Αφήγηση Βασίλειος Δημ.Σταμοκώστας
Θα μπορούσε κανένας να ονοματίσει τα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια με, πέραν των άλλων, τους βαρείς χειμώνες, και με αφορμή τις φετινές πολικές θερμοκρασίες.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι το Χειμώνα του 1945, όντας 8 χρονών, που περίπου το 75% των σπιτιών και αχυρώνων του χωριού είχαν γίνει στάχτη κατά την πυρπόληση των χωριών από τους Γερμανούς στις 15/8/1944.
Τι απελπισία, τι καημός, τι αγανάκτηση, για τους ολετήρες της ζωής των δύστυχων κατοίκων της Δυτικής Φθιώτιδας και της Ελλάδας μας γενικότερα.
Τι να προλάβει ο καθένας να συμμαζέψει από γεννήματα. Τριφυλλοσπόρια, καλαμπόκια, σταφύλια, σπορά γρασιδιών και σιτηρών και που να τ’ αποθηκεύσει αφού οι αχυρώνες είχαν καεί μαζί με τα σπίτια, λίγοι ήταν οι τυχεροί που τα γλύτωσαν και όσοι είχαν στον κάμπο καλύβες.
Δεν έφθανε αυτό! Έπρεπε, πριν πιάσει ο καιρός να κόψει και να κουβαλήσει ξύλα απ’ το βουνό για τον βαρύ χειμώνα και πάν’ απ’ όλα να φτιάξει καμιά πρόχειρη κατοικία και στάβλο για τα ζωντανά.
Το σπίτι μου, μισοκαμένο, σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην τολμηρή και έγκαιρη επέμβαση των οικείων μου και την ύπαρξη άφθονου κρασιού στο υπόγειο, αντί για δυσεύρετο νερό, που χρησιμοποιήθηκε για το σβήσιμο της φωτιάς, τη στιγμή που οι αχυρώνες και όλα της γειτονιάς είχαν καεί ολοσχερώς. Στο σπίτι αυτό κατοικούσαμε τρεις οικογένειες και φιλοξενούσαμε άλλες δυο πυρόπληκτων συγγενών, του Σωτ. Λ. Σταμοκώστα και του Στέλιου Σπ. Σταμοκώστα.
Τα ζωντανά μικρά και μεγάλα βολεύτηκαν άλλα σε στέγαστρα στ’ αποκαΐδια των αχυρώνων και άλλα σε αυτοσχέδιες βλαχοκάλυβες στον κάμπο «Βατοκάμπι», και τι να τα ταΐσεις. Οι μέχρι τότε αποθηκευμένες σοδειές, τριφύλλι, άχυρο κ.λπ. είχαν καεί μαζί με τις αχυρώνες.
Μέσα σ’ όλ’ αυτά ήρθε ο βαρύς κι’ ασήκωτος Χειμώνας. Αλλά /«η πενία τέχνας κατεργάζει» /απαντάει το αρχαίο γνωμικό μας ή /«η σφίξη βγάζει το λάδι»/ κατά τη θυμόσοφη παροιμία μας.
Η μάχη με το χρόνο δινόταν σε 24ωρη βάση. Το πανέμορφο, ολοπράσινο δάσος μας οι Ούννοι δεν μας το ’καψαν. Όλον το Οκτώβρη και Νοέμβρη και όσο τα φύλλα των δένδρων κρατιούνταν στα κλαδιά, οι κάτοικοι επινόησαν τρόπους αποθήκευσης, παραδοσιακούς.
Σ’ όλο το «Κεφαλάρι, ακόμη και στο «Μετόχι» όπου υπήρχαν δυο, τρία ή τέσσερα δένδρα σε απόσταση 2-5 μέτρων το καθένα, επινοήθηκε το θημώνιασμα των κλαδιών ανάμεσά τους, το ύψος των οποίων έφθανε τα 2-3 μέτρα συνήθως. Πάνω – πάνω φρόντιζαν να τις στεγανοποιούν με κλαδιά άλλων ανθεκτικών φυλλωμάτων και κλαδιών ή και με χώμα.
Το σημαδιακό 1945 το χιόνι είχε περάσει τα δυο μέτρα.
-Θυμάμαι τον πατέρα μου ένα πρωινό που κατάφερε να κάνει τούνελ μεταξύ του δικού μας σπιτιού και των Κωστουλαίων απέναντι για εξασφάλιση επικοινωνίας και τυχόν αλληλοβοήθειας.
Για τη μεταφορά του «κλαρί» απ’ το «Μετόχι» οι χωριανοί δεν πήγαιναν μεμονωμένα. Μαζεύονταν μια παρέα 3-5 άτομα, δεμένοι μεταξύ τους με τριχιά, μην τυχόν κάποιος πέσει σε επικίνδυνο μέρος, να μπορέσει ν’ αναρριχηθεί κ.λπ.
-Μια μέρα – το χιόνι ήταν πάνω από μέτρο – ήμουνα στο μπαλκόνι του σπιτιού και έστηνα μια «πλακοπάιδα» για να πιάσω κανένα πεινασμένο σπουργίτι ή «κομποϊάννο» (πουλί μικρό), και βλέπω 3-4 άνδρες ν’ ανεβαίνουν το δικό μας σοκάκι, δεμένους μεταξύ τους για να μεταφέρουν κλαρί απ’ το «Κεφαλάρι». Μεταξύ τους και ο μπαρμπα-Βαγγέλης ο Μπαρτσιώκας, ο οποίος σε μια στιγμή λέει στους συντρόφους του να σταματήσουν. Κάθεται πάνω στο χιόνι, βγάζει τα τσαρούχια του, τα δένει στον ώμο του, και συνέχισε να περπατάει πάνω στο χιόνι ξυπόλυτος.
Μετά από κανα – δυο ώρες περίπου τους είδα να περνάνε ζαλιγκωμένοι με το πολύτιμο φορτίο στον ώμο και άλλοι να γλιστρούν και άλλοι να πέφτουν και να σηκώνονται. (Σε άλλους πιο καλούς καιρούς έφθαναν μέχρι την «Κατσαούνω» να κόψουν χαμόκλαδα από έλατα (λατσούδες) και να τις φέρνουν στις γίδες για χλωρασιά να φέρουν λίγο παραπάνω γάλα για τα νεογέννητά τους).
-Για εξασφάλιση χορτοτροφών για τα ζώα θυμάμαι πάλι τον πατέρα μου να πηγαίνει στη Λαμία με τις φοράδες φορτωμένες κρασί στα τουλούμια (δέρματα τράγων) να το πουλήσει και να αγοράσει χορτοτροφές ή ανταλλάξει ανάλογα. Σ’ ένα απ’ αυτά τα ταξίδια είχε πάρει και μένα μαζί του καβάλα στα καπούλια της μιας φοράδας. Καταλήγαμε για φιλοξενία στις βλαχοκάλυβες των Γαλαναίων, που ήταν σ’ένα πουρναρότοπο, όπου σήμερα ο οικισμός «Γαλανέικα». Η γιαγιά του πατέρα μου λεγόταν Ελισσάβετ Γαλανού και ήταν από το Γαρδίκι, είχε δε αδερφή τη μάνα του Θανάση Κύρκου. Εκεί ήταν και μια συνομήλική μου Γαλανοπούλα με την οποία στήναμε «πλακοπάιδες» μέσα στις πουρναριές. /(Αποτελούνταν από δυο πλάκες 20χ20 εκ. περίπου συγκλίνουσες γυρτά προς τα μέσα, ακουμπώντας σ’ ένα ξυλαράκι στο μέσον και σε, από πάνω, απόσταση 10 εκατοστών. Στο έδαφος κάτω από το ξυλαράκι βάζαμε λίγη μπομπότα αλεύρι ή μερικά σπυριά σιτάρι, τα οποία τα νηστικά και κρυοπαγημένα πουλάκια όταν θα πήγαιναν να το φάνε, κατά το πλείστον πατούσαν πάνω στο ξυλαράκι, οπότε αυτό υποχωρούσε και έπεφταν οι πλάκες και το πλακώνανε)./
/Στο σπίτι, θυμάμαι επίσης τα βράδια, με αυτούς τους βαρείς χειμώνες, η οικογενειακή συνεδρία γινόταν στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς. Τα συζητούμενα θέματα ήταν συνήθως αυτά της επιβίωσης και για μας τα μικρά κανένα παραμύθι της γιαγιάς.
Όταν ερχόταν η ώρα να πάμε για ύπνο, επειδή οι πόρτες και τα παράθυρα έχασκαν και έμπαζαν ξεροβόρι ελεύθερα, για να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη για ύπνο ζεστασιά, πέραν από τις προβατίσιες ή τραγίσιες βελέντζες, μας ζέσταιναν στο τζάκι δυο δαχτυλάκια κρασί στο μπρίκι, στο οποίο διέλυαν ένα κουταλάκι ζάχαρη καφετί (ακατέργαστη), το πίναμε, φιλούσαμε τα χέρια όλων των μεγαλύτερων, τους καληνυχτούσαμε και πηγαίναμε για ύπνο, έχοντας εξασφαλισμένη την «εσωτερική θέρμανση».
Και σου λέει σήμερα ότι δεν ήρθε σύντομα το εκχιονιστικό μηχάνημα ν’ ανοίξει το δρόμο ή ότι το αλάτι πάγωσε και ταλαιπωρήθηκαν οι άνθρωποι κ.λπ., κ.λπ.
Κι’ όμως ζήσαμε!!!
Φτέρη (χιονισμένη) 20 Ιανουαρίου 2017.