Την Απάν Φτέρ' έχτ-σαν κι κατοίκσαν άνθρουπ' απ' κατάγουνταν απ' την Ηπείρου.
Πουλύ κουντίτειρα, η μειγάλ(η) απόστασ(η) απ'τουν κάμπου, τς ανάγκασει να χτίσνει την Κάτ' Φτέρ'. Δηλαδή, κατέβκαν
χαμπλώτειρα λίγα χιλιόμειτρα.Τα δυό χουριά συνδέουντει αναμειταξύ τς μει αυτουκινητόδρουμου, ειδώ κι 4 δεικαειτίεις.Του
χουριό έχ(ει) πειρίπου κάνια τριανταριά σπίτια, χουμένα στου πράσινου. Γιαυτό απ'τη Βαρμπόπ' φαίνει*τει, μοναχά, η εικκλησία
τ' Αγιώργ(η).Έχ(ει) υδρειυτικό, ηλεικτρικό κι τηλειφουνικό δίκτυου.Οι κάτοικ(οι), τα είδη πρώτ-ς ανάγκ(η)ς, προυμηθεύουντει
απού κάποιου βακούφκου μαγαζάκ(ι).Μει τα κρουσταλλένια νειρά τς Φστέρς, τ' Πουλυνειριού κι τ' Πουριού, υδρεύειτει, ακόμα κι
σήμειρα, του Κάτ' Χουριό.Πρίν απου λίγεις δεικαειτίεις, η Απάν' Φτέρ' ήνταν ένα ειρηπουμένου χουργιουδάκ(ι), εινώ σήμειρα
ούλα τα σπίτια είνει* σύγχρουνα, μει ούλεις τς ανέσεις.Κάθει καλουκαίρ' έρχουντει ειδώ Φτειριώτεις παραθειριστές, απ' ουλ(η)
την Ειλλάδα.Οι Κάτ' Φτειριώτεις λένει* αλλιώς την Απάν-Φτέρ' «Χουριό».Πάρα πουλλές βουλές ακούητει απ τα χείλια τς η
φράσ(η): «Πάου απάν' στου Χουριό»Η Απάν' Φτέρ' έχ(ει) τς παρακάτ' βρύσεις:
-
Σουομπασίνα
Μυλουνόβρυσ(η)
Καλουβραίσεινα
Τα δέντρα απ'κυριαρχούν στου φυτικό τς βασιλείου, είνει*:
Οι μαύρας σκαμνιές
Oι ψρουξλιές
Οι κρανιές
Πουλλές βουλές ου δάσκαλους, όταν τιμώραει κάποιουν μαθητή τόβανει* την ποινή να τ' πάει νιά κρανήσια λούρα, για να τουν δείρ'.Σημειώνου, ότι οι λούρεις απου κρανιά είνει* πουλύ γειρές κ' έχνει* πουλλούς κόμπς.Πρίν απου λίγα χρόνια, πουλλοί παραθειρστές έμειναν σει τσιατούρια.Κάθει βράδ', τόσου παλιότειρα, όσου κι τώρα, μαζεύουνταν ούλ(οι) οι παραθειρστές στη πλατέα για ψιλουκούβειντου.Μειταξύ αυτνών ήνταν ου Γιουργάνας ου Σταμουκώστας κι ου Μήτσιους ου Απουστουλόπουλους. Κ' οι δυό ήνταν φανατικοί κυνηγοί.Κάποιου βράδ', λοιπόν, που ου Απουστουλόπουλους έφκει νουρίς για του σπίτ' τ', ου Γιουργάνας λέει τς υπόλοιπς:«Ταχιά κανόν(ι)σαμει μει τουν Απουστουλόπουλου, να πάμει κνή(γ)ίΣκέφκα, λοιπόν, να τ' κάνου νιά πλάκα. Τούπα ότ' έχου κάνα χρόνου απ' μει πιάν(ει) μιά μανία καταδίουξ(η)ς. Έρχουντει, Δε, σπγμές απ' θέλου να σκουτώσου άνθρουπου. Είπα, όμους, στου Μήτσιου, ότι τώρα, παρόλου απ' πέρασαν τρείς-τέσσειρις μήνας, απ' δε μει ματαπείραξει.Ειν του μειταξυ, γιόμσα κάμπουσα φσέκια μοναχά μει μπαρούτ'. Οπούς, λοιπόν, Ου Μήτσιους θα ξειγνοιάσ(ει), θα φουνάξου:«Μήτσιου, φλάξ'μ' έπιασει».Τη στιγμή αυτήν(η) θα τουν αρχνίσου στου τφυκίδ' μει τ' άσφειρα φσέκια».Τότει, υπουτίθειτει, θα έχ(ει) μπητίσ(ει) κι του κ(υ)νήγ(ι).Πραγματικά, την αυγούλα, πρίν ου Αυγειρινός απουχειρειτίσ(ει) την ουράνια παρέα τ', οι δυό κυνηγοί ξεικίναγαν, φυσικά μαζί μει τα σκλιά τς.Αφού μπήτ-σει του κ(υ)νήγ(ι), ου Απουστουλόπουλους έδεισει στη λουρίδα τ', την αλ(υ)σίδα τ' σκλιού τ', κι πήραν του δρόμου τς ειπιστρουφής.Ου Γιουργάνας για να κρατήσ(ει) του Μήτσιου ανυπουψίαστου, αρχίνσει να κβειντιάζ(ει) «πειρί ανέμουν κι υδάτουν».Θα πειρπάτ-σαν κατ αυτόν τουν τρόπου κάνια μπσή ώρα δρόμου, όταν, απότουμα ου Γιουργάνας, λέει τ' Απουστουλόπουλ': «Μήτσιου φλάξ', μ'έπιασει».Τότει εικείνους αρχίν(η)σει να πλαλάει. Κι' όπους πειρπάταγαν μέσ' τα ντούσ(ι)κα του σκλί τ' Μήτσ(η), μπειρδευκει κ' ακινητουποίησει τ' αφεινηκό τ'. Ου Γιουργάνας την ίδια στιγμή τφέκαει συνέχειαΑυτό κράτ-σει μέχρι απόφτασαν στην Απάν-Φτέρ'.Οι παραθειρστές, μόλις τς ίειδαν τόβαλαν στα γέλια.
Αποσπασμά από τό βιβλίο τού Πάνου Σφυρή // Η Φτερ' απ'του 1944 μεχρί τσ' μέρεις μάς//
Κρατήθηκε η ορθογραφία καί τό συντακτικό από τό πρωτότυπο