγροφύλακες δημόσιοι υπάλληλοι και έπαιρναν μισθό από το Δημόσιο.
Στο τέλος του 1997 το επάγγελμα καταργήθηκε και παρέμεινε μόνο το διοικητικό κομμάτι ως Αγρονομείο.
Στο θεσμό κατά διαστήματα υπηρέτησαν: Γεώρ. Φωτ. Σταμοκώστας, έδρα Χιλιομοδόρραχη, Μήτρος Φωτ. Σταμοκώστας, Βασ. Ανδρ. Μπογιώτας, Ταξ. Δ. Κόρακας, έδρα Παλιάμπελα, Γεώρ. Ταξ. Τσιόγκας, Αναστάσιος Παταργιάς, Ιωάννης Ζαχαρής (Ρωμαλέας), Νικ. Ε. Καργιώτης, Ιωάν. Δ. Σταμοκώστας, Δημ. Ταξ. Κόρακας, Ευάγ. Ν. Καργιώτης και τελευταίος Θεοφ. Γ. Κυρίτσης.                                         

Σαγματοποιοί (Σαμαράδες)

Τα γνωστά μας τετράποδα, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, πέραν από τις υποχρεώσεις τους για την καλλιέργεια της γης ήταν επιφορτισμένα και για τη μεταφορά των προϊόντων και των ανθρώπων. Ανάλογα με το μέγεθος, την ηλικία και την υγεία του κάθε ζώου, ήταν και η μεταφορική του ικανότητα. Για όλα αυτά απαραίτητη ήταν η κατάλληλη αρματωσιά του, που δεν ήταν άλλη από το γνωστό μας σαμάρι, η έννοια του οποίου χρησιμοποιείται και σε πολλές των αλληγορικών μας εκφράσεων. Το σαμάρι αυτό για τον αγροτόκοσμο ήταν η καρότσα του φορτηγού ή η θέση του λεωφορείου, ο δε κατασκευαστής του ονομαζόταν «σαμαράς».
Στο χωριό μας στα νεώτερα χρόνια γνωρίσαμε κυρίως δύο: Τον Βασ. Σωτ. Μπουρμπούνη και τον Ιωάν. Ευαγ. Ζαχαρή, τα εργαλεία του οποίου φυλάσσουν τα παιδιά του Βαγγέλης και Θανάσης. Σε έκτακτες περιπτώσεις το επάγγελμα ασκούσε και ο πολυτάλαντος Γιάννης Χρ. Κολοκύθας.                                                             

Γανωτήδες

Τα παντοειδή χάλκινα σκεύη μαγειρικής, στις παλιές εποχές, είχαν ανάγκη εσωτερικής επάλειψης, κατά τακτά διαστήματα, από ένα συγκολλητικό κράμα κασσίτερου και μολύβδου, που το λέγανε «καλάϊ».
Στα νεώτερα χρόνια γνωρίσαμε στο χωριό μας τους: Αποστόλη Καλαντζή, Αθαν. Γρίβα, από Ευρυτανία, που φιλοξενούνταν στο σπίτι Σωτ. Λ. Σταμοκώστα, Αθαν. Ι. Τσιτούρα και Θεοφ. Απ. Καλαντζή. Όλοι εργάζονταν με έδρα το σπίτι τους.                                                 

Υδρονομείς (νεροφόροι)

Μεγάλος ήταν ο πονοκέφαλος για τη διανομή του πολύτιμου αγαθού στις καλλιέργειες, το οποίο σε πολλές των περιπτώσεων δημιουργούσε σοβαρά επεισόδια μεταξύ των καλλιεργητών και των υδρονομέων, λόγω του κινδύνου από την έλλειψή του να χαθούν οι σοδειές, πράγμα που πολλές φορές συνέβαινε. Ο κάμπος μας δυστυχώς δεν είχε αυτή την επάρκεια, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια με την επιτυχημένη γεώτρηση, που πραγματοποιήθηκε, λύθηκε σχεδόν το πρόβλημα έστω και μερικώς.
Πραγματικό λαβύρινθο αποτελούσε ο τρόπος διανομής του νερού που μοιραζόμαστε με τους καλλιεργητές του γειτονικού μας χωριού Λευκάδα. Χρειάζονταν γερά μαθηματικά και εξειδικευμένη ικανότητα για να διανείμει κανένας με επιτυχία το νερό αυτό. Το φορτίο αυτό σήκωσαν κατά καιρούς οι εξής: Νικ. Σωτ. Παραπέρας (έμεινε στην ιστορία το επιφώνημα: Όοορα Παραπέεερα κόψ’ το νερόοο), Βασ. Νικ. Ζαχαρής, Νικ. Οδυσ.. Παταργιάς, Γεώρ. Κων. Πλιάτσικας, Ιωάν. Ευαγ. Καργιώτης, Νικ. Κ. Μακρής, Χρ. Σωτ. Παραπέρας, Κων. Ι. Λαγός, Γεώργιος Σπ .Καραγιάννης, Νικ. Ι. Αρκούδας, Νικ. Β. Ζαχαρής, Χρ. Ι. Κολοκύθας, Γεώρ. Νικ. Κουκούλης, Κων. Ιωάν. Κολοκύθας, Βάγιας Αρ. Κύρκος, Δημ. Σωτ. Μπουρμπούνης, Δημ. Νικ. Παραπέρας, Ευθ. Γ. Παπακώστας, Δημ. Χρ. Κύρκος, Ιωάν. Μιλτ. Ζαχαρής, Γεώρ. Ευαγ. Κυρίτσης. τελευταίος.(μαρτυρίες Δημ. Χρ. Κύρκου, Χρ. Γρ. Λαγού και Δημ. Γ. Σταμοκώστα).
Για κάποιο διάστημα του χρόνου υδρονομείς υπηρετούσαν και στην Άνω Φτέρη, οι οποίοι έφερναν το νερό και στην Κάτω και μέχρι τον Ιούλιο μήνα. Μεταγενέστερα, όταν προέκυψε ανάγκη διορισμού υδρονομέα στην Κάτω Φτέρη, περιορίστηκε η καλλιέργεια των κηπευτικών στην Άνω. Συνεχίστηκε όμως ο διορισμός υδρονομέα στην Άνω, όπου συγκρατούμε τα ονόματα των: Ηλία Ν. Παταργιά, Γεωρ. Δ. Αργύρη, Ντίνου Δ. Σταμοκώστα, Δημ. Ταξ. Κόρακα, Γεωργ. Σπ. Καραγιάννη και τελευταία Κων. Ι. Σταμοκώστα.
Στην Κάτω: Κων. Γ. Μπαλτσάκης, Θεοφ. Απ. Καλαντζή Δέσπ. Αθ. Γεωργίου, Αν. Γ. Μπαλτσάκη και Ευαγ. Ι. Μυλωνά.
Το βέβαιο είναι ότι στο θεσμό υπηρέτησαν και άλλοι κατά περιόδους, αλλά δεν συγκράτησε η μνήμη τα ονόματά τους.

Από τό βιβλίο   Ελλάδα Πατρίδα μου-Φτέρη Χωριό μου υπο Β.Σταμοκώστα