Τέλος 10ετίας 1960 – αρχές 1970 στη Φτέρη.
Ο νερόμυλος της εκκλησίας στη Μαυρόραχη, που λειτουργούσε και σαν νεροτριβή (Μαντάνι), παίρνοντας νερό από το ρέμα του Κυραπιάνη – διακρίνεται ακόμα το παλιό αυλάκι- είχε πάψει να λειτουργεί!! Σήμερα είναι πλέον ένας σωρός από πέτρες!!!.
Την ανάγκη των κατοίκων για το άλεσμα του σιταριού ήρθαν να καλύψουν οι κυλινδρόμυλοι!! Του Ζάχου (Ζαχωνιά) από τη Μακρακώμη και του Γυαλιά από τη Σπερχειάδα.
Ο Ζάχος έρχονταν πάντα το Σαββατόβραδο με ένα πράσινο φορτηγό Μερσεντές, έχοντας στην καρότσα που ήταν σκεπασμένη με μουσαμά, και την απαραίτητη πλάστιγγα. Οδηγούσε σχεδόν πάντα ο Νίκος Ζάχος και πίσω ήταν πάντα δυό εργάτες για τη ζύγιση και το φόρτωμα. Κάθε σπίτι που ήθελε να δώσει άλεσμα, είχε έτοιμα τα τσουβάλια με το στάρι. Οι εργάτες τα έπαιρναν και τα ζύγιζαν στην πλάστιγγα και έγραφαν σε μια καρτέλα πόσα κιλά ήταν και την έδεναν μ ένα σύρμα στο τσουβάλι. Στον κάτοχο έδιναν άλλη καρτέλα που έγραφαν πόσα τσουβάλια έδωσε, πόσα κιλά ήταν και πόσα κιλά αλεύρι και πίτουρα πρέπει να του φέρουν το επόμενο Σ/Κ που θα ξανάρθουν – κρατώντας φυσικά για λογαριασμό του μύλου το λεγόμενο «δικαίωμα» ή ξάϊ – εκτός αν το πληρώνονταν σε δραχμές.
Το φορτηγό έρχονταν το βραδάκι και περνούσε απ τους κεντρικούς δρόμους του χωριού μαζεύοντας τα σακιά με το σιτάρι και ξεφορτώνοντας τα σακιά με το αλεύρι από τις παραγγελίες του προηγούμενου Σ/Κ.
Όταν τελείωναν συνήθως σταματούσαν στο μαγαζί του Σκαραφίγκα, όπου έσφαζε και έψηνε ο Καμπιώτης Κώστας Κούκουνας, έτρωγαν τα κοκορέτσια τους έπιναν και τα κρασάκια τους και έφευγαν.
Ο Γυαλιάς έρχονταν πάντα Κυριακή πρωΐ μετά την απόλυση της εκκλησίας. Έρχονταν μ ένα μπλέ εγγλέζικο δεξιοτίμονο φορτηγό που το λέγαμε «Ταρζάν». Η διαδικασία ήταν και γι αυτόν η ίδια.
Περισσότερη δουλειά είχαν βέβαια οι Ζαχαίοι, γιατί δυό απ αυτούς είχαν παντρευτεί Φτεριώτισσες. Η μια, η Γεωργία κόρη του Βάγια Κύρκου και η άλλη η Ντία του Μήτσου Σφυρή.
Αργότερα, τις αρχές του 1980, εμφανίστηκε ο Καραμέρης που είχε φούρνο στη Σπερχειάδα, μ ένα τρίκυκλο Zundapp. Αυτός έπαιρνε συγκεκριμμένα κιλά αλεύρι και 2-3 φορές την εβδομάδα έφερνε έτοιμο ψωμί.
Σήμερα, σχεδόν κανένας στο χωριό δεν πάει στο μύλο σιτάρι για άλεσμα, αφού κάθε μέρα 2-3 φούρνοι από Σπερχειάδα και Μακρακώμη περνάνε από τους δρόμους του χωριού.
Αλλάξανε οι εποχές, μειώθηκε ο πληθυσμός του χωριού, άλλαξε και ο τρόπος ζωής !!!!!
Αφήγηση Κώστας Β. Τσίφτης