lagosanastasios

α) Στην κηδεία του Γεωργάκη Δημητρίου Τσιρέκη (1894-2/4/1970), με ιερέα τον παπα-Γιώργη Ανδριτσόπουλο (1906-2/2/1990) και ψάλτη τον Αθαν. Σωτ. Σκαραφίγκα (1900-27/3/1974), πλησίασε στο ψαλτήρι ο μπαρμπα-Γιάννης Τσατσαρής επιχειρώντας να ψάλλει κι αυτός μήπως εξασφαλίσει κάποιο μικρό χαρτζιλίκι, για να ικανοποιήσει, έστω και λίγο, την αδυναμία του στο κρασί!

Με το πρώτο - δεύτερο μουρμούρισμα του μπαρμπα-Γιάννη έφθασε στα ρουθούνια του μπαρμπα-Θανάση η μυρουδιά του κρασιού απ’ το στομάχι του μπαρμπα- Γιάννη. Χωρίς καθυστέρηση ο μπαρμπα-Θανάσης λέει επιτακτικά στον μπαρμπα-Γιάννη: Γιάννη, φύγε, είσαι μεθυσμένος! Εκείνος προσποιήθηκε τον φυσιολογικό και συνέχισε το μουρμουρητό. Οπότε επανέρχεται δριμύτερος ο μπαρμπα-Θανάσης και σε υπήκοο των συγγενών και φίλων του νεκρού, επαναλαμβάνει το ίδιο εντονότερα: Γιάννη, σου είπα, φύγε! είσαι μεθυσμένος. Για να πάρει την αγανακτισμένη απάντηση του μπαρμπα-Γιάννη: Ου στου ουλου (αι στο διάολο) χαζού — Στέργιου (παρατσούκλι του μπαρμπα- Θανάση) δεν αφήνεις καναν άλλου να πάρ’ κα νια δτκάρα!!

«Σημειώνεται ότι ο Γιωργάκης Τσιρέκης ήταν για αρκετά χρόνια ιπποκόμος (φροντιστής αλόγου) του στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα».

β). Μακάβριο «ατύχημα» και τούτο: Αφήγηση 1978: Στις 16-2-1958 απεβίωσε ο γείτονας του Τάσου, Αθανάσιος Μπίκας ετών 67. Συνηθιζόταν εκτός από τον παπά να συμμετέχει και ο ψάλτης κατά την εκφορά του νεκρού από το σπίτι μέχρι την εκκλησία και μετά την νεκρώσιμη ακολουθία μέχρι το νεκροταφείο. Την ημέρα εκείνη φυσούσε ο γνωστός Μέγας (δυτικός πολύ δυνατός αέρας, μέχρι που σήκωνε και σκεπές παλιότερα). Ο Κωστάκης Βελής (1932-28/12/2007) ήθελε να τιμήσει ιδιαίτερα τον κάθε χωριανό νεκρό σηκώνοντας και μεταφέροντας αυτός το καπάκι του φέρετρου από το σπίτι του μέχρι και το νεκροταφείο.

Κατά τη διαδρομή της πομπής των συγγενών και φίλων του νεκρού, τόσο ο παπάς, όσο και ο ψάλτης, εναλλακτικά, έψελναν, σε αργό ρυθμό, συνήθως το Άγιος ο Θεός κλπ. Του νεκρού προηγούνταν πάντα ο φέρων το καπάκι. Όταν έφθασαν στο ύψωμα τ’ Αϊ Βασίλη κι ενώ ο μπαρμπα-Θανάσης το πήγαινε μακρόσυρτα Άγιιιιιιιιιιοοοοοοοοος... έρχεται ένα δυνατό κύμα αέρα και παίρνει το καπάκι από τα χέρια του Κώστα και το κοπανάει με δύναμη στο κεφάλι του μπαρμπα-Θανάση, με αποτέλεσμα να του ραγίσει τα γυαλιά και να του ματώσει το πρόσωπο!! Να του έλλειπε!.* Η πομπή διεκόπη για λίγο, παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και ο νεκρός έφθασε, μετ’ εμποδίων στον προορισμό του. Συμβαίνουν κι αυτά. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο αυτό του δυνατού Μέγα έχει μειωθεί, σχεδόν έχει ατονίσει!

γ) Στη ΙΟετία 1950-1960 δρομολόγια συγκοινωνιών για τα χωριά Παλαιοβράχας και Φτέρης έκαναν οι λεωφοριούχοι Τσιλιμάγκος Χρήστος από Παλαιοβράχα και Παραπέρας Δημήτριος από Φτέρη. Ένα λεωφορείο και για τα δυο χωριά.

Τη Δευτέρα που γινόταν το παζάρι (σήμερα το λέμε Λαϊκή) στη Σπερχειάδα μαζεύονταν πολύς κόσμος και πάντοτε υπήρχαν και όρθιοι - πατείς με πατώ σε - και τα λεωφορεία με τις προ-πολεμικές μηχανές πεσμένες, αγκομαχούσαν στις περιπτώσεις αυτές, ν’ ανεβούν τον Τσερλιά.

Μια Δευτέρα μεταξύ των επιβατών, όρθιος, είναι και ο Ζ. Τ., ο οποίος ξεχώριζε λόγω ύψους με τη γνωστή τραγιάσκα του και που τα είχε τσούξει λίγο.

Υπήρχε η συνήθεια, προς διευκόλυνση τόσο του λεωφορειούχου όσο και των επιβατών, μη συμβεί κανένα ατύχημα, λόγω υπερβολικού βάρους και ανηφόρας, οι Φτεριώτες, στο εικόνισμα της Παλαιοβράχας να κατεβαίνουν και κατά την επιστροφή για Φτέρη να ξαναεπιβιβάζονται.

Πράγματι, μόλις ο μπαρμπα-Χρήστος οδηγός έφθασε στο εικόνισμα, σταματάει, κατεβαίνει, ανοίγει τις πόρτες και ενημερώνει: Ορίστε, οι Φτεριώτες κατεβείτε. Πράγματι άρχισαν να κατεβαίνουν, αλλά ο Τ. άρχισε να διαμαρτύρεται και να τα παλουκώνει: Δεν πάω πουθενά: Άντε τώρα του λέει ο μπαρμπα-Χρήστος μη χασομεράς και τους άλλους. Οπότε ο Ζ. Τ. του λέει: Τι λες μωρέ! Τα λεφτά μπορεί και τα πηγαίνει, εμάς δεν μπορεί! Τελικά δεν κατέβηκε και δεν δόθηκε συνέχεια, με τους υπόλοιπους να περιμένουν την επιστροφή του λεωφορείου για τη Φτέρη.

δ). Στη ΙΟετία του 1950 άνοιξε μαγαζί - ταβέρνα ο Γιάννης Χρ. Τσιούστας στο οίκημα Μαρίας Χονδράκη. Στο οίκημα (αποθήκη) Ευαγγέλου Κύρκου (τώρα Στυλιανής Κύρκου — Αντωνούλα), έχει εγκατασταθεί το Κοινοτικό Κατάστημα στην ΝΑ γωνία, όπου διαχωρίστηκε ένας χώρος με πεπιεσμένο χαρτί. Πρόεδρος είναι ο Ευάγ. Κ. Κύρκος και Γραμματέας ο Θανάσης Σωτ. Σκαραφίγκας. Είναι βράδυ, η λάμπα πετρελαίου του γραφείου είναι αναμμένη, δείγμα ότι συνεδριάζει το Κοιν. Συμβούλιο.

Ο Ζ. Τ. έρχεται από την ταβέρνα του Τσιούστα, βλέπει το φως του γραφείου και στέκεται λίγο αμήχανος και ακούει συνομιλίες. Οπότε άρχισε να φωνάζει τον Γραμματέα να του ανοίξει. Όπως ήταν ψηλός, είχε ένα παντελόνι με πολύ φαρδιά παραμέντα (άνοιγμα κάτω σκέλους παντελονιού), ίσως μέχρι 32-33 πόντους, η οποία είχε λασπωθεί γιατί ο δρόμος ήταν «κουρκούτη» και του είχε κατεβεί λίγο από τη μέση. Σε λίγο άρχισε πάλι να φωνάζει: Θανάση, ε Θανάση άνοιξε γρήγορα να μπω μέσα. Καμιά ανταπόκριση ο Θανάσης! Θανάση, σου είπα, άνοιξε, δεν μπορεί εσείς να συζητάτε μέσα και γω έξω να μην ξέρω τι λέτε! «Μιλούσε φαίνεται εκείνη την ώρα το κρασί»!

Από το βιβλίο ΄΄Φτεριώτικες Ιστορίες΄΄ του Βασ.Δ.Σταμοκώστα.