Στα πλαίσια της συνεργασίας μας στο Σύλλογο Φτεριωτών, αλλά και αυτής της συγγενικής μας σχέσης, πολλές φορές ο σεμνός και μειλίχιος άνθρωπος, ο μπαρμπα-Γ’άννης (πρόεδρος του Συλλόγου μας στην Αθήνα), μας περιέγραφε ορισμένα περιστατικά από τη γειτονιά των Πετσαλαίων και του Κλειτσού γενικότερα. Μεταξύ αυτών και για τον πρόεδρο Ν. Παταργιά».
Όταν παίζαμε σε κάποια αλάνα εμείς τα Πετσαλάκια, τα Καψαλάκια, Τσογκάκια, Παταράκια κλπ. παιδιά του Κλειτσού, ο γιος του Μπαρμπα-Νίκου Παταργιά ο Σωτήρης (κατά το παρατσούκλι του Βράκας) ήταν μεγαλύτερος και αρκετά σωματώδης. Τα χέρια του μόνο έμοιαζαν σαν καρπολόγια (ξύλινο μονοκόμματο φτυάρι). Εγώ σαν κοντόσωμος και αχαμνούτσικος (αδύναμος) όπως ήμουν, εισέπραττα πάντα τα επίχειρα της δύναμής του. Σαν ορφανός - ο πατέρας μου πέθανε στο Στρατό (1914 στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης) και με άφησε 2 χρονών ορφανό, κατέφευγα για προστασία και παράπονα στον πατέρα του Σωτήρη, τον Μπαρμπα-Νικο. Αυτός είχε μια ιδιαιτερότητα κατά την ομιλία του: Μπροστά σε κάθε σχεδόν λέξη πρόφερε το φωνήεν α. Πήγαινα λοιπόν συνήθως κλαψουρίζοντας και του έλεγα: Μπάρμπα, ο Σωτήρης με χτύπησε πάλι. Απάντηση: α σ’ ούπα, α φ’ λάισι! (σου είπα να φυλάγεσαι)! Οπότε αντί κάποιας συμπαράστασης και παρηγοριάς εισέπραττα αδιαφορία!
Για κακή τύχη τού μπάρμπα-Νίκου, κάποια στιγμή, πέθανε η γυναίκα του, αρκετά νέα και σύμφωνα με το έθιμο - ψυγεία δεν υπήρχαν τότε να φιλοξενούν τα σώματα των νεκρών — μαζεύτηκαν οι οικείοι και φίλοι να ξενυχτίσουν την νεκρή. Κάποια στιγμή πετάγεται - εν ώρα θλίψεως εννοείται — ο μπαρμπα-Νίκος και λέει: Α μ’ πει κανένας τώρα ια (τώρα εδώ), α παντριυτού (παντρευτώ), α σκουτώσου μι τιν καραμπίνα, σαν του τσιόνι (το σπουργίτι) α λεύκα! (επάνω στη λεύκα).
Δεν πέρασαν μερικές μέρες και ο μπαρμπα - Νίκος παντρεύτηκε την αδερφή του Παππού Χρήστου Κύρκου, με την οποία έκανε δεύτερη οικογένεια και συνολικά 7 παιδιά!
Αφήγηση Βασίλειος Δημ.Σταμοκώστας