Αφήγηση Κων/νος Βασ.Τσίφτης
(εικόνες και μνήμες από τη Φτέρη των 10ετιών 1960 & 1970)
Ο Κυρτσο-Μήτσος ήταν Φτεριώτης. Κυρίτσης Δημήτριος ήταν το όνομά του. Ήταν ένας φτωχός γεράκος, κοντός με μουστάκι και τραγιάσκα, κι ένα κόκκινόμαυρο σακκούλι κρεμασμένο στον ώμο του, από το οποίο πάντα φαινόταν η λαβή μιας κλαδευτήρας. Θυμάμαι που πάντα φορούσε λαστιχένια παπούτσια. Πότε γαλότσες και πότε (όταν ήταν στεγνός ο τόπος), κοντά μέχρι τον αστράγαλο.
Αυτός έμενε στον Κυρτσο-μαχαλά, ψηλά το χωριό και είχε λίγα γίδια (20-25 μαζί και 2-3 τράγους) που τα έβγαζε κάθε μέρα για βοσκή.
Φτωχό, αγροτικό κυρίως χωριό η Φτέρη, που έσφυζε όμως από ζωή. Βέβαια υπήρχαν και οικογένειες που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Αυτές όμως ήταν λίγες (περίπου 10-15 σ΄όλο το χωριό) και τα μαντριά ήταν μέσα στο χωριό, δίπλα στα σπίτια των ιδιοκτητών με όλα τα επακόλουθα!!!
Το κάθε σπίτι έπρεπε να έχει ή να παράγει τα απαραίτητα, ακόμη κι όσοι δεν είχαν κοπάδι, είχαν 2-3 γίδες, γιατί το κάθε σπίτι έπρεπε να έχει το γάλα και το τυρί του, αλλά και κατσίκια για το Πάσχα. Επειδή όμως δεν υπήρχε χρόνος στην οικογένεια να βγάλει τις γίδες για βοσκή, αφού όλοι δούλευαν στα χωράφια από το πρωΐ μέχρι το βράδυ – βλέπετε δεν υπήρχαν τότε τρακτέρ - το έργο αυτό, κάθε χρόνο μετά το Πάσχα και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, το είχε αναλάβει, με κάποια εβδομαδιαία αμοιβή εννοείται, ο Κυρτσο-Μήτσος. Πιο παλιά, η αμοιβή καθοριζόταν σε δημοπρασία είτε κατά μήνα είτε για όλη την εποχή και ήταν όχι σε χρήμα, αλλά σε καλαμπόκι.
Κατέβαινε λοιπόν κάθε πρωΐ με τα γίδια του από το σπίτι του προς την πλατεία, από τον κεντρικό δρόμο. Κάθε σπίτι που είχε γίδια και δεν μπορούσε να τα βοσκήση, τα έβγαζε στο δρόμο και αυτά ενώνονταν με το κοπάδι που περνούσε για να τα πάει όλα μαζί για βοσκή. Αυτή ήταν η λεγόμενη «κατ’νάρα»!!!!
Όταν ο Κυρτσο-Μήτσος έφτανε στην πλατεία, έπαιρνε μια πέτρα και χτυπούσε το παλιό μεταλλικό μοναστηριακό σήμαντρο, που ήταν κρεμασμένο στο δέντρο (βελανιδιά) βόρεια της εκκλησίας. (Αλήθεια ξέρει κανένας τι απέγινε το σήμαντρο αυτό ???). Εκεί μέσα σε λίγη ώρα το κοπάδι μεγάλωνε από τις γίδες που μαζεύονταν από όλα τα γύρω σπίτια. Μετά έπαιρνε το δρόμο προς τα Καμπιά και ανέβαινε προς τη Στεφανόραχη. Έφτανε και πιο πάνω, μέχρι το Ψηλό Λιθάρι και τη Σκλήβιανη. Όταν κάποια γίδα γεννούσε στο βουνό έβγαινε ο τσοπάνης στο Ψηλό Λιθάρι και φώναζε να πάει ο ιδιοκτήτης να πάρει τα νεογέννητα.
Βοσκούσε λοιπόν τα ζώα, όλη μέρα και κατά τις 5 το απόγευμα, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού. Φθάνοντας στην Πλατεία ερχόταν οι γυναίκες να παραλάβουν τα ζωντανά τους. Πολλές γίδες αν δεν τις περίμεναν τ' αφεντικά τους το απόγευμα, πήγαιναν μόνες τους στο σπίτι.
Εκεί στην Πλατεία ενημέρωνε ο κατ’νάρης, αν ο τράγος «περιποιήθηκε» τις γίδες τους και πόσες φορές, ζητώντας βέβαια, πέρα από το βδομαδιάτικο και τα σχετικά χρήματα για το «μαρκάλο»!!!!!
Πρίν από τον Κυρτσο-Μήτσο ήταν και άλλοι κατ΄νάρηδες. Βροντερότερη φωνή από τους παλότερους είχε ο γερο - Κόρακας Ταξιάρχης, ο οποίος ακουγόταν πολλές φορές μέχρι τον κάμπο.
Αυτό γινόταν κάθε χρόνο, όσο το έλεγαν οι δυνάμεις και τα πόδια και Κυρτσο-Μήτσου. Όταν γέρασε και σταμάτησε να βοσκάει τα γίδια του, σταμάτησε και «η κατ’νάρα», που είναι πλέον μια ανάμνηση για μας τους παλιότερους, αλλά και μια λέξη άγνωστη για τους νεώτερους.-