Αφήγηση Δημήτριος Βασ.Θραψίμης
Με τον ξάδελφο μου τον Μητσάκη,ο οποίος είναι δυο χρόνια μικρότερος από μένα ,μας έστελνε ο πατέρας μου (ο μπάρμπα-Βασίλης ) όταν εγώ ήμουν γύρω στα 15, να νυχτοβοσκήσουμε τα άλογα στο κάμπο, για να μην τρώνε το έτοιμο τριφύλλι που είχαμε στους αχυρώνες .
Φάγαμε για βράδυ στο σπίτι, πήραμε τα άλογα, και ξεκινήσαμε για το κάμπο .Στο δρόμο συζητάγαμε για φαντάσματα ,για υπνοβάτες, και άλλες τέτοιες ιστορίες .
Όταν φτάσαμε στον Ξηριά, στο ύψος τις αχυρώνας του Μπαλαφούτη, εκεί όπως ήταν ο δρόμος ,δεξιά υπήρχε μια τούφα ( χαμόκλαδα )
Ξαφνικά βλέπουμε την ΖουκοΧαραλαμπίνα ( μητέρα του Λάκη και Βασίλη Σταμοκώστα,) καβάλα σε ένα μουλάρι που τον φώναζαν Μάρκο .
Μαύρος ο Μάρκος ,μαύρα ρούχα η ΖουκοΧαραλαμπίνα ,ο Μητσάκης που ήταν και μικρότερος από μένα δεν κατάλαβε ότι ήταν η Χαραλαμπίνα, γιατί εκείνη τη στιγμή πήγε να στρίψει από το δίπλα μονοπάτι .
Την είδε με την άκρη του ματιού του ,και επηρεασμένος από τη συζήτηση που είχαμε για τα φαντάσματα ,κτυπάει το άλογο του αρχίζοντας να τρέχει φωνάζοντας ταυτόχρονα σε μένα να τον ακολουθήσω .
Όταν φτάσαμε στο εικόνισμα της Βουτύρως σταματήσαμε και μου λέει:
Μήτσο τον είδες τον Μαύρο Καβαλάρη;
Κάτι είδα του λέω, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω….(προσπαθώντας να κρατήσω τα γέλια μου…)
Βάρα το άλογο μου λέει να μην μας βρει….
Και φτάνουμε στο Στρογγυλό, όπου σταματήσαμε κάτω από το χωράφι του Γρηγόρη Κύρκου, σε ένα δικό μας χωράφι
Δέσαμε τα άλογα και συνεχίσαμε να συζητάμε για τον Μαύρο Καβαλάρη,τα φαντάσματα ,και τους υπνοβάτες.
Ήταν τότε ένας Γιάννης Νταλλιάνης σώγαμπρος στα Καμπιά.
Αυτός υπνοβατούσε το βράδυ .Κοιμόταν στο χωράφι ,σηκωνόταν ,έκοβε το τριφύλλι και ξανακοιμόταν.
Το πρωί αναρωτιόταν:
Ποιος κιορατάς (κερατάς) μου έκοψε το τριφύλλι; ….!!!!
Επηρεάστηκε μεν ο Μητσάκης από όλη αυτή τη συζήτηση ,αλλά κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος.
Το βράδυ εγώ κατά τις 3 σηκώθηκα προς νερού μου,και εκείνη την ώρα ξύπνησε και ο Μητσάκης ,με είδε που τεντωνόμουνα για να ξεπιαστώ,και εγώ άρχισα τότε να κάνω τον υπνοβάτη .
Πήρα μια κλάρα στα χέρια μου και άρχισα να τον κτυπάω πάνω από την κουβέρτα….!!!!!.
Αυτός σκεπάστηκε μέχρι επάνω με τη κουβέρτα, και δεν έβγαζε τσιμουδιά πιστεύοντας ότι όντως είμαι υπνοβάτης και εγώ.
Λίγο πιο πέρα προς την Ανατολική πλευρά ,από τα πολλά νερά της Βαρσάμως είχαν δημιουργηθεί πολλές γούρνες και βαθιές.
Μόλις σταμάτησα να τον κτυπάω πάνω από τη κουβέρτα ,κάνοντας τον υπνοβάτη, έτρεξα προς τις γούρνες που ήταν γεμάτες νερό .
Σηκώθηκε όρθιος ο Μητσάκης και άρχισε να φωνάζει:
Μήτσο ξύπνα …..θα πέσεις μέσα στις γούρνες…..!!!!!
Εγώ δεν μπόρεσα να κρατηθώ και άρχισα τα γέλια .Μόλις αυτός κατάλαβε ότι τον κορόιδευα μάζεψε πέτρες από κάτω και με πήγε κυνηγώντας μέχρι τα χωράφια της Λευκάδας.
Μετά από το κυνηγητό ,συμβιβαστήκαμε ,δώσαμε τα χέρια ,και πήγαμε ξανά για ύπνο.-