tabouΗ γιορτή του Μιχάλη Γ. Τάμπου, το γραμμόφωνο, η κότα, το τσίπουρο και το ποδήλατο.

1956-1957 είμαστε συμμαθητές στην τελευταία τάξη, την ογδόη, στο Γυμνάσιο Σπερχειάδας, Βασ. Δ. Σταμοκώστας, Μιχ. Γεωρ. Τάμπος και Γεώρ. Κων. Μπαλέσσας.
Ο γράφων έχει ξεμείνει από όλη την παλιά φρουρά των φτεριωτών, γύρω στα 45 παιδιά, άλλοι τελείωσαν, άλλοι διέκοψαν, άλλοι πήγαν στη Λαμία και άλλοι στο ιδιωτικό Μακρακώμης.
Η παλιά θορυβώδης ζωή στη συνοικία των φτεριωτών (Παγκράτι την είχαμε ονομάσει) ,στο δυτικό άκρο της Σπερχειάδας, έπαψε να υπάρχει. Ξέμεινα εγώ, ο Τάκης Γεωρ. Κολοκύθας, ο Μήτσος Κ. Σταμοκώστας (Μητρήνας το παρατσούκλι), αν δεν κάνω λάθος, και μερικοί νεώτεροι: Γιάννης Ηλ. Καραγιάννης, Ευάγ. Κων. Κύρκος, Ιωάν. Γεωρ. Κοντογιάννης, Νικ. Βάγια Κύρκος και μερικοί άλλοι που μου διαφεύγουν.
Έχει προηγηθεί η αποβολή μερικών από το Γυμνάσιο Σπερχειάδας γιατί συνελήφθησαν εν ώρα μαθημάτων να έχουν κάνει σκασιαρχείο και να παίζουν χαρτιά σ’ ένα τύποις μαγαζάκι του Αλέκου Καλαντζή στο βόρειο άκρο και επί του αμαξιτού δρόμου Σπερχειάδας – Μακρακώμης, το οποίο απ’ έξω έγραφε: ΕΞΟΧΙΚΟΝ: Ούζο – τσιγάρα και καφές, δροσάτες λεμονάδες. Αλέκος Καλαντζής.
Αξίζει να σημειώσω ότι η μαθητική αυτή κοινότητα των Φτεριωτών είχε διατυπώσει έντονα το στίγμα της τόσο στην Κοινότητα του Γυμνασίου, όσο και στην Κοινωνία της Σπερχειάδας.
Όπως μου εξομολογούνταν στα μετέπειτα χρόνια παλιοί συμμαθητές, αλλά και κάτοικοι της Σπερχειάδας, μας έβλεπαν με κάποιο «δέος». Μπροστάρηδες στις γυμναστικές επιδείξεις, στα αγωνίσματα, στις σάλπιγγες και τα ταμπούρλα, μπροστάρηδες στα ψαλτήρια, μπροστάρηδες στη μπάλα - είχαμε κάνει δική μας ποδοσφαιρική ομάδα - μπροστά στις κλεψιές, στα σκασιαρχεία, στη χαρτοπαιξία, στις κομπίνες αλλά γενικά και στα μαθήματα! Μια ζώσα περίεργη φυλή μέσα σ’ ένα σύνολο 600 περίπου παιδιών που αριθμούσε τότε το Γυμνάσιο Σπερχειάδας, (κατά τα πρώτα 6-7 χρόνια της 10ετίας του 1950), το μοναδικό της δυτικής Δυτικής Φθιώτιδας.
Προσωπικά θυμάμαι στο χωριό κατά τις Κυριακές ότι έψελνα δίπλα με τον αείμνηστο Νικόλαο Μακρή και σε ηλικία 12-13 ετών μου έδωσε, μια φορά, ο μπαρμπα-Θανάσης, ο Ψάλτης, να πω τον Απόστολο. Την τακτική αυτή την εφάρμοζε εκ περιτροπής ο μπαρμπα-Θανάσης Σκαραφίγκας σε όλους εμάς που πλησιάζαμε στο ψαλτήρι: Δημ. Θραψίμη, Ευαγ. Μακρή, Γεώρ. Πλιάτσικα, Κων. Ευσταθίου κ.ά.
Μας είχαν μάθει, οι τότε γυμνασιόπαιδες, τους περισσότερους με τα μικρά μας ονόματα, καθώς και με τα παρατσούκλια μας. Όταν στα μετέπειτα χρόνια συναντιόμασταν και ρωτούσαν για την τύχη του καθενός, μας αποκαλούσαν με τα παρατσούκλια μας.
Επειδή λοιπόν είμαστε και συμμαθητές με τους παραπάνω συγχωριανούς, κατέφυγα για παρέα εκεί, οι οποίοι διέμεναν στο βορινό μέρος της κωμόπολης. Για καλή μου τύχη ο Γιώργος Μπαλέσσας ήταν άριστος μαθητής και οι επαφές μου, καίτοι αραιές, με ωφέλησαν πολύ.
Η απουσία της θορυβώδους παλιοπαρέας των Φτεριωτών και η σύνδεση με τα δυο παιδιά , μου έδωσε την ευκαιρία ν’ αναλογιστώ στα σοβαρά την αναζήτηση της τύχης μου μέσα από τις γυμνασιακές μου σπουδές. Έσκυψα απερίσπαστος πάνω στα μαθήματα και αντάμωνα με το Γιώργο όταν είχα κάποιες απορίες ή κάναμε βόλτες και συζητούσαμε για θέματα του επαγγελματικού μας προσανατολισμού. Κατάφερα μέρα με τη μέρα με επισταμένη μελέτη των μαθημάτων μου και με τη διοχέτευση των αποριών μου στο Γιώργο, να περιορίσω σημαντικά τις ελλείψεις μου.
Στο σημείο αυτό θέλω να προσθέσω κάτι το προσωπικό: Μετά την αφυπηρέτησή μου από την Αεροπορία, που είχα πάρει την ειδικότητα του Ραδιοτηλεγραφητή, αποδύθηκα στην προσπάθεια εξεύρεσης βιβλίων για να πάρω το πτυχίο του Ραδιοτηλεγραφητή στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών. Τα βιβλία αυτά διατίθεντο αποκλειστικά – αυστηρά και μόνο στους σπουδαστές των ιδιωτικών σχολών που λειτουργούσαν τότε και όχι στα βιβλιοπωλεία (δεν υπήρχαν τότε δημόσιες σχολές τύπου ΚΑΤΕΕ ή ΤΕΙ ή ΙΕΚ). Και κατέφυγα στο Γιώργο για βοήθεια, που ήταν φοιτητής (θυμάμαι έμενε στην οδό Χέϋδεν), ο οποίος μου προμήθευσε ένα σπουδαίο σύγγραμμα καθηγητού της σχολής του, ονόματι Γιαννόπουλου, την Ηλεκτροτεχνία, μεγάλο σε μέγεθος, αλλά προσιτό στη μελέτη βιβλίο, πράγμα που με διευκόλυνε τα μέγιστα, καθώς και ένα άλλο που προμηθεύτηκα από έναν ταγματάρχη των διαβιβάσεων, που αφαίρεσε από τη σχολή ασυρματιστών στο Χαϊδάρι, όπου δίδασκε, την Ασυρματολογία. Ο ταγματάρχης λεγόταν θυμάμαι Γιαννάκης και ήταν από χωριό των Ιωαννίνων και γνώριζε από φτώχεια και επαρχία (είχαμε γνωριστεί στο εστιατόριο Κανάρια τέρμα Αμπελοκήπων). Δεν συζητώ για τον κανονισμό Ραδιοεπικοινωνιών, που ο θείος μου Σταύρος επιστράτευσε όσες υψηλές γνωριμίες είχε, για να τον προμηθευτώ τελικά από το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών. Για δε τα Αγγλικά, ας είναι αναπαυμένη η ψυχή μιας Κυρίας Ανδρεοπούλου (Δ/ντριας παραρτήματος Αμπελοκήπων IAS=Ινστιντούτου Αμερικανικών Σπουδών) που μου έδωσε το ελευθέρας να παρακολουθώ, όσα τμήματα, και όσες ώρες θέλω, τα μαθήματα όλων των τάξεων με τα ίδια λεφτά! Σημειώνω ότι στο γυμνάσιο Σπερχειάδας δεν υπήρχε στο πρόγραμμα των μαθημάτων, διδασκαλία ξένης γλώσσας, πλην των λατινικών που ήταν υποχρεωτική σε κλασικό γυμνάσιο!
Η παρούσα αναφορά ας αποτελέσει ένα φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης στη μνήμη τους.
Μικρό διάλειμμα: Όταν έγινα υπάλληλος στον ΟΤΕ και λειτούργησε λέσχη φαγητού για το προσωπικό – ήταν θυμάμαι στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου – θέλησα σε μια από τις συναντήσεις μας, να κάνω το τραπέζι στο Γιώργο και τον πήγα εκεί και για φθηνότερα! Όταν ήρθε το γκαρσόν να πάρει παραγγελία, και απευθύνθηκε στο Γιώργο τι θα πάρει, εκείνος του είπε: Μπ’σκάρ μι φασούλια! Κολόνα - ακούνητο το γκαρσόν. Και επαναλαμβάνει ο Γιώργος «σε άπταιστα Αγγλικά»: Σ’ ούπα, μπ’σκάρ μι φασούλια»! Επειδή φαίνεται ότι το γκαρσόν δεν ήξερε τα αγγλικά της Ρούμελης, επενέβην εγώ σε ρόλο διερμηνέα και αποσαφήνισα την κατάσταση!
Ερχόμαστε τώρα στο θέμα μας, στη γιορτή του Μιχάλη Τάμπου:
Στις 7 Νοεμβρίου, το απόγευμα, μας λέει ο Μιχάλης Τάμπος: Παιδιά αύριο γιορτάζω, είστε να πάμε στη Φτέρη το βράδυ με ενοικιασμένα ποδήλατα από τον μπαρμπα-Μήτσο τον Κουτουρλό και να τραβήξουμε ένα γλέντι με το γραμμόφωνό μου; Θα διαβάσουμε πρώτα για την άλλη μέρα και το βράδυ’ άμα νυχτώσει, παίρνουμε τα ποδήλατα και πάμε. Θα γυρίσουμε πάλι τη νύχτα και θα είμαστε το πρωί παρόντες στα μαθήματα να μην πάρουμε και απουσίες.
Κάνω εδώ παρένθεση και διευκρινίζω ότι, μετά την αποχώρηση της παλιοπαρέας από την προηγούμενη χρονιά, εφάρμοσα ένα σύστημα: Να μην κάνω σκασιαρχείο στη διάρκεια της κανονικής χρονιάς και να απουσιάζω μόνο το τελευταίο, πριν τα διαγωνίσματα, 10ήμερο 1ου και 2ου εξαμήνου,. Είχα πολύ καλά αποτελέσματα. Διάβασμα 15 ώρες τουλάχιστο το 24ωρο με κέντρο βάρους τα μαθήματα που με ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα λεγόμενα τότε πρωτεύοντα, αλλά και γενικότερα. Κλείνει η παρένθεση.
Ήρθε η επομένη, η 8η Νοεμβρίου, επαναβεβαιώσαμε τη συμφωνία οι τρεις, πήγαμε στον μπαρμπα-Μήτσο, τον «ποδηλατά», του είπαμε ποια ποδήλατα προτιμάμε, συμφωνήσαμε και το ποσό και κατά τις 9 το βράδυ φύγαμε για τη Φτέρη.
Αφήσαμε τα ποδήλατα στο σπίτι μου που ήταν κοντά στην πλατεία γιατί δρόμος για τον Κλειτσό για ποδήλατα δεν υπήρχε. Φθάσαμε στο σπίτι του Μιχάλη και βρίσκουμε τους γονείς του να έχουν πέσει για ύπνο. Αναστατώθηκαν, χάρηκαν, αιφνιδιάστηκαν οι άνθρωποι που ο μοναχογιός τους ήρθε με τους φίλους του στο σπίτι του να γιορτάσει. Με τι άλλο; με μια κότα απ’ το κοτέτσι – ρεύμα και ψυγεία στο χωριό τότε ήταν άγνωστα. Πάει η θειά Μαρία στο κοτέτσι, πιάνει μια κότα απ’ την κούρνια, τη σφάζει και ανάβει τη φωτιά να ζεστάνει νερό, να τη μαδήσει και και εν συνεχεία να τη βράσει με τίποτε άλλο για να φάνε και να ευχαριστηθούν τα φιλαράκια, τα τελειόφοιτα γυμνασίου.
Η όλη διαδικασία απαιτεί χρόνο και για να μη χασομεράμε, ψάχνει ο Μιχάλης βρίσκει μερικές πλάκες (δίσκους) με τσάμικα και συρτά, βάζει το φωνόγραφο κοντά στο παραθύρι ν’ ακούγεται και απέναντι στο κέντρο, ότι απόψε γλέντι γίνεται στο Ταμπαΐικο!
Είναι η εποχή που ετοιμαζόμαστε να βγούμε στην κοινωνία, σύμφωνα με τα κρατούντα, ως ώριμοι και μορφωμένοι πολίτες, που μέσα στ’ άλλα θετικό γνώρισμα ήταν και η γνώση του χορού, που λάγκευε (σκιρτούσε) λίγο πολύ η καρδιά μας και για λίγη επίδειξη. Άρχισε το εγχείρημα της δοκιμής για τους δυο βασικούς χορούς που αναφέραμε (τσάμικο και συρτό), αλλά μετά από μερικά τραγούδια... «νηστικό αρκούδι μπορεί να χορεύει»;
Πάνω στο τζάκι είναι μια μπουκάλα με τσίπουρο, την οποία – δίκην λαγωνικού - ο Μπαλέσσας την άρπαξε, βγάζει το βούλι και καλή αρχή! Δεν άργησε να έρθει στο τσακίρ κέφι καθότι νηστικός και να χορεύει..., ο δε Μιχάλης βλέποντας ότι ο χώρος του δωματίου είναι μικρός για δοκιμαστικά τσαλιμάκια, χαλάει το κρεββάτι και τό βγαλε έξω. Στο σημείο τούτο θέλω να κάνω μια παρένθεση:
Ο Γιώργος κάθε πρωί πριν την προσευχή, ερχόμενος στο Γυμνάσιο περνούσε από την απέναντι ταβέρνα του Μητσόπουλου και αντί για γάλα ή τσάι ή καφέ έπινε ένα κατοστάρι κρασί (100 δράμια = 300 γραμμάρια περίπου). Ερχόταν έτσι στα ζύγια του 100 τοις 100! Αποκτούσε αξιοθαύμαστη διαύγεια! Κατέθετα τον θαυμασμό μου για τούτο! Αναγκάστηκε η φιλόλογος - («μάνα» και καθηγήτριά μας) - Κούλα Μπενίση - ν’αγιάσουν τα κοκκαλάκια της εκεί που είναι - να του απονείμει τα εύσημα, επιλέγοντας, μεταξύ των 40 παιδιών του 2ου τμήματος της τάξης, να διαβάσει μια έκθεσή του με μόνα 20 αρχαία γνωμικά: Ένα στον πρόλογο, 17 στο κυρίως θέμα, και 2 στον επίλογο. Βοηθήματα; Ένα περιοδικό: Η Μαθητική Εστία με φιλολογικά θέματα, ερχόταν δυο φορές το μήνα, αν θυμάμαι καλά, έναντι δυο δραχμών δαπάνης έκαστο.
Ο μαθηματικός όταν δίδασκε το παρακάτω μάθημα, έγραφε το σχήμα ή τον τύπο της άσκησης στον πίνακα και προκαλούσε τους δυο τρεις πρώτους στα μαθηματικά αν μπορούν να την λύσουν. Όταν δεν σήκωνε χέρι κανένας, τότε φώναζε: Έλα Μπαλέσσα επάνω: Σηκωνόταν ο Γιώργος να πάει και άρχιζε πάντα με τη λέξη: Λοιπόν, και βαδίζοντας αργά έλεγε τη σκέψη της λύσης, φθάνοντας δε στον πίνακα ξεκινούσε να την γράφει και να την λύνει, την οποία εμείς και επεξηγηματικά αντιγράφαμε μετά. Δεν υπήρχαν τότε ιδιωτικά φροντιστήρια στην επαρχία. Το σπουδαίο ήταν: Ό,τι βαθμό θα έπαιρνες στο Γυμνάσιο, τον ίδιο θα έπιανες και στο Πανεπιστήμιο. Κλείνει η παρένθεση.
«Σημειώνεται ότι ο πατέρας του Γιώργου ο μπαρμπα-Κώστας και ο πατέρας του Μιχάλη ο μπαρμπα-Γιώργος ήταν κτίστες της πέτρας κυρίως και συνεταίροι, οι οποίοι με το μυστρί και το σφυρί έβγαζαν αξιοπρεπώς μεν, φτωχικά δε, το ψωμάκι τους. Μάλιστα ο πατέρας του Μιχάλη, φιλοσοφώντας λίγο τη ζωή έλεγε: «Δεν έχεις λεφτά, θάνατον πατήσας, έχεις λεφτά, ζωήν χαρισάμενος»!
Επανερχόμαστε στα της γιορτής του Μιχάλη. Η κότα αργεί να βράσει, είναι μεγάλη και σκληρή και ώσπου να μπει και το ρύζι «ζήσε Μάη μου»! Το κέφι συνεχίζεται με ξεροσφύρι τσίπουρο και ο μπαρμπα-Γιώργος συνιστά αυτοσυγκράτηση. Πως θα φθάσετε πέρα!
Κατά τις 1-2 η ώρα εδέησε ο Θεός λέει η κυρά Μαρία: «Άι πιδιά τώρα, ιλάτι απού δω». Πάμε στο κουζινάκι κι αρχίζουμε το φαΐ: Η κότα δύσκολα μασιέται, δεν πρόλαβε να βράσει καλά. Ποιος ξέρει η δόλια πόσα χιλιόμετρα έκανε την ημέρα στη μεγάλη αλάνα του Τάμπου να βρει καμιά ακρίδα να φάει! Το ίδιο και το ρύζι. Λίγο σκληρό στα δόντια! Λόγω εξάντλησης και τσιπουροποσίας, τα καταβροχθίσαμε.
Ε! Να μη συνεχίσουμε τώρα, το χορό; Χορτάτοι άνθρωποι. Ο Γιώργος έβαλε χέρι και σ’ ένα δεύτερο μπουκάλι τσίπουρο και έχει αρχίσει να χάνει τα βήματά του. Βλέποντας ο μπαρμπα-Γιώργος, πατέρας του Μιχάλη, την δυσμενή εξέλιξη, παρεμβαίνει και μας εφιστά την προσοχή για το πως θα πάμε πέρα, θα σκοτωθούμε στο δρόμο!
Πράγματι εκεί κάπου αρχίσαμε να βλέπουμε την πραγματικότητα κι αποφασίσαμε να φύγουμε, ήταν ήδη η ώρα 4, όπως έδειχνε το ξυπνητήρι πάνω στο τζάκι.
Πήγαμε στο σπίτι μου να πάρουμε τα ποδήλατα, αθόρυβα, (είδα πάνω στα τσίγκια της κουζίνας και του χαγιατιού απλωμένες φθινοπωρινές φασουλιές που είχαν οι γονείς μου), και πήγαμε στην πλατεία. Το σκοτάδι είναι πραγματική πίσσα. Εκεί μου λένε τα παιδιά να πηγαίνω πρώτος, ως πιο έμπειρος στο ποδήλατο, και να χτυπάω συνέχεια το κουδούνι για να ακολουθούν αυτοί ασφαλέστερα. Λέμε: Δεν κάνουμε μια δοκιμή γύρω από την εκκλησία και μετά ξεκινάμε προς το Νεκροταφείο, όπου και θα οργανωθούμε καλύτερα κατά την κάθοδο μέχρι τον δρόμο στις Βρύσες, και από κει μετά είναι ευκολότερα.
Ξεκινάμε την προπόνηση γύρω από την εκκλησία κουδουνίζοντας και οι τρεις συγχρόνως. Αναστατώνονται τα σκυλιά της γειτονιάς, ανοίγει ο μπαρμπα-Βάγιας Καραγιάννης ένα παράθυρο, μας βρίζει: Έτσι κάνουν και τα γ’ μάρια, μας φωνάζει. Από κει ο Βασίλης Τσίφτης αμολάει μια τουφεκιά στον αέρα με το δίκαννο και μεις όπου φύγει φύγει. Εγώ, με το αεράκι που με πήρε, βρέθηκα σε αυξημένη ευθυμία κι αρχίζω κατεβαίνοντας προς το πηγάδι της πλατείας να τραγουδάω: «Απόψε φίλα με να με χορτάσεις, αύριο φεύγω και θα με χάσεις»... χτυπώντας συνάμα το κουδούνι, σύμφωνα με το πρόγραμμα! Προχώρησα τραγουδώντας και χτυπώντας το κουδούνι, χωρίς να ελέγχω αν ακολουθούν οι άλλοι, οπότε έφθασα στο Νεκροταφείο και σταμάτησα. Ψυχή δεν ακούγεται από πάνω! Τι να γίνονται άραγε τα παιδιά! Παρατάω το ποδήλατο και ξεκινάω προς αναζήτησή τους, οπότε ακούω: Βασίιλη Βασίιληη, έιι απαντάω. Γύρνα πίσω! Έχασα το ποδήλατο!!!
Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! Πως είναι δυνατόν αφού ήταν καβάλα! Έρχεται ο Μιχάλης με βρίσκει μέσα στο πυκνό σκοτάδι: Δεν ξέρω τι έγινε, ποδήλατο δε φαίνεται πουθενά στο δρόμο, μου λέει. Περίμενε μια στιγμή, να ξυπνήσω τον μπάρμπα μου Βαγγέλη Τσιόγκα να μου δώσει ένα φακό (ήταν εκεί δίπλα το σπίτι του). Έρχεται ο Μιχάλης με τον φακό, προχωράμε, βρίσκομε το Γιώργο. Τι έγινε ρε Γιώργο; Δεν ξέρου ντιπ! Κάπ’ τσιούγκρισα, αλλά ιυτυχώς δε χτύπ’ σα!
Ερευνώντας με το φακό προσεκτικά το δρόμο, ανακαλύπτουμε το ποδήλατο πεσμένο και κομμένο στα δυο κάτω από το δρόμο, στο σπίτι του Κύρκου – Φάνη.
Κατόπιν συνεννόησης, περισσότερο με τον εορτάζοντα τώρα, συμφωνήσαμε να πάει στον μπάρμπα του Βαγγέλη να πάρει σύρματα από τις μπάλες του άχυρου, να δέσουμε το σπασμένο ποδήλατο (είχε σπάσει η περόνη και κόπηκε στα δυο γιατί είχε πέσει με φόρα ο Γιώργος πάνω στον τοίχο του Τσιρέκη, όπως ερχόταν από την πλατεία).
Δίνουμε τη λύση: Εγώ θα έβαζα το Γιώργο στο σκελετό του δικού μου και ο Μιχάλης στη σχάρα του δικού του θα φόρτωνε το σπασμένο ποδήλατο.
Πολύ δύσκολη και πολύ επικίνδυνη διαδρομή ιδιαίτερα στο επίμαχο σημείο από Νεκροταφείο μέχρι Βρύσες όπου υπάρχει μεγάλος κρημνός.
Πράγματι λόγω του βάρους, της μεγάλης κατηφόρας, του πυκνού σκότους και της επιβαρυμένης κατάστασης του Γιώργου, το εγχείρημα ήταν άκρως επικίνδυνο. Πέραν αυτών ήταν και ο Μιχάλης που δεν είχε πείρα επάνω στο ποδήλατο που τώρα είχε εχθρό και το σπασμένο ποδήλατο να κουβαλάει στη σχάρα και να χάνει την ισορροπία του!
Επιβιβάζω το Γιώργο στο δικό μου, ανεβαίνω και γω, τον αγκαλιάζω όσο μπορούσα σφιχτά και ξεκινάμε, με τον Μιχάλη ν’ ακολουθεί. Μόλις πιάσαμε την μεγαλύτερη κατηφόρα άρχισαν τα φρένα μου να μην πιάνουν λόγω βάρους) και χρησιμοποιούσα το αριστερό μου πόδι στο πίσω τροχό για φρένο. Εδέησε ο Θεός με μύριους κινδύνους και δυσκολίες να φθάσουμε στις Βρύσες, όπου ο δρόμος είναι ίσιος και φαρδύς.
Εκεί διαπιστώνω ότι το σπασμένο ποδήλατο είχε λασκάρει στα σημεία δεσίματος και παλαντζάριζε, ο δε Μιχάλης να λέει, να αναλάβω εγώ να το πάω προς αποφυγή και άλλης ζημιάς και τι θα γίνουμε! Δεν συνηγόρησα, αλλά το έδεσα ξανά με την προϋπόθεση κάθε λίγο να σταματάμε και να ελέγχουμε την κατάσταση.
Φθάσαμε με τόσα εμπόδια επί τέλους στο σπίτι του μπαρμπα-Μήτσου που ενοικιάσαμε τα ποδήλατα 6.30 το πρωί.
Πήγαμε από κει στα σπίτια μας, και ετοιμαστήκαμε σιγά σιγά για το Γυμνάσιο. Εκεί μας την είχε στημένη ο μπαρμπα_Μήτσος, ο οποίος μας λέει ότι η ζημιά κοστίζει 120 δραχμές και αν δεν του τα δώσουμε τώρα αμέσως, θα μας αναφέρει στον Γυμνασιάρχη. Πράγμα που σήμαινε κίνδυνος να μας χαλάσει και τη διαγωγή, που για την εποχή εκείνη ήταν ένα από τα βασικότερα προσόντα να πιάσεις δουλειά κάπου. Του υποσχεθήκαμε ότι θα του τα πληρώσουμε τμηματικά και να μην ανησυχεί, ότι θα τον φέρουμε σε επαφή και με τους γονείς μας. Επεμβαίνει ο Γιώργος και λέει: Λοιπόν, εγώ θα πληρώσω τις 60 δραχμές και σεις από 30. Ενημερώσαμε και τους γονείς μας, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς και όλα πήγαν καλά.
Και τη ζημιά την πληρώσαμε και ψωμάκι φάγαμε με το απολυτήριο του Γυμνασίου Σπερχειάδας, και με τη διαγωγή «κοσμιοτάτη».
Επίλογος
Αυτά και άλλα πολλά σημάδεψαν τη ζωή των προγόνων μας, καθώς και τη δική μας και θα εξακολουθούν να σφραγίζουν τη ζωή των επιγόνων μας, με τα γεγονότα και τους τρόπους της χθεσινής και σημερινής μας ζωής.
Είμαστε ένας μικρός λαός και καταφέραμε να διατηρηθούμε μέσα στην ιστορία, αλλά και να διδάξουμε την οικουμένη, να σκορπίσουμε φώτα και πολιτισμό.
Θα παραμένει ως ιερή παρακαταθήκη πάντοτε, η διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας. Γιαυτό επιβάλλεται ο καθένας από μας, να μην ολιγωρεί μπροστά στην υποχρέωση της διατήρησης των ηθών και εθίμων μας, να μαθαίνει την εθνική και τοπική του ιστορία και προ παντός να είναι σε θέση να την σέβεται και να την υπερασπίζεται από κάθε επίδραση εξωτερική ή εσωτερική, σκόπιμη ή άσκοπη.
Ευτυχείς οι λαοί που έχουν ιστορία, έλεγε ο Πλούταρχος (Έλληνας φιλόσοφος 45-120), δυστυχείς όμως όσοι έχουν και δεν την γνωρίζουν. Θα προσέθετα εδώ, δυστυχέστεροι όσοι όχι μόνο δεν την γνωρίζουν, αλλά την καταστρέφουν κιόλας!
Γιατί για να συνεχίσεις κάτι πρέπει να το γνωρίζεις, και για να το υπερασπιστείς πρέπει να κουραστείς για να το αποκτήσεις.
Εκτίμησα, φίλες και φίλοι συγχωριανοί και μη, ότι αυτά τα πρόχειρα σημειώματα δεν έπρεπε να τα πετάξω, γιατί τα σημείωνα σε στιγμές κάποιας ανθρώπινης ή συναισθηματικής φόρτισης. Στιγμές που ο καθένας μας δοκιμάζει στη ζωή του. Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου: «Στήκετε και κρατάτε τας παραδόσεις ημών».
Βασίλης Δ. Σταμοκώστας
Φεβρουάριος 2021
Φτέρη