Αφήγηση Γιάννης Η. Καραγιάννης
Βρισκόμαστε γύρω στο 1963-64.Στο καφενείο βρίσκεται η γνωστή πελατεία της Φτέρης και η ώρα περνά με καφε,τσιπουρο ,δηλωτή και συζήτηση επί παντός επιστητού.
Σε ένα τραπεζάκι κάθετε ο Στέλιος ο Σταμοκωστας 85-87 χρονών τότε.Ο Στέλιος ήταν αγρότης ,είχε και αμπέλια στο καμπο,και μάλιστα επειδή είχε κάνει και στην Αμερική ,ήταν ο πρώτος που είχε φέρει κλήματα όταν είχε επιστρέψει στη Ελλάδα από ποικιλίες που δεν υπήρχαν τότε στη περιοχή.
Είχε φτιάξει μόνος του ένα αυτοσχέδιο τσιμπούκι για να καπνίζει το καπνό του,που σημειωτέον οι καπνιστές έπαιρναν άδεια για συγκεκριμένη ποσότητα καπνού που μπορούσαν να έχουν ακόμα και αν ήταν οι ίδιοι παραγωγοί καπνού,διοτι ο καπνός ήταν μονοπώλιο του κράτους και είχε μεγάλη φορολογία ( τίποτα δεν έχει αλλάξει σε αυτόν τον τόπο….)
Έβλεπα λοιπόν αυτό το κακοφτιαγμένο τσιμπούκι μαυρισμένο και καμένο από τη πολλή χρηση,και σκέφτηκα να του κάνω ένα δώρο του γέροντα .
Εγώ ερχόμενος από την Ολλανδία που είχα πάει για κάποια χρόνια σαν μετανάστης,ειχα φέρει μαζί μου ένα τσιμπούκι από ελεφαντοδόντο με όλα τα σύνεργα του,και ήταν μέσα σε δερμάτινη θήκη.
Πάω λοιπόν στο σπίτι και το φερνω.Μολις του το έδωσα και άνοιξε τη θήκη δεν το πίστευε.Του έτρεχαν τα σάλια που λένε,σαν μανιώδης καπνιστής που ήταν
Γυρίζει με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη και μου λέει……
Ευχαριστώ πολύ παιδί μου.
Αυτό θα το φοραω κάθε Κυριακή…….