kodogianeoi

                                         «Δώδεκα Κοντογιανναίοι δεκατρείς ταμπουράδες (παροιμία)»

                                                                        Η καταλειφθείσα νοοτροπία των Πασάδων και οι Αγνοί Πατριώτες.

Με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου μου: «ΟΙ ΣΤΑΜΟΚΩΣΤΑΙΟΙ, ΠΑΠΠΟΝ ΠΡΟΣ ΠΑΠΠΟΝ, ΔΥΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ», χρησιμοποίησα ορισμένα κομβικά ιστορικά στοιχεία του χωριού, που αναφέρονται κυρίως στην ιστορία των τιμηθέντων πρόσφατα ηρώων προγόνων μας Τριαντάφυλλου Κατσούδα και Νίκου Φτέρη, με την ανέγερση των προτομών τους. Θεώρησα χρέος μου, αυτά να γίνουν γνωστά σε όσους ήρθαν, έρχονται και θάρθουν, όχι μόνον στους απογόνους των Σταμοκωσταίων, αλλά σε όλους τους φτεριώτες και Έλληνες πατριώτες, μέσα και από το παρόν άρθρο:

1ον). Ο ακούραστος Φτεριωλάτρης, ερευνητής - «τρυποφράχτης» - συγχωριανός μας Σπύρος Βασιλείου Παπακώστας, συμπληρώνει τη σύνθεση της ιστορίας του χωριού μας, με ένα αξιόλογο ιστορικό χρονικό, που έλαβε χώρα το 1843 στον ναΐσκο του Αγίου Δημητρίου, στα τότε «Καλύβια», όπου το σημερινό χωριό Φτέρη. Είναι γνωστό ότι το 1843 το τότε Στράτευμα, δια των στρατηγών Καλλέργη και Μακρυγιάννη διαμαρτυρόταν μπροστά στα ανάκτορα για την ψήφιση Συντάγματος, και ο βασιλιάς Όθωνας ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους. Μας ενημερώνει λοιπόν ο Σπύρος Παπακώστας για το πώς και πού διεξήχθησαν οι διαδικασίες στο χωριό μας:

« Μετά τις διαμαρτυρίες του Στρατού την Γ Σεπτεμβρίου 1843 στην Αθήνα ο νεαρός βασιλιάς Όθων προκήρυξε εκλογές δυνάμει νόμου του Ιωάν. Καποδίστρια του 1829 της 4ης Μαρτίου ,του 23ου ψηφίσματος, άρθρο 5, για την ανάδειξη εκλεκτόρων από τους ψηφοφόρους της Επικράτειας, στο περιεχόμενο του οποίου, νόμου, περιλαμβανόταν και το κείμενο του εν λόγω όρκου, το οποίο είχε ως εξής: «Ορκίζομαι εν ονόματι της Παναγίας και αδιαιρέτου Τριάδος, ενώπιον του θυσιαστηρίου τούτου της αληθείας, να μην δώσω την ψήφον μου, ούτε δια φιλίαν, ούτε δια μίσος, ούτε δια φόβον, ούτε δια ελπίδαν προσωπικού κέρδους, αλλά κατά την συνείδησίν μου και χωρίς καμίαν προσωποληψίαν. Το αυτό επανέλαβον όλοι οι πολίται υψώνοντας την δεξιάν των χείραν».

Οι εκλέκτορες ή παραστάτες εκλέχθηκαν επεισοδιακά σε τρεις φάσεις: Τότε ψήφιζαν μόνο οι οικογενειάρχες, οι οποίοι ήταν συνολικά 104.

Κατά την πρώτη φάση 26/9/1843, η διαδικασία διεκόπη πολλές φορές , με αντεγκλήσεις των ψηφοφόρων και παρεμβάσεις της φρουράς, με αποτέλεσμα το πρακτικό να μην ολοκληρωθεί.

Κατά τη δεύτερη φάση 1/10/1843, ψήφισαν 66 οικογενειάρχες και ανέδειξαν εκλέκτορες ή παραστάτες τους: Ιωάννη Σκουρογιάννη, Αθανάσιο Νικ. Φτέρη και Ιωάννη Κυρκογιάννη.

Κατά την τρίτη φάση 10/10/1843 ψήφισαν 37 οικογενειάρχες και εξέλεξαν τους: Λάμπο Ξάνθη [ή Πλατιά], Αθανάσιο Τζορέκη και Κώστα Στάμου.

Σύμφωνα με τον αριθμό των ψηφοφόρων οι εκλέκτορες ή παραστάτες θα ήταν τρεις, οι οποίοι θα πήγαιναν στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, την Υπάτη, στη συνέλευση της οποίας θα ψήφιζαν τους πληρεξούσιους για την Συντακτική Συνέλευση, που θα γινόταν στην Αθήνα.

Τις διαδικασίες των εκλογών για ανάδειξη εκλεκτόρων τις κατηύθυναν οι προεστοί του Γαρδικίου και των Καμπιών αφού ο δικός τους δημογέροντας είχε πεθάνει, ο Νίκος Φτέρης.

Η εκλογική διαδικασία έγινε εντός του ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου και συμμετείχαν σ’ αυτή και οι ιερείς της Φτέρης Γεώργιος Αθανασίου και Γεώργιος Δεσποτόπουλος.

Στην Υπάτη για την ανάδειξη των πληρεξουσίων κατά τη Συνέλευση οι παρατάξεις ήταν δυο: Η πρώτη με το Γεώρ. Αινιάνα και τον Ευάγ. Κοντογιάννη και η δεύτερη με τον Δημ. Χατζίσκο και τον Χρ. Ζωγραφίδη, οι οποίοι νικητές θα συμμετείχαν στην Συντακτική Συνέλευση των Αθηνών το 1844, που τελικά ψηφίστηκε η Συνταγματική Μοναρχία. (Πηγές: Σπύρ. Β. Παπακώστας: ΓΑΚ 1846361-36 και ΓΑΚ 1646699-79).

2ον). Κατά τις ερευνητικές μου προσπάθειες εύρεσης στοιχείων των εξ αίματος συγγενών μου, ήρθα σε επαφή με την εκ Παλαιοβράχας οικογένεια, απογόνων, του Ανδρέα Πολίτη, η γυναίκα του οποίου, η Γεωργούλα, ήταν αδελφή του Στέλιου Σπύρου Σταμοκώστα. Η εγγόνή της Γεωργούλας η Ελένη Φωτίου Πολίτη – Κηπουρού, μου έδωσε τα σχετικά στοιχεία: Η Γεωργούλα απέκτησε τρεις γιούς και μια κόρη. Το Γιώργο,τον Φώτη, τον Σπύρο και την Κυρούλα. Οι δυο γιοί ο Γιώργος και ο Σπύρος έγιναν στρατιωτικοί γιατροί – Αρχίατροι ε.α. Τους οποίους και γνώριζα εξ αποστάσεως.

Ο Γιώργος το 1989 έγραψε ένα βιβλίο «Σκόρπιες μνήμες και διαλογισμοί», μέσα στο οποίο φιλοξενούνται πολλά σπουδαία, αναφορικά με τα ήθη και έθιμα του χωριού του, λαογραφικά στοιχεία, το οδοιπορικό της ζωής και της καριέρας του, με διάφορα διδακτικά και εύθυμα , μεταξύ των οποίων και ιστορικά, σε ένα κεφάλαιο, για την οικογένεια των Κοντογιανναίων, εκπρόσωπος της οποίας ο Ευάγγελος, όπως γράψαμε παραπάνω ήταν υποψήφιος για πληρεξούσιος στη Συντακτικη Συνέλευση της Αθήνας. Το Κεφάλαιο «οικογένεια Κοντογιανναίων» συνδέεται άρρηκτα με τους δικούς μας προγόνους Κατσούδα και Φτέρη, γιατί είχαν έρθει μεταξύ τους σε θανάσιμη κόντρα. Αξίζει θεωρώ η καταχώρηση των στοιχείων που παραθέτει ο θείος μου – δεύτερος εξάδελφος του πατέρα μου – για την νοοτροπία των δυνατών τότε, ακόμη και τώρα.

Ο Ευάγγελος ήταν ως γνωστό Συντ/ρχης κατά την επανάσταση του 1821 και υπέγραφε, μετά την απελευθέρωση, τα πιστοποιητικά αγώνων των πολεμιστών για να τους απονεμηθούν τιμητικά διπλώματα και μετάλλια. Υπέγραφε πότε ως Αντ/ρχης και πότε ως Στρατηγός. Ο Ευάγγελος είχε ένα γιο, τον Νικολάκη ο οποίος το 1911 ήταν 70 ετών και διέμενε στο Αγά (Σπερχειάδα), που ήταν τσιφλίκι του.Παρενθετικά υπενθυμίζουμε ότι τα Κοντογιανναϊΐκα τσιφλίκια εκτείνονταν μέχρι τη Λάσπη (Άγιο Νικόλαο σήμερα) Καρπενησίου. Ακόμη και αυτό το τσιφλίκι του Αι – Γιάννη που αγόρασαν οι Φτεριώτες το 1912, με το υπ’ αριθ. 266 συμβόλαιο του Α. Κοκορίγκου στη Βαρυμπόπη (Μακρακώμη) από την Αγλαΐα Μαυροδήμου, σύζυγο Αλεξάνδρου Μαυροδήμου και θυγατέρα του Ιωάννου Κοντογιάννη, ήταν και αυτό τσιφλίκι τους. Το 1911-1914 ο Γιώργος Πολίτης ήταν μαθητής στο Σχολαρχείο Σπερχειάδας και θυμάται:

«Είχε ο Νικόλαος Κοντογιάννης λοιπόν στη Σπερχειάδα άσπρη Πατριαρχική γενειάδα, φέσι κόκκινο με μαύρο τούλι τυλιγμένο, άσπρο παχύ μουστάκι, μεγάλα μάτια μωραΐτικα, φουστανέλλα, κάλτσες και παπούτσια φουστανελάτικα. Το άλογό του βαρβάτο, άσπρο με ασημοκαπνισμένα γκέμια, σέλα δερμάτινη, πάνω της ήτανε ενσωματωμένες λίρες, γνήσιες ή ψεύτικες, οι οποίες γυάλιζαν στον ήλιο.

Ποτέ δεν έβγαινε μόνος του, αλλά πάντοτε καβάλα συνοδευόμενος από αγροφύλακες από 6 μέχρι 12, που κάποιο καιρό στο σύνολό τους ήταν στα τσιφλίκια του. Είχε τότε το Αγά δικό του, τα γουρονολείβαδα στη Μεσοποταμία, τον Τσιρλιά στην Παλαιοβράχα, το Μουτσουράκι στον Τυμφρηστό, το Καρά-χασάνη στο Δομοκό και άλλα αλλού.

Όταν επρόκειτο να μεταβεί για επιθεώρηση στα τσιφλίκια του ή προς τη Λαμία, μετακαλούσε όλους τους αγροφύλακές του να τον συνοδεύουν, οι οποίοι είχαν όλοι μεγαλόσωμα ωραία μαύρα άλογα, ενώ το δικό του ήταν άσπρο.

Το σπίτι του ήταν διώροφο στην κορυφή της πλατείας που πάει ο δρόμος προς την εκκλησία από την πάνω πλευρά αριστερά, είχε μεγάλη αυλόπορτα δίφυλλη, πλάτους περίπου τριών μέτρων και μεγάλη αυλή, στο βάθος της οποίας ήταν οι στάβλοι. Όταν επρόκειτο να εξέλθουν, έβγαιναν πάντοτε εν καλπασμώ, με πρώτο τον Κοντογιάννη ο οποίος φορούσε μικρό δερμάτινο σελάχι, το οποίο φιλοξενούσε ένα μαχαίρι και μια κουμπούρα δίκαννη και η οποία βρίσκεται στο Μουσείο του Αγάθωνα.

Οι αγροφύλακες με μαύρους ντουλαμάδες, μαύρα μικρά ψαλιδισμένα μουστάκια, χιαστί φυσιγγιοθήκες και αραβίδες γκρα. Όποιος δεν παραμέραγε καλά σκοτωμένος τον πάταγαν τα άλογα. Ήταν ο πασάς της περιοχής, και νεώτερος προ του 1900 είχε σωματοφύλακα τον μετέπειτα λήσταρχο Καρακώστα, ο οποίος ήταν οπλισμένος με μαχαίρι, φορούσε γουρουνοτσάρουχα και ήταν πολύ ταχύς στα πόδια. (Όταν ήταν ληστής μέσα σε 48 ώρες κάλυψε την απόσταση Λαμία – Πεντέλη).

Λέγεται ότι, όταν κάποτε ο Κοντογιάννης επιστρέφοντας από τη Λαμία με τον Καρακώστα, υπό κατακλυσμιαία βροχή, πέρασε κατεβασμένο το Σπερχειό καβάλα στ’ άλογο, με τον Καρακώστα στα καπούλια του αλόγου, όταν έφθασε λίγα μέτρα από το σπίτι του σκόνταψε το άλογό του και τον έριξε κάτω. Σηκώθηκε και έβγαλε την κουμπούρα και το σκότωσε. Ο Καρακώστας έβγαλε τη σέλα και τα χάμουρα και τα συμμάζεψε, και σε λίγο ήρθαν οι γύφτοι, το έγδαραν και του πήραν το τομάρι και το κρέας το πέταξαν.

Επίσης όταν ένα απόσπασμα χωροφυλακής έπιασε ένα ζωοκλέφτη και τον πήγαιναν προς τη Λαμία, οι συγγενείς του πήγαν στον Κοντογιάννη για προστασία για ν’ αφήσει ελεύθερο το Μήτρο.. Ο Κοντογιάννης έστειλε αμέσως ένα αγροφύλακα για να τον αφήσει ελεύθερο. Ο επικεφαλής Ανθυπομοίραρχος είπε στον καταφθάσαντα αγροφύλακα: Άντε ρε φύγε από δω που θ’ αφήσω ελεύθερο το Μήτρο που ρήμαξε τα κοπάδια του κοσμάκη, Άντε στο καλό σου και συ και το αγράμματο αφεντικό σου.

Μόλις ο Κοντογιάννης πληροφορήθηκε την απάντηση του Ανθ/ρχου, καβαλάει τ’ άλογο και με συνοδεία των αγροφυλάκων του προλαβαίνει το απόσπασμα στα Λουτρά Υπάτης. Απόλα τον τώρα να μη σε κλαδέψω, που θα με πεις εμένα αγράμματο. Τι να κάνει ο Ανθ/ρχος Κοντογιάννης ήταν αυτός, τον απέλυσε.

Όλη του την περιουσία αργότερα ο μοναχογιός του Ευάγγελος, τη σπατάλησε στα χαρτιά»!

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να γράφει και καλά λόγια για τον Κοντογιάννη, ότι ήταν καλός και όμορφος, ότι εξελέγη βουλευτής δυο – τρεις φορές κλπ.

Έχω την πεποίθηση πως ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτά και από πρώτο χέρι εισπράττει την κληρονομηθείσα κατάσταση και νοοτροπία των Κοντογιανναίων «αρματωλών» (ίσως ορθότερα ληστάρχων), έμπιστων του Αλή πασά και εν συνεχεία καπεταναραίων του 1821. «Δώδεκα Κοντογιανναίοι δεκατρείς ταμπουράδες» έλεγε η παροιμία, γιατί όταν ήρθαν απ’ το Χαλκιόπουλο του Βάλτου στην Υπάτη, είχαν μαζί τους 50 – 80 άνδρες σαν την πάστα τους. Πήραν με τη βία την εξουσία και δεν καταλάβαιναν Θεό! Τέτοιους ήθελε ο Αλή Πασάς για να μεγαλώνει το Δοβλέτι του και να φθάσει στο σημείο να θέλει, να κάνει το δικό του κράτος και τελικά να φάει το κεφάλι του.

Για χάρη των Κοντογιανναίων έφαγε τον αγνό πατριώτη και ανδρειωμένο Κατσούδα. Μόλις ο Κατσούδας τότε που πήγε καλεσμένος του Αλή στα Γιάννενα, για δήθεν συμφιλίωση του είπε: «ας διώξουμε τους Βαλτινούς και τους Κοντογιανναίους», φώναξε τον δήμιο (τζελάτη), και του πήρε αμέσως το κεφάλι, κατά πως το δημώδες μοιρολόι εξιστορεί.

Αργότερα, μετά την απόκτηση της ελευθερίας, για χάρη των τσιφλικιών τους, έφαγαν – δηλητηρίασαν με δόλο και τον ικανό δημογέροντα Νίκο Φτέρη, γιατί διαφωνούσαν για την εγκαθίδρυση της έδρας της δημογεροντίας. Ο μεν Νίκο Φτέρης ονειρευόταν να την εγκαταστήσει στο χώρο μεταξύ Φτέρης και Παλαιοβράχας και να μεταφέρει την εβδομαδιαία αγορά από τον Άγιο Σώστη στον Άμπλα Παλαιοβράχας, οι δε Κοντογιανναίοι Μήτσος και Βαγγέλης να την εγκαταστήσουν στο Αγά (είχε τότε 15-20 καλύβες των κολίγων) για ν’ αξιοποιήσουν τα γύρω τσιφλίκια τους. Εννοείται ότι τα τσιφλίκια τα απέκτησαν τόσο κατά την περίοδο των υπηρεσιών τους, ως αρματωλών, στον Αλή πασά από την υπέρμετρη και βάρβαρη φορολογία των ραγιάδων Ελλήνων, όσο και από τις κατακρατήσεις των μισθών των αξιωματικών και στρατιωτών κατά την επανάσταση. Μια μικρή γεύση παίρνει ο αναγνώστης από τις επιστολές του Νίκου Φτέρη, όντας το 1826 ως υπαξιωματικός στο κάστρο του Ακροκόρινθου υπό τον Ανδρίτσο Σιαφάκα, παρακαλάει το Υπουργείο πολέμου να μην επιτρέψει την κατακράτηση των μισθών του τόσο αυτού όσο και άλλων συντρόφων του από τον οπλαρχηγό τους.

Θέσπιζε νόμους και όρκους ο δόλιος Καποδίστριας να αποτρέψει την ιδιοτέλεια, αλλά οι Μαυρομιχαλαίοι – τύπου Κοντογιανναίων – τον έφαγαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυριδωνα στο Ναύπλιο! Μήπως η νοοτροπία αυτή εξακολουθεί να μας διακρίνει ακόμη σήμερα υπό ευγενέστερες μορφές και βρισκόμαστε σ’ αυτό το μαύρο χάλι!

Βασίλης Δ. Σταμοκώστας

Φτέρη 18/2/2019