Θα ήθελα, επηρεασμένος από το άρθρο του Γιώργου Κωστούλα 12/11 και τη φράση της θειάς Ρήνης της μάνας του (το πραματάκι μ΄ποιος ξέρ΄σε τι χέρια έχει πέσει), να σημειώσω και τα παρεμφερή αισθήματα της δικής μου μάνας: Κατά την ίδια 10ετία (1950) οι γύφτοι εκτός από τις γνωστές τράμπες που 'εκαναν περιφερόμενοι στα χωριά, υπήρξαν περίοδοι που, αγόραζαν τα γέρικα γαϊδουρο-αλογο-μούλαρα για τις ανάγκες των κυκλοφορούντων τότε τσίρκο, τα οποία εκτελούσαν νούμερα και με λιοντάρια. Σε μια τέτοια περιοδεία τους εξεύρεσης θηραμάτων πέρασαν ένα απόγευμα και από το χωριό μας. Η ανέχεια και η μιζέρια των κατοίκων ήταν ακόμη σε μεγάλη ακμή. Οι τιμές κυμαίνονταν από 50 μέχρι 250 δρχ., ανάλογα με το βάρος και την ηλικία του ζώου. Το παρκαρισμένο στην πλατεία φορτηγάκι των γύφτων είχε 2-3 ζώα από άλλα χωριά. Από τον πειρασμό να δει κάποιες δραχμές στην τσέπη του δεν ξέφυγε και ο πατέρας μου, ο οποίος με το κεφάλι σκυμμένο, πήγε στο σπίτι στη μάνα μου και με δισταγμό της πρότεινε να δώσουν τη μεγάλη ντουριά (φοράδα) αντί 170 δραχμές. Μόλις το άκουσε η μάνα, έγινε θηρίο: Τήρα καλά μη βγάλεις του πραματάκι μ΄όξου απ΄του στάβλου, να σ(η)κωθείς κι να φύγε(ι)ς απού δω. Ακούς ικει απ θα δώσου του πραματάκι μ΄στουν παλιόγυφτου! Μι δούλεψει νια ζουή κι μ΄μιγάλουσει τα πιδιά μ΄ κι τα μόρφουσα να φάν(ι) γλυκότιρου ψουμί παρακάτ΄κι τώρα να του πιτάξου να του φάν΄τα λιουντάρια! Σήκου, τσακίσ΄κι φεύγα απού δω, να μι βγου στα μαγαζιά κι σι ριζιλέψου κακουμοίρ(η) μ· Ακούς ικεί! κι απ΄ούναι 34 χρουνών κι γέρασει..., αντί να ύχαριστάου του Θιό απ΄μι δούλεψι τόσα χρόνια - πλάτ΄μι πλάτ΄- τώρα απ΄δε μπουρεί να κάνει χουράφ θα του δώσου να του φαν΄τα λιουντάρια! Μη λαθουθείς κι σι κουρουϊδέψ(ει) κάνας παλιόγυφτους, δεν ξέρου κι γω τι έχει να γίν(ει). Ιδώ στου σπίτι τ¨θα πιθάν(ει) όταν έρθ΄η ώρα τ΄!. Μετά από αυτό το λούσιμο, ο πατέρας μου όχι μόνο δεν βγήκε έξω να καθήσει στο καφενείο, αλλά κλωνίστηκε ψυχικά από το άδικο του φερσίματός του και είχε τρεις μέρες έγκλειστος στο σπίτι. Από κείνη τι στιγμή η μάνα και επί καθημερινής βάσης σερβίριζε την γηραιά ντουριά φοράδα έναν τέντζερη χλιαρό νερό με πίτουρα μπομπότας ή σιταριού. Τελικά μας άφησε χρόνους το Φλεβάρη μήνα το 1961 ενώ επί 15 μέρες τα αφεντικά της την υποστήριξαν με φωτιά που είχαν αναμμένη στο στάβλο και ξενυχτούσαν σχεδόν δίπλα της τα βράδυα!
Αφήγηση Βασίλης Δ.Σταμοκώστας