Επί Τουρκοκρατίας και ειδικά στην εποχή του Αλή Πασά ,πολλοί Έλληνες που δεν άντεχαν κυρίως την σκλαβιά και την φτώχεια μαζί αναγκάστηκαν να γίνουν ληστές και να ανέβουν στα Βουνά. Λήστευαν συνήθως Τούρκους αλλά και πλούσιες Ελληνικές οικογένειες. Μετά την απελευθέρωση περίπου στα 1830 , πολλοί αγωνιστές της Ελληνικής επανάστασης λόγω της αδιαφορίας που έδειξε απέναντι τους το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος , βρέθηκαν χωρίς πόρους και προστασία , έτσι προσχώρησαν στις συμμορίες των ληστών. Με το εμπειροπόλεμο πλέον προσωπικό οι λήσταρχοι έγιναν αδίστακτοι, κτυπούσαν πια, όχι μόνο τα χωριά αλλά και τις μεγάλες πόλεις. Η Κυβέρνηση για την καταστολή των ληστειών αναγκάσθηκε να δώσει αμνηστία σε όλους τους ληστές. Στις 28 Απριλίου το 1836 έθεσε σε ισχύ τον νόμο περί αμνηστίας αλλά εξαιρούσε 16 περιβόητους λήσταρχους. Το φαινόμενο των ληστειών με αυτό το νόμο περιορίσθηκε σχετικά. Από το 1845 όμως η πολιτική διαφθορά που επικρατούσε στη χώρα μας ,(με την συμβολή της Αντιπολίτευσης που ήθελε να κτυπήσει τη Κυβέρνηση ) ενθάρρυνε και δημιούργησε νέες συμμορίες. Η Κυβέρνηση τότε βρέθηκε μπροστά σε μία χαώδη κατάσταση κυρίως στην ύπαιθρο. Με το νόμο ΤΟΔ της 27 Φεβρουαρίου 1871 ,περί καταδιώξεως της ληστείας έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο της επικήρυξης των ληστών και της εκτόπισης όλων όσων τους υπέθαλπαν και τους πρόσφεραν κάλυψη. Παρά τις δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Οι ληστές για να αντιμετωπίζουν τα καταδιωχτικά αποσπάσματα είχαν δημιουργήσει πολυμελείς ομάδες που πολλές φορές συγκρούονταν και μεταξύ τους για τον έλεγχο κάποιας περιοχής. Επί 50 σχεδόν ολόκληρα χρόνια η εξύμνηση των κατορθωμάτων των λήσταρχων ( Νταβέλη , Λίγγου , Κακαράπη κλ ) έφθασε σε τέτοιο σημείο που όνειρο του φτωχού κάθε χωρικού ήταν να ενταχθεί σε κάποια από αυτές τις ομάδες. Το κλίμα αυτό που επικρατούσε σε όλη τη χώρα ώθησε αρκετούς Σμοκοβίτες να βγούν στο βουνό.Θα αναφέρουμε εδώ όσους τα ονόματα τους διασώθηκαν έως σήμερα μέσω της προφορικής παράδοσης ΓΙΑΤΑΓΑΝΑΣ έδρασε στα χωριά Σμόκοβο ,Καστανιά Νιοχώρι και γενικά στον ορεινό όγκο της περιοχής μας .Τον επικήρυξε η κυβέρνηση ,και τον σκότωσε στη τοποθεσία Τρανή Λάκα ,ο επίσης ληστής Σταμέλλος από την Καστανιά , για να αμνηστευτούν τα δικά του εγκλήματα. ΚΑΝΤΖΟΣ ( Ευάγγελος Χριστακόπουλος ) τον οποίο τον καρατόμησαν στην θέση Μοιρά της Υπάτης την στιγμή της σύλληψης του . ΘΟΔΩΡΗΣ ( Θεόδωρος Χριστογιώργος ) Σαιταρής . Αυτός δολοφονήθηκε από καταδιωκτικό απόσπασμα στην Χομίργιαννη. ΡΑΦΤΟΓΙΩΡΓΟΣ ( Γεώργιος Ραφτόπουλος ) η δράση του ήταν σχετικά μικρή, παραδόθηκε στις αρχές ,αμνηστεύτηκε και γλύτωσε τον θάνατο. Όπως αναφέρει η προφορική παράδοση οι δύο ληστές Κάντζος και Θοδωρής, συνέλαβαν μια βραδιά στη θέση Σαμαράκι τον Ιερέα Παπαγεωργάκη από το Νιοχώρι που πήγαινε στο Σμόκοβο να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων κάποιο ετοιμοθάνατο κάτοικο του χωριού.Αφού τον κράτησαν όλη την νύχτα , την επομένη μέρα τον οδήγησαν στο σπίτι του στο Νιοχώρι ζητώντας του λύτρα για να τον αφήσουν ελέυθερο διαφορετικά θα τον εκτελούσαν . Ο Παπαγεωργάκης αναγκάστηκε να τους δώσει 300 χιλιάδες δραχμές , ( χρυσές την εποχή εκείνη) τα χρήματα τα είχε κρυμμένα στην ρίζα μιας καρυδιάς που είχε στην αυλή του. Την ίδια εποχή λήστεψαν και τον Γιώργο Λαγό από το Σμόκοβο ,ο οποίος είχε τόσα χρήματα που όταν ζήτησε σε γάμο την κόρη του Παπαδήμα, του υποσχέθηκε ότι αν τον έκανε γαμπρό θα έστρωνε το δρόμο από το σπίτι του έως το σπίτι του Παπαδήμα με αργυρά τάλλαρα.Ο Παπαδήμας δεν τον έκανε γαμπρό του και τελικά πάντρεψε τη κόρη του με τον Σταύρο Σαιταρή....
Σαν να μην έφταναν τα άλλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το μικρό νεοσύστατο Νεοελληνικό Κράτος το 1833, ήρθε να προστεθεί από τις αρχές του βίου του και το πρόβλημα της ληστείας, που λυμαινόταν όλη την Ελλάδα και κυρίως τις παραμεθόριες επαρχίες μία από τις οποίες ήταν και η επαρχία της τότε ακριτικής Φθιώτιδας. Η ληστεία κατά την ιστορική περίοδο (1833 – 1881) γνώρισε φάσεις έξαρσης και ύφεσης και απείλησε την ενότητα αλλά και την ίδια την ύπαρξη του Ελληνικού Κράτους. Σαν κορυφαία γεγονότα της εποχής αυτής με μεγάλη απήχηση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ήταν τα παρακάτω: Η απαγωγή του Γάλλου λοχαγού Μπερτό ή Βρεττό από τη συμμορία του αρχιληστή Χρήστου Νταβέλη στις 23 Σεπτεμβρίου 1855 – κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854 – 1856) – καθώς ανέβαινε στο δρόμο από τον Πειραιά στην Αθήνα. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος, αφού η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκάστηκε να πληρώσει 30.000 δραχμές λύτρα για την απελευθέρωσή του. Η κατάληψη, και η ληστεία του σπιτιού του και η αιχμαλωσία της κόρης του Παρασκευής, του δωδεκαχρονου γιού του και του γιατρού γαμπρού του Π. Καλογερόπουλου του βουλευτή Εύβοιας Νικολάου Βουδούρη. Οι ενωμένες συμμορίες του Βασίλη Καλαμπαλίκη, Λουκά Μπελιούλα ή Κακαράπη, Γιάννη Πάλλα, Φουντούκη, Θανάση Χορταριά, Μπούρχα, Νικολάου Τσόπα ή Ρουπακιά, Μήτρου Λυκουρέση και Δήμου Καραδήμου αποβιβάστηκαν με βάρκες από τις ακτές της Βοιωτίας στη Χαλκίδα στις 28Νοεμβρίου 1855 και απήγαγαν τα παραπάνω άτομα, τα οποία απελευθερώθηκαν, αφού καταβλήθηκε στις ληστοσυμμορίες ως λύτρα το ποσό των 40.000 δραχμών και δόθηκε η υπόσχεση του βουλευτή Βουδούρη ότι θα ενεργούσε για την αμνήστευσή τους. Το Νοέμβριο του 1865 οι ληστές απήγαγαν τρεις Άγγλους περιηγητές στην Ακαρνανία.Τον Αύγουστο του 1866 οι ληστές απήγαγαν το βουλευτή Τριφυλλίας Σωτήριο Σωτηρόπουλο και τον κράτησαν αιχμάλωτο τριάντα έξι μέρες. Το 1870 οι αρχιληστές Χρήστος και Τάκος Αρβανιτάκης με τη συμμορία τους απήγαγαν τους ξένους περιηγητές που πήγαν να επισκεφθούν το πεδίο της μάχης του Μαραθώνα και τους σκότωσαν στις 9 Απριλίου στο Δήλεσι (Δήλιον) της Βοιωτίας, ένα φοβερό γεγονός με τρομερή απήχηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ληστές μπήκαν στη Λιβαδειά και απήγαγαν από το σπίτι του το βουλευτή Φίλωνα. Η ληστοκρατία στην Φθιώτιδα Εδώ θα αναφερθούμε στις ληστοσυμμορίες που έδρασαν στην επαρχία της Φθιώτιδας που ήταν τότε παραμεθόρια επαρχία και δεινοπαθούσε από τις ληστρικές επιδρομές και λαφυραγωγίες. Απλώς αναφέραμε ορισμένα ληστρικά γεγονότα με γενικότερη απήχηση, για να μπούμε στο ληστρικό κλίμα της εποχής. Όταν μιλάμε για επαρχία της Φθιώτιδας εκείνη την περίοδο, εννοούμε την περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ της οροθετικής γραμμής κατά μήκος της κορυφογραμμής της Όθρυος ως τον Παγασητικό Κόλπο και της κορυφογραμμής της Οίτης, που συμπεριλαμβάνει ανατολικά και τους Δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλης (Μιτζέλας) και νοτιοανατολικά τους Δήμους Θερμοπυλών και Θρονίου της επαρχίας Λοκρίδας, δηλαδή σε γενικές γραμμές την επαρχία που προήλθε από τη συγχώνευση των επαρχιών του Πατρατζικίου και του Ζητουνίου κατά την Τουρκοκρατία. Οι απαρχές της ληστείας Οι απαρχές της ληστείας πρέπει να αναζητηθούν πριν από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα (6 Φεβρουαρίου 1833) στα χρόνια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, όταν το 1830 διοργάνωσε τα ελαφρά τάγματα του στρατού και έμειναν έξω από αυτά πάνω από 4.000 αγωνιστές του Ιερού Αγώνα του 1821. Από αυτούς άλλοι γύρισαν στις οικογένειές τους και άλλοι ξαναγύρισαν στα αγαπημένα τους κλέφτικα λημέρια στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, της Γούρας, των Χασίων και του Ολύμπου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού άρχισε να αναβιώνει η ληστεία σε ορισμένες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) επικράτησε στη Ελλάδα αναρχία και χάος . Τα ελαφρά τάγματα διαλύθηκαν και οι στρατιώτες ξαναγύρισαν στους παλιούς άτακτους αρχηγούς τους με τους οποίους τους συνέδεαν κοινά πολεμικά βιώματα. Διαλυμένα και διασκορπισμένα τα ελαφρά τάγματα στις ελληνικές επαρχίες καταπίεζαν τους αγροτικούς πληθυσμούς, αρπάζοντας τα ζώα τους και τις μικρές τους περιουσίες. Αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση αντιμετώπισε η Αντιβασιλεία, όταν ήρθε στην Ελλάδα και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη. Με το δ/γμα 2/14 Μαρτίου 1833 διέλυσε τα άτακτα στρατεύματα και στη θέση τους δημιούργησε 10 τάγματα ακροβολιστών. Οι άτακτοι στρατιώτες δεν είδαν με καλό μάτι τη νέα στρατιωτική οργάνωση και αρνήθηκαν να καταταχτούν στα νέα τάγματα, γιατί η αυστηρή πειθαρχία, οι συνεχείς ασκήσεις, η φράγκικη ενδυμασία τους, τα «στενά» όπως τα έλεγαν, ήταν ξένα προς τις μακροχρόνιες συνήθειές τους και τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους. Έτσι με τη νέα οργάνωση των ατάκτων στρατευμάτων και τη δημιουργία των ταγμάτων των ακροβολιστών έμειναν έξω από τα τάγματα περίπου 15.000 αγωνιστές της επανάστασης . Τα στρατιωτικά μέτρα που έλαβε ο Καποδίστριας και τα αψυχολόγητα στρατιωτικά μέτρα της Αντιβασιλείας, με τα οποία αρκετές χιλιάδες των αγωνιστών του 1821 έμειναν έξω από τις νέες στρατιωτικές διοργανώσεις, δημιούργησαν στην Ελλάδα το μεγάλο πρόβλημα της ληστείας, που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου. Κυρίως όμως η ληστεία έπληξε τη Στερεά Ελλάδα και προπαντός τις παραμεθόριες επαρχίες, μία από τις οποίες ήταν και η παραμεθόρια επαρχία της Φθιώτιδας, που υπόφερε τα πάνδεινα κατά το χρονικό διάστημα 1833–1881 που προσαρτήστηκε στην Ελλάδα ηΘεσσαλία. Τα παραμεθόρια χωριά της επαρχίας της Φθιώτιδας στην Όθρυ (Βουνά της Γούρας) ήταν, αρχίζοντας από τα ανατολικά προςmτα δυτικά, τα εξής: Αμαλιάπολη (Μιντζέλα) επί του Παγασητικού Κόλπου, Σούρπη, Γαύριανη, Πτελεός, Μαχαλάς (Κυπαρισσώνας), Μύλοι, Σπαρτιά, Τσερνοβίτι (Παλαιοκερασιά), Άνυδρο (Νίκοβα), Σαπουνάς, Νεράϊδα, Δρύστελα, Λογγίτσι, Λιμογάρδι, Δίβρη, Μακρολείβαδο, Δερβένι Φούρκα (Καλαμάκι), Στύρφακα, Τρίλοφο (Κούρνοβο), Αρχάνι, Γιαννιτσού, Πλατύστομο, Ασβέστης, Τσούκα, Ροβολιάρι, Λιτόσελο,Περίβλεπτο, Παλαιόκαστρο, Νεοχώρι, Μαυρίλο.....
Τα αίτια της ληστείας Το φαινόμενο της ληστείας στη Φθιώτιδα δεν είναι κατιτί το απομο- νωμένο και ανεξάρτητο από το γενικό φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Στην πορεία της μελέτης μας έμμεσα, πολλές φορές, αναφερθήκαμε στα αίτια της ληστείας, τώρα όμως θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κύρια αίτια της γένεσης αλλά και της διαιώνισης της ληστείας. Στην αρχή επισημάναμε ότι η κύρια αιτία που δημιουργήθηκε το ληστρικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν η διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων πρώτα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και κατόπιν από την Αντιβασιλεία και η οργάνωση των ταγμάτων. Όσοι αγωνιστές της Ελευθερίας έμειναν έξω από την οργάνωση των ταγμάτων, είτε επειδή αποκλείστηκαν είτε γιατί αρνήθηκαν να καταταγούν, πήραν το δρόμο της φυγής και της αποστασίας και επέστρεψαν πάλι στα παλιά τους κλέφτικα λημέρια τόσο στο Τουρκικό όσο και στο Ελληνικό, στρεφόμενοι εναντίον της εξουσίας του Ελληνικού Κράτους. Όμως παράλληλα προς το βασικό αυτό αίτιο υπήρχαν και άλλα αίτια και παράγοντες που συντέλεσαν στην έξαρση και στη γιγάντωση της ληστείας από την οποία κινδύνευσε και η ίδια η υπόσταση του νεοσύστατου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτός τους 36 μέρες, μας διασώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέγει: «Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα (…) απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς ή επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι μεγάλοι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον του ένα Βασιλιά, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπορέση να πληρώση ποτέ.» Και όμως σεις κάθεσθε ως καλοί νοικοκυραίοι και απολαμβάνετε όλα τα αγαθά, ημείς καταδιώχθημεν ως άγρια θηρία και τα μεταβατικά αποσπάσματα έφαγον τα πρόβατά μας, κατέστρεψαν τα σπίτια μας, ατίμησαν τας αδελφάς μας και μας έφεραν εις την ανάγκην να γένωμεν λησταί και να τρέχωμεν εις τα βουνά, για να γλυτώσωμεν από την λαιμητόμον και να απεθάνωμεν ως άνδρες: δεν μας λέγεις δια ποίον λόγον οι καπελάδεςοι πολιτικοί δεν καταδιώκονται, μήπως τάχα τους αμνήστευσεν εκείνους κανείς;… Εις τας επαρχίας έγιναν πολλά κακά από τους τρανούς και όμως κανείς δεν τους κυνηγάει, πολλοί δε από αυτούς είναι Βουλευταί αι φυλακαί και η λαιμητόμος είναι μόνον δια τους φτωχούς και τους μικρούς, δια τούτο και ημείς όσον καιρό ζήσομεν, έχομεν σκοπόν να τους κυνηγούμεν τους πολιτικούς». Στα λόγια του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη έρχονται να προστεθούν και οι παρατηρήσεις του Π. Κορωναίου, του αρχηγού των καταδιωτικώναποσπασμάτων στη Δυτική Στερεά, το 1869: «Είπον και επαναλαμβάνω ότι εις χείρας της εξουσίας κείται η εμπέδωσις της πλήρους τάξεως εάν θέλη και ηξεύρη να κάμη χρήσιν των εις τας χείρας της μέσων (…) τουτέστιν η διοίκησις να μην φατριάζη, τα δικαστήρια να ανήκωσιν εις την δικαιοσύνην και μόνον, τα όργανα της εκτελέσεως να είναι επιτήδεια και το δυνατόν τέλεια (…), η δικαιοσύνη αντί να απονέμη το δίκαιον, απονέμει την αδικίαν και την ανισότητα, διότι όλα τα βάρη εμπίπτουν εις την τελευταίαν τάξιν του λαού και διότι η δεσπόζουσα φατρία πιέζει παντοιοτρόπως την άλλην. Ως και τα εγκλήματα τα υπ’ αυτών πραττόμενα, αποδίδει εις την άλλην. Ο ισχυρός της ημέρας όλα τα διαπράττει ατιμωρητί, ο δε ανίσχυρος όλον αναγκάζεται να υπομένη.» Η απληστία αυτή ωθεί τους κατοίκους εις το τελευταίον άρκον το της αυτοδικίας και της εκδικήσεως κατά της κοινωνίας, ήτις τοσούτον αδικεί… Η αδυναμία της εξουσίας παρέχει νέα αίτια εις την αύξησιν του κακού. Κακοποιημένοι τινές και μη ευρίσκοντες υπεράσπισιν και ικανοποίησιν υπό της εξουσίας δια της ενεργείας, τον Νόμον (…) καταφεύγουν εις την αυτοδικίαν και ούτω, κακοποιούντες και ούτοι και φοβούμενοι τας συνεπείας επιδίδονται εις τον ληστρικόν βίον… Η ατιμωρησία κατέστησε, δυνάμεθα να είπωμεν, τους πλείστους ληστάς». Ο αξιωματικός Δ. Κ. Αντωνόπουλος, που διετέλεσε αρχηγός του Επιτελείου της Ανατολικής Ελλάδας κατά το 1867, πρότεινε το εξής σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, το οποίο εφαρμοζόμενο στη Φθιώτιδα θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο και για τις άλλες παραμεθόριες επαρχίες: Να καταληφθή η παραμεθόρια γραμμή από περισσότερο στρατό, που θα κατανέμεται σε στρατωνίσκους και θα απέχουν μεταξύ τους μία ώρα περίπου και θα επανδρώνεται ο καθένας από 60 άντρες. Από τη δύναμη των 60 αντρών του κάθε στρατωνίσκου το 1/6 θα περιπολεί και θα ενεδρεύει αριστερά και το άλλο 1/6 δεξιά του γειτονικού στρατωνίσκου θα περιπολεί και θα ενεδρεύει και ούτω καθ’ εξής. Έτσι κατ’αυτό τον τρόπο διασταυρωνόμενοι οι περίπολοι και οι ενέδρες θα σχηματισθεί μία αλυσίδα, ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα αποθαρρύνει τους ληστές και δε θα εισέρχονται στο Ελληνικό, αλλά και θα ενθαρρύνει τους κατοίκους να καταδιώκουν οι ίδιοι τους ληστές. Προτείνει επίσης να σχηματισθεί μια δεύτερη γραμμή ανάσχεσης της ληστείας στο ύψος της Βαρυμπώπης (Μακρακώμης), Λαμίας και Γαρδικίου (Πελασγίας), η οποία θα αποτελείται από 20 σταθμούς και 24 τουλάχιστο άντρες ο κάθε σταθμός, που θα περιπολούν και θα ενεδρεύουν και θα προστρέχουν μόλις ακούσουν τουφεκισμούς ή έχουν πληροφορίες για ληστές. Τέλος προτείνει και τρίτη γραμμή ανάσχεσης (αφού βέβαια καλυφθούν οι διαβάσεις του Σπερχειού) στο ύψος της Υπάτης, Αγά (Σπερχειάδας) και Μαυρίλου με 20 σταθμούς και 15 έως 20 άντρες ο κάθε σταθμός. Τα τάγματα θα εδρεύουν στην Υπάτη, στη Λαμία και στη Στυλίδα....
Και καταλήγοντας ο έμπειρος αξιωματικός, γράφει: «Δια της ειρημέ- νης διατάξεως και ενεργείας της υπηρεσίας πιστεύω εντός βραχέος διαστήματος να εξαλειφθή η στυγερά αύτη μάστιξ της ληστείας εκ της ωραίας επαρχίας της Φθιώτιδος, εάν επί κεφαλής των ουλαμών και των αποσπασμάτων διορισθώσιν άνδρες μη φειδόμενοι κόπων δια τε τας περιπολίας και ενέδρας». Το σοφό αυτό σχέδιο για την απαλλαγή των παραμεθορίων περιοχών δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, κατά τη γνώμη μας, διότι συνεπαγόταν πολλές στρατιωτικές δυνάμεις με μεγάλες δαπάνες που αδυνατούσε να επωμιστεί το Κράτος. Και έτσι το κακό συνεχίστηκε έως το 1881. Ληστές λαικοί ήρωες Στη συνείδηση του λαού ο ληστής θεωρείται ήρωας και η ληστεία ηρωική πράξη. Από τον παλιό κλέφτη των προεπαναστατικών χρόνων ο ληστής πήρε ένα μεγάλο μέρος από την ιεραρχία, τους νόμους, τον τρόπο ζωής, τα πολεμικά διδάγματα, τις παραδόσεις και τα έθιμά του. Έτσι ο Έλληνας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον παλιό από το νέο κλέφτη - ληστή, αν και υπάρχει μια βασικότατη διαφορά μεταξύ τους, διότι ο κλέφτης ο προεπαναστατικός μάχεται για την ελευθερία, ενώ ο μετεπαναστατικός «κλέφτης» μάχεται εναντίον της κοινωνικής αδικίας. «Το ληστεύειν εθεωρήθη ηρωισμός και μέσον παραγωγής έντιμον» και γι’ αυτό η στάση του λαού απέναντι στους ληστές ήταν αμφιθυμική,φόβος και τρόμος για τις κακουργίες που διέπρατταν αλλά και θαυμασμός για την προκλητική τους στάση απέναντι στην εξουσία. Η αμφιθυμική αυτή στάση έγερνε περισσότερο προς το θαυμασμό και βρήκε την έκφρασή της στα ληστρικά τραγούδια που συνέθεσε ο ανώνυμος λαός, για να εξυμνήσει τα κατορθώματα, τα παθήματα και το θάνατο των ληστών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο λαός που θεωρεί τους ληστές επιγόνους των κλεφτών, δεν τους αποκαλεί ληστές αλλά κλέφτες. Πώς όμως εξηγείται ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές, ενώ διέπρατταν φοβερά εγκλήματα; Πέρα από το κοινό μίσος που ένιωθαν οι ληστές και ο λαός προς την εξουσία, ο θαυμασμός του λαού προς τους ληστές οφείλεται και στο γεγονός ότι οι ληστές στην Ελλάδα είχαν και ορισμένες «ηθικές αρχές», έναν κώδικα συμπεριφοράς και δικαιοσύνης απαράβατο, αποτελούμενο από τέσσερα άρθρα: 1. Να κυνηγούν και να σκοτώνουν όλους εκείνους που τους κατατρέχουν και επιδιώκουν την εξόντωσή τους. 2. Να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά αυτών που τους προδίδουν στην εξουσία και να τους αφήνουν να ζουν σημειωμένοι, για να τους βλέπει ο κόσμος και να αποφεύγει την προδοσία. 3. Να παίρνουν χρήματα από όσους έχουν, για να ζουν αυτοί και να βοηθούν και κανέναν φτωχό. 4. Να σκλαβώνουν τους μεγάλους και τους πλουσίους και να ζητούν εξαγορά, και αν δεν τη λάβουν να αποκεφαλίζουν αυτούς και να στέλνουν τα κεφάλια τους στους συγγενείς τους. Οι ληστές παρ’ όλη την τραχύτητα και την αγριότητα που τους χαρα- κτήριζε είχαν και μερικές κοινωνικές ευαισθησίες, που εκδηλώνονται με την ενίσχυση ορφανών, την προικοδότηση ορφανών κοριτσιών, το χτίσιμο εκκλησιών, την ανακαίνιση μοναστηριών, τη βάφτιση παιδιών κ.ά. Ο τρόπος της στράτευσης που γινόταν με το σύστημα της κλήρωσης των στρατευσίμων από τους καταλόγους που κατάρτιζαν οι Δήμαρχοι και οι νοθείες που γίνονταν κατά την κλήρωση μεταξύ των υποψηφίων στρατιωτών και οι σχετικές μεροληψίες οδήγησαν μερικούς στη ληστεία για να αποφύγουν τη στράτευση. Ακόμα οικογενειακές διαμάχες, ανθρωποκτονίες, προερχόμενες από διαμάχες ή και από μέθη, αποφυγή φυλάκισης εξαιτίας της διάπραξης κάποιου εγκλήματος, η δίψα για την απόκτηση «χρυσίου» και η επιθυμία για την απόκτηση περιουσίας είναι μερικές από τις αιτίες που έκαναν κάποιους, ακόμα και φιλήσυχους, να βγουν στο κλαρί και να κηρύξουν πόλεμο κατά της εξουσίας. Τέλος η καταφυγή των διωκομένων ληστών από το Ελληνικό στο Τουρκικό και η υπόθαλψή τους από τους δερβεναγάδες της ελληνοτουρκικής παραμεθορίου, η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά των ληστών από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις και όχι η λήψη κοινωνικών και οικονομικών μέτρων που θα περιόριζαν τη ληστεία και ακόμα οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία, τα αλυτρωτικά κινήματα των υποδούλων Ελλήνων, η σύγκρουση ενός παραδοσιακού κόσμου με το εθνικό ελληνικό Κράτος, το οποίο αλλοίωνε τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές και η στήριξη και η τροφοδοσία που έβρισκαν οι ληστές από τους διάφορους βλαχοποιμένες που μετακινούνταν από τους κάμπους στα βουνά και τανάπαλιν, όλα αυτά, συμπληρώνουν τον κατάλογο των αιτιών που οδηγούσαν πολύ κόσμο στη ληστεία. Ειδικότερα για την επαρχία της Φθιώτιδας, πέρα από τα παραπάνω αίτια που αναφέραμε για την ύπαρξη και διαιώνιση της ληστείας υπήρχαν και ειδικότερα αίτια που ανατροφοδοτούσαν το πρόβλημα της ληστείας στην περιοχή αυτή, που χαρακτηριζόταν ως η εστία της ληστείας....
Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν ήταν απλώς μία από τις παραμεθόριες επαρχίες, αλλά η επαρχία που είχε εκτεταμένα σύνορα μεταξύ των δύο επικρατειών, που άρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο στο χωριό Μιντσέλα (Αμαλιάπουλη) και έφταναν ως του Ζαχαράκη, μια απόσταση πάνω από 150 χιλιόμετρα, και ήταν δύσκολη η φρούρηση των συνόρων λόγω του ορεινού και δασώδους εδάφους της που απαιτούνταν πολλές χιλιάδες στρατιωτών, τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρή τότε Ελλάδα. Αλλά δεν ήταν μόνο η εκτεταμένη και η ορεινή δασώδης οροθετική γραμμή της Φθιώτιδας που δυσκόλευαν την καταπολέμηση της ληστείας, ήταν και το ληστρικό καθεστώς που επικρατούσε στην παραμεθόριο. Οι ληστές που κινούνταν κατά μήκος της τουρκικής μεθορίου εισέρχονταν στο Ελληνικό και διέπρατταν διάφορες ληστίες. Καταδιωκόμενοι από τα ελληνικά μεταβατικά αποσπάσματα κατέφευγαν στο Τουρκικό, όπου στην κυριολεξία είχαν το άσυλό τους. Οι Τουρκαλβανοί δερβεναγάδες όχι μόνο δεν τους καταδίωκαν, αλλά αντίθετα τους περιέθαλπαν και, πολλές φορές, τους κατέτασσαν στα στρατιωτικά τους σώματα, μοιράζοντας μαζί τους τη λεία τους. Λόγω των ληστρικών επιδρομών η επαρχία της Φθιώτιδας ήταν πάντοτε σχεδόν ανάστατη, υποφέροντας τόσο από τους ληστές όσο και από τη συμπεριφορά των μεταβατικών αποσπασμάτων, που κατατυραννούσαν και ζημίωναν τους κατοίκους με τα καταλύματα και την τροφοδοσία τους. Μετά από όσα αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τα αίτια που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στη ληστεία με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά της. Σαν κύριο αίτιο θεωρούμε τον ακούσιο ή εκούσιο αποκλεισμό των αγωνιστών του 1821 από το σχηματισμό του τακτικού στρατού με τη δημιουργία των ταγμάτων πρώτα από τον Ι.Καποδίστρια το 1830 και κατόπιν από την Αντιβασιλεία το 1833. Όσοι αποκλείστηκαν, πήραν το δρόμο για τα γνωστά τους κλέφτικα λημέρια και άρχισαν τις ληστείες, για να επιβιώσουν. Στην έξαρση και στη διαιώνιση του ληστρικού φαινομένου που καταδυνάστευε τη χώρα, έρχονται, με την πάροδο του χρόνου, να προστεθούν και άλλα δευτερογενή αίτια: Η ακαταλληλότητα και η αδυναμία φρούρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων λόγω της βατότητας και της δασώδους οροθετικής γραμμής, που απαιτούσε πολλές στρατιωτικές δυνάμεις (10000 με 15000 άντρες), τις οποίες αδυνατούσε να διαθέσει το μικρό και νεοσύστατο ελληνικό Κράτος. Η αδυναμία φρούρησης της μεθορίου από την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο και την έξοδο των ληστοσυμμοριών από το Τουρκικό στο Ελληνικό και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ληστεία. Κατά την είσοδο ή την έξοδο των ληστοσυμμοριών στις δύο γειτονικές Επικράτειες οι ληστές υποθάλπονταν τόσο στο Τουρκικό από τους Τουρκαλβανούς ή Τούρκους δερβεναγάδες, είτε με την ανοχή της τουρκικής Κυβέρνησης για να εξασθενίζει την Ελλάδα, είτε με την προστασία των δερβεναγάδων με τους οποίους διαμοίραζαν οι διάφορες λυστοσυμμορίες τα λάφυρά τους, όσο όμως και στο Ελληνικό όχι μόνο από τους βλαχοποιμένες και τους κατοίκους της υπαίθρου που εξαναγκάζονταν να τους υποθάλπουν, αλλά και από τους «τρανούς» που τους προστάτευαν δια ίδιο όφελος και για να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους. Οι τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία και τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των αλυτρώτων αδελφών μας στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία εξέτρεφαν τη ληστεία, γιατί πολλοί ληστές λαμβάνοντας μέρος στα επαναστατικά αυτά κινήματα έπαιρναν χάρη και αμνηστεύονταν για την προσφορά τους. Η μη εφαρμογή των νόμων και η μεροληπτική εφαρμογή τους υπέρ των ισχυρών και η αυστηρότητά τους έναντι των φτωχών και των αδυνάτων, οδηγούσε πολλούς στο κλαρί και στη διεκδίκηση του δίκιου τους από τους ίδιους και όχι από τη δικαιοσύνη. Οι ληστές, κατά κανόνα, τιμωρούσαν και ζητούσαν λύτρα από τους πλούσιους, τους δανειστές και τους καταπιεστές του λαού, δηλαδή από τους έχοντες, και όχι από το φτωχό λαό. Τιμωρούσαν φτωχούς ανθρώπους μόνον σε περιπτώσεις αντεκδίκησης και προδοσίας. Έτσι η εικόνα του ληστή εξιδανικεύεται στη συνείδηση του λαού και ο ληστής ηρωοποιείται και αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τα ζωηρά και ανήσυχα άτομα. Ο ληστής λοιπόν έχει κάτι από την αίγλη των κλεφτών του 1821 και ο λαός τους θαυμάζει και τους εξυμνεί με τα ληστρικά τραγούδια, που έχουν την ίδια τεχνοτροπία και την ίδια μουσική απόδοση με τους άμεσους προγόνους τους τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτή τη δόξα ζήλεψαν πολλοί ληστές και αρχιληστές και πήραν το δρόμο του ληστρικού βίου. Στη συνείδηση του λαού οι ληστές δεν ήταν μόνο ήρωες αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, και κοινωνικοί συμπαραστάτες. ενίσχυαν ορφανά, προικοδοτούσαν φτωχά κορίτσια, έχτιζαν εκκλησίες και ανακαίνιζαν μοναστήρια, πράξεις που εξευγένιζαν τις ληστοπραξίες και τα εγκλήματά τους και τύγχαναν της επιδοκιμασίας του λαού, και γι’ αυτό τους απέκρυπτε, τους τροφοδοτούσε και τους φύλαγε από τα μεταβατικά αποσπάσματα. Μεγάλες ληστείες στην Φθιώτιδα...
Μεγάλες ληστείες στην Φθιώτιδα Το χειμώνα του 1834 και την άνοιξη του 1835 η ληστεία πήρε ανησυχητικές διαστάσεις. Ολόκληρη η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας από τις εκβολές του Σπερχειού ως τις εκβολές του Αχελώου ποταμού βρίσκονται στην κυριαρχία και τον πλήρη έλεγχο των ληστών που καίνε και ρημάζουν τις αγροτικές περιουσίες. Στις 17 Απριλίου 1835 ληστές από τα μεθόρια μπήκαν στο Ελληνικό έδαφος και λέγεται ότι πήραν 15.000 δραχμές από το γαιοκτήμονα Σκουμπουρδή στον Αχινό. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους η Στυλίδα βρίσκεται στο έλεος και στην καταδιωκτική μανία των ληστών. Το απόγευμα, πριν δύσει ακόμα ο ήλιος, και ενώ οι κάτοικοι δεν είχαν γυρίσει από τα χωράφια τους , 70 ληστές υπό τον αρχιληστή Σπύρο Μαλισσόβα ορμούν μέσα στην πόλη, ενώ οι κάτοικοι άλλοι κάθονταν στα καφενεία και άλλοι έκαναν περίπατο στην παραλία, και αρχίζουν το τουφεκίδι. Οι κάτοικοι έντρομοι τρέχουν να γλιτώσουν από τα πυρά των ληστών. Οι ληστές αφού σκότωσαν έναν κάτοικο και τραυμάτισαν άλλους εννέα, επιδόθηκαν στη λαφυραγωγία των κατοίκων. φόρτωσαν τη λεία τους σε τέσσερα άλογα και ανενόχλητοι τράβηξαν για το Τούρκικο έδαφος. Οι ζημιές των κατοίκων ανέρχονταν σε 25.000 δραχμές σύμφωνα με τις αναφορές των κατοίκων. Στις αρχές του 1836 η κατάσταση αντί να βελτιωθεί γίνόταν χειρότερη. Οι ληστές έφτασαν ως το σημείο να πολιορκήσουν και το Μεσολόγγι! Η Φθιώτιδα αναστατώνεται πάλι. Μια ληστοσυμμορία αποτε- λούμενη από 40 ληστές πιάνει τα στενά των Θερμοπυλών και ληστεύει τους διερχομένους από εκεί. Την άνοιξη του 1836 οι ληστές ζητούν λύτρα από τα χωριά της Υπάτης και έκαψαν το χωριό Καρυά. Ο συνταγματάρχης Χριστόδουλος Χατζηπέτρος με τους άντρες του και ο Δήμαρχος Υπάτης με 150 κατοίκους του δήμου καταδιώκουν τους ληστές και τους πέρασαν πέρα από το Σπερχειό στο χωριό Παλιούρι. Στο Παλιούρι όμως οι καταδιωκόμενοι ληστές βρήκαν μια συμμορία 40 ληστών με την οποία ενώθηκαν και ακολούθησε σφοδρή μάχη. Στην μάχη αυτή κινδύνευσε ο Δήμαρχος Υπάτης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, οι οποίοι γλίτωσαν όμως χάρη στην αυτοθυσία του αξιωματικού Δημητρίου Ζήση που έπεσε νεκρός (στη μάχη), ενώ αυτοί το έβαλαν στα πόδια για να σωθούν. Τα πρώτα διοικητικά μέτρα κατά της ληστείας Στο τέλος του 1836 έχουμε τον πρώτο νόμο περί της ληστείας, που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει και την ευθύνη των δήμων στην περιφέρεια των οποίων γίνονται ληστείες. Στο Ι άρθρο του νόμου αναφέρεται: «Πας δήμος είναι υπεύθυνος ως προς τας πολιτικάς αποδόσεις και αποζημιώσεις ένεκα πάσης ληστείας πραττομένης εντός της περιφερείας αυτού. Συνυπεύθυνοι λογίζονται κατά τούτο και οι εν τη περιφερεία αυτού κατά την εποχήν της ληστείας διατελούντες μη δημόται αγροφύλακες, βοσκοί ποιμένων ή άλλων ζώων, εργάται εις τα δάση και όσοι έχουσι ξενοδοχεία παρά τας δημοσίας οδούς». Παρά τα διοικητικά και στρατιωτικά μέτρα που ελήφθησαν η ληστεία όχι μόνο δε μειώθηκε, αλλά αντίθετα αυξανόταν. Την άνοιξη του 1838 η ληστεία οργιάζει στη Φθιώτιδα. Στις 12 Μαρτίου του 1838 ο ταγματάρχης Ιωάννης Κλίμακας περιφερόμενος στη μεθόριο στα Βουνά της Γούρας,στη θέση Τρία Ποτάμια συνάντησε τον αρχιληστή Γεώργιο Καταρραχιά με 30 ληστές. Βοηθούμενος και από τον ταγματάρχη Δήμο Λιούλιο επιτέθηκε κατά των ληστών, καταδιώκοντάς τους ως τα σύνορα. Αυτοί μπήκαν στο Τουρκικό ΄ρδαφος και εγκατέλειψαν πολλά γιδοπρόβατα και μερικά άλογα. Έτσι ο μεν Ιωάννης Κλίμακας πήρε διακόσια πενήντα γίδια, ο δε Δήμος Λιούλος εκατόν πενήντα πρόβατα και μερικά άλογα. Οι ληστές όμως, αφού ανασυγκροτήθηκαν, στις 15 Μαρτίου, γύρω στους 150 υπό τους αρχιληστές Κουτουβά, Καταρραχιά και τα Τσαπόπουλα, εμφανίστηκαν πάλι στην ίδια περιοχή στο ερειπωμένο χωριό Δρύστελα στη μεθόριο και έγιναν αντιληπτοί και καταδιώχτηκαν πάλι από τον Ιωάννη Κλίμακα και Δήμο Λιούλιο με 120 στρατιώτες. Οι ληστές καταδιωκόμενοι κατέφυγαν σε μία εκκλησία και οχυρώθηκαν σ’ αυτή, όπου και πολιορκήθηκαν από τη μεταβατική δύναμη. Οι πολιορκούμενοι ληστές κάνουν αντεπίθεση και προσπαθούν να διασπάσουν τον κλοιό των μεταβατικών, αλλά αποκρούστηκαν με βαρειές απώλειες: έξι νεκροί και δέκα πέντε τραυματίες από το μέρος των ληστών και τραυματίες μόνο δύο από τους μεταβατικούς στρατιώτες. Τη νύχτα οι ληστές, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, εγκατέλειψαν την εκκλησία, αφήνοντας τους σκοτωμένους ληστές, μερικά πρόβατα, τρουβάδες, κάπες και διάφορα άλλα αντικείμενα. Την ίδια εποχή έχουμε πολλά κρούσματα ληστειών και στη Δυτική Φθιώτιδα. Φόνους και ληστείες έχουμε στα χωριά Φτέρη, Καμπιά, Πλατύστομο, Καλύβια Λαμίας, Τσούκα, Αρχάνι και Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια) από το λήσταρχο Καλαμάτα και άλλους ληστές που είχαν μπεί από το Τουρκικό στο Ελληνικό έδαφος . Ιδιαίτερα η περιοχή της Υπάτης υποφέρει από τα πλήγματα των ληστών. Περιγράφοντας μία εφημερίδα της εποχής τα δεινοπαθήματα των κατοίκων, γράφει: «Πού φονεύουν οι λησταί; εις την επαρχίαν της Υπάτης, πού λεηλατούν; εις την ιδίαν, πού βασανίζουν; πάλιν εις αυτήν, πού οι άνθρωποι έντρομοι περιμένουν να ακούσουν καθεκάστην νέα δυστυχήματα; εις την επαρχίαν της Υπάτης. που τέλος πάντων η τιμή, η ιδιοκτησία και η ζωή φιλησύχων πολιτών απεκατέστη το έρμαιον των κακούργων; εις την επαρχίαν της Υπάτης». Το Υπουργείο Εσωτερικών με το αριθμ. 14/26 Μαΐου 1838 έγγραφό του παύει προσωρινά τους Δημάρχους Υπάτης, Σπερχιέων, Παραχελωιτών και Ομιλαίων Η επαρχία της Φθιώτιδας δεν υποφέρει μόνο από τις ληστοσυμμορίες που μπαινοβγαίνουν από την τουρκική παραμεθόριο, αλλά καταδυναστεύεται και από τα μεταβατικά αποσπάσματα που έχουν ως αποστολή τη διαφύλαξη των κατοίκων από τις ληστοσυμμορίες. Με βασιλικό δ/γμα στις 30 Οκτωβρίου 1844 αμνηστεύονται οι αρχιληστές: Γ. Καραρραχιάς, Γ. Χαμχούγιας, Αναστάσιος Καλαμάτας, Γιάννης Γιαταγάνας, Δημ. Κορκόντζελος, Κων/νος Καραμελάκης, Ευάγγελος Κοψαλής, Χρίστος Χιλιανόπουλος ή Κλιάφας και Γ. Μαλισσόβας. ...
Συνέχεια ....Παρά την αμνήστευση όμως των ονομαστών ληστάρχων η κατάσταση στην Φθιώτιδα παραμένει ίδια και χειρότερη Το 1845, μέσα σε δέκα μέρες, στη Φθιώτιδα διαπράχτηκαν: Φόνος στο χωριό Σπαρτιά, φόνος αγροφύλακα στα αμπέλια της Λαμίας, φόνος ποιμένα και αρπαγή 15 προβάτων στη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα) Λαμίας, ληστεία στο χωριό Κάψι Τυμφρηστού, ληστές πήραν 6 πρόβατα και αφαίρεσαν τα όπλα από τους βοσκούς στη Μαστάνη (;), άλλοι ληστές άρπαξαν 20 πρόβατα του Δ. Κεμπρέκου στο Μπεκί (Σταυρό) Λαμίας. Τα γεγονότα του 1847 και 1848 χαρακτηρίζονται από τις μεγάλες αποστασίες και ανταρσίες που αναστάτωσαν όλη τη χώρα και κυρίως την παραμεθόρια Φθιώτιδα. Ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο φρούραρχος της Ναυπάκτου Α. Βοζαΐτης σηκώνουν τη σημαία της νέας ανταρσίας και απαιτούν την εφαρμογή του συντάγματος και την εκκαθάριση της βασιλικής αυλής. Κατά των αποστατών η Κυβέρνηση έστειλε τον Ιωάννη Μαμούρη με στρατό, για να καταστείλει την ανταρσία. Το νέο αυτό κίνημα στη Δυτική Ελλάδα απέτυχε χάρη στην κινητοποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων και από τους πρωτεργάτες του ο Ιωάννης Φαρμάκης πιάστηκε αιχμάλωτος, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο Α. Βοζαΐτης φυλακίστηκαν και οι άλλοι κατέφυγαν στο Τουρκικό έδαφος. Στις 25 Μαρτίου 1848 αμνηστεύτηκαν οι αντάρτες αξιωματικοί που ήταν στο Τουρκικό Παπακώστας Τζαμάλας, Γιάννης Βελέντζας, Ευάγγελος Κοντογιάννης, ο λήσταρχος Δημήτριος Ταρκαζίκης, ο Αθανάσιος Μπαλατσός και ο Ιωάννης Φαρμάκης, εκτός από το Θοδωράκη Γρίβα, τον ταγματάρχη Α. Βοζαΐτη και το Νικόλαο Κριεζώτη. Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ κατά το 1848, γιατί αναστατώνεται από τις ανταρσίες ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα. Στις 24 Απριλίου 1848 ο Γ. Περρωτής καταλαμβάνει την Καλαμάτα με 700 άντρες, στις 26 ο Αριστείδης Ρέντης και Γ. Λύκος ή Χελιώτης ξεσηκώνουν την Κορινθία. Ο Παπακώστας Τζαμάλας και ο Γιάννης Βελέντζας με 300 άντρες βρίσκονται στα ελληνικά σύνορα στο Παλιομονάστηρο της Ζαμπατιώτισσας, όπου περιμένουν να έρθει και ο Ευάγγελος Κοντογιάννης με άλλους 600 άντρες, με σκοπό να κατευθυνθούν προς τη Λαμία και ενδεχομένως κάπου αλλού. Οι κάτοικοι της Λαμίας θορυβήθηκαν από τις δυσάρεστες αυτές ειδήσεις και το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι από την αγωνία τους. Τον Απρίλιο του 1848 οι επαναστάτες που ήταν συγκεντρωμένοι στην παραμεθόριο εισβάλλον στη Φθιώτιδα. Συγκεκριμένα στις 9 του μήνα από το σημείο Δερβέν Φούρκα άρχισαν να μπαίνουν στο ελληνικό έδαφος. Η Φθιώτιδα αναστατώνεται και η πόλη της Λαμίας βρίσκεται σε ασφυκτικό πολιορκητικό κλοιό, διότι ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας κατέλαβε τη Σαραμουσακλή (Ροδίτσα), ο ταγματάρχης Β. Βαλατσός τη Μεγάλη Βρύση και το Φαρδύ, ο ταγματάρχης Ευάγγελος Κοντογιάννης το Λιανοκλάδι και ο αντισυνταγματάρχης Παπακώστας Τζαμάλας κινείται προς το Μαυρολιθάρι, Χρισό, Δελφούς, Αράχοβα και Άμφισσα. Στις 17 Απριλίου 1848 ο αντισυνταγματάρχης Κ. Ι. Βελέντζας επιτίθεται εναντίον της Λαμίας, αλλά απέτυχε να την καταλάβει, γιατί την υπεράσπιζαν οι Κυβερνητικές δυνάμεις με τον υποστράτηγο Ιωάννη Μαμούρη, τον οποίο έσπευσε να βοηθήσει από τη Θήβα ο ταγματάρχης Γαρδικιώτης Γρίβας. Η κατάσταση ήταν καλύτερη για τον Ευάγ.Κοντογιάννη που δρούσε ανενόχλητος στην περιοχή της Υπάτης, φτάνοντας ως τη Σουβάλα (Πολύδροσο) και Αγόριανη (Επτάλοφο) Παρνασσίδας, ενώ ο Παπακώστας Τζαμάλας από το Μαυρολιθάρι κατεβαίνει και κυριεύει την Άμφισσα. Μετά την αποτυχία των επαναστατών να καταλάβουν τη Λαμία, στις 2 Μαΐου, αποσύρονται από τα χωριά Σαραμουσακλή, Ομέρμπεη (Ανθήλη) και Αλαμάνα και υπό τον Παπακώστα και τους ληστάρχους Καταρραχιά και Καλαμάτα με 800 άντρες κατευθύνονται προς την Υπάτη. Αυτοί όμως, αντί να μπούν στην πόλη της Υπάτης, οχυρώθηκαν στο Παλιοχώρι και ξάφνιασαν το Γαρδικιώτη Γρίβα που τους ακολουθούσε και του προκάλεσαν πολλές απώλειες. Ύστερα από τη μάχη στο Παλιοχώρι οι στασιαστές μπήκαν στην Υπάτη και οχυρώθηκαν σ’ αυτή μαζί με τον Κοντογιάννη που πολιορκούσε το μικρό στρατιωτικό σώμα που ήταν οχυρωμένο στο στρατώνα της πόλης. Ο υποστράτηγος Ιωάννης Μαμούρης, αφού οι αντάρτες εγκατέλειψαν τις θέσεις του γύρω από τη Λαμία, επιτίθεται εναντίον τους στην Υπάτη και αυτοί τη νύχτα, στις 8 προς 9 Μαΐου, εγκατέλειψαν την πόλη, αφού προηγουμένως είχαν κάψει πολλά σπίτια, κατευθυνόμενοι προς την γραμμή των συνόρων . Η Υπάτη κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των επαναστατών και των Κυβερνητικών δυνάμεων έπαθε πραγματική καταστροφή. Το ένα τρίτο της πόλης καταστράφηκε από τους επαναστάτες και τα δύο τρίτα από τους ατάκτους του υποστρατήγου Ιωάννη Μαμούρη, μεταξύ των οποίων και η βιβλιοθήκη του Δημητρίου Αινιάνος με τα πολύτιμα χειρόγραφά της. Όταν ο Δημήτριος Αινιάν επέστρεψε στην Υπάτη έβαλε τα κλάμματα, όταν είδε καταστραμμένη την περιουσία του. Οι επαναστάτες καταδιωκόμενοι από τις Κυβερνητικές δυνάμεις κατέφυγαν στο Τουρκικό έδαφος με 450 έως 600 άντρες. Ο Παπακώστας και ο Βαλατσός πήγαν στη μονή Ρεντίνας, ο Βελέντζας και Κοντογιάννης κατέφυγαν στην Καΐτσα (Μακρυρράχη) και ο Καταρραχιάς και Θεοχάρης πιάστηκαν αιχμάτωτοι και κλείστηκαν στο φρούριο της Λαμίας. Οι νεκροί και τραυματίες και από τις δύο μεριές ξεπέρασαν τους 300, η Υπάτη αποτεφρώθηκε και οι επαρχίες της Λαμίας και της Υπάτης υπέστησαν τόσες καταστροφές,που δεν μπορεσαν να συνέλθουν ούτε ύστερα από τρία χρόνια. Στους επαναστάτες του 1848 δόθηκε αμνηστεία εκτός από τους αρχηγούς: Παπακώστα Τζαμάλα, Ιωάννη Βελέντζα, Νικόλαο Κοντογιάννη, Ευάγγελο Βαλατσό και τους αρχιληστές Δημήτριο Ταρκαζίκη και Γεώργιο Καταρραχιά75. Τελικά το 1850 δόθηκε αμνηστεία και στον Παπακώστα Τζαμάλα, στον Ευάγγελο Βαλατσό και στο Νικόλαο Κοντογιάννη. Κατά πολλούς στις 16 και κατ’ άλλους στις 17 Σεπτεμβρίου 1852 το παραμεθόριο χωριό της Γλύφας στη Φθιώτιδα γνώρισε την καταστροφή και τη βαρβαρότητα των ληστοσυμμοριών των αρχιληστών Αναστασίου Καλαμάτα, Γεωργίου Κυριάκου, Σωτήρη Σκαμπάρδονη και Κελεπούρη. Οι αρχιληστές αυτοί μαζί με άλλους ληστές που ανέρχονταν συνολικά στους 2782 και κατ’ άλλους στους 3283 μπήκαν στο χωριό, παρουσιαζόμενοι ως μεταβατικό απόσπασμα, γιατί προπορεύονταν τρεις ληστές ντυμένοι χωροφύλακες και άλλοι πέντε ακολουθούσαν φέροντας στα φέσια τους το ελληνικό στέμμα. Οι κάτοικοι όμως του χωριού (ήταν πενήντα οικογένειες) μόλις τους αντιλήφθηκαν, άλλοι εγκατέλειψαν το χωριό και άλλοι οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και άρχισαν να πυροβολούν τους ληστές, σκοτώνοντας ένα ληστή και τραυματίζοντας το λήσταρχο Κελεπούρη και κάποιον άλλο ληστή. Τους σώθηκαν όμως τα πολεμοφόδια και οι ληστές βρήκαν την ευκαιρία και πλησιάζοντας στα σπίτια άρχισαν να βάζουν φωτιά σ’ αυτά. Οι κάτοικοι απειλούμενοι από τις σφαίρες και από τη φωτιά των ληστών πηδούσαν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών τους και βρίσκονταν στη διάκριση των επιτιθεμένων. Ο απολογισμός ήταν φοβερός. Πολλοί οι νεκροί και οι Τραυματίες στο χωριό.....
......Ο απολογισμός ήταν φοβερός. Πολλοί οι νεκροί και οι Τραυματίες στο χωριό. Έντεκα νεκροί, οι περισσότεροι απανθρακωμένοι ή φοβερά ακρωτηριασμένοι, και άλλοι πληγωμένοι. Κατά την εφημερίδα «Αθηνά» οι νεκροί ανέρχονταν σε δέκα πέντε, ενώ κατά την εφημερίδα «Αιών» σε δέκα τέσσερις, και φυσικά τεράστιες οι υλικές καταστροφές στις περιουσίες των κατοίκων. Οι ληστές αφού λαφυραγώγησαν το χωριό, φόρτωσαν τη λεία τους σε εννιά μουλάρια που πήραν από το χωριό και ανενόχλητοι αναχώρησαν για το Τουρκικό. Με την κήρυξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1854 – 1856) και την παρό τρυνση του βασιλιά Όθωνα άρχισαν τα επαναστατικά κινήματα στις υπόδουλες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η κατάσταση στη Λαμία είναι οικτρή, διότι η Λαμία ήταν το κέντρο της στρατολογίας των ανταρτών και των προσφύγων Χριστιανών από τη γειτονική Θεσσαλία. Για να αντιμετωπισθεί η δύσκολη κατάσταση στις βόρειες παραμεθόριες επαρχίες ιδρύθηκαν τρία Αρχηγεία, το ένα στη Φθιώτιδα με έδρα τη Λαμία υπό τον υποστράτηγο Γαρδικιώτη Γρίβα, το άλλο στην Ευρυτανία με έδρα το Καρπενήσι και αρχηγό τον υποστράτηγο Χωροφυλακής Α.Βλαχόπουλο και το τρίτο στο Αμφιλοχικό Άργος (Κραβασαρά) στην Ακαρνανία υπό τον υποστράτηγο Σπ. Μήλιο. Στις 26 Απριλίου 1854 ο υποστράτηγος Γαρδικιώτης Γρίβας, συνοδευόμενος από τους βουλευτές Α. Γεωργαντά και Δημ. Χατζίσκο έφτασε στη Λαμία. Το 1855 η ελαβε πάλι απειλητικές διαστάσεις. Ο λήσταρχος Κακαράπης τρομοκρατούσε τη Θήβα και τη Λιβαδειά, ο λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης την Αττική και τους Φραντζέζους (Αγγλογάλλους) καθώς και τα Μέγαρα, ο Λύγκος την Κόρινθο, οι Ζαφείρηδες και ο Καλαμπαλίκης και άλλη λημέριαζαν στη Βοιωτία και στην Αττική. Το πρωί βρίσκονταν στην Αθήνα, το μεσημέρι στη Λιβαδειά και το βράδυ στη Λαμία! Πραγματικά θηρία που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να κόβουν μύτες και αυτιά των θυμάτων τους. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με την αριθ. 5463/10-3-1855 διαταγή του διαλύει την Οροφυλακή και στη θέση τους ιδρύονται σώματα δημοτοχωροφυλάκων σε κάθε πόλη και χωριό των δήμων, που είχαν ως σκοπό την ενίσχυση των καταδιωκτικών δυνάμεων κατά της ληστείας και την εμπέδωση της ασφάλειας των κατοίκων. Γενικά χάρη στην καταδίωξη των ληστοσυμμοριών από τον τακτικό στρατό οι ληστές εξαναγκάστηκαν ή να εξοντωθούν ή να συλληφθούν ή τέλος να καταφύγουν στο γνωστό τους καταφύγιο στο Τουρκικό. Η ληστεία ως το 1862 παρουσίασε κάποια ύφεση, αλλά επανέκαμψε απειλητικότερη κατά τα επαναστατικά γεγονότα της Μεσοβασιλείας (1862 – 1864) και την έξωση του βασιλιά Όθωνα. Για να χτυπηθή η ληστεία, από τις αρχές του 1866, τίθεται ξανά σε ισχύ η σύμβαση για την καταδίωξη της ληστείας (Νόμος ΤΛΑ 1856) μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας με διάρκεια έξι ετών Κατά το 1867 η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή στη Φθιώτιδα, κάτι που ανησυχεί και προβληματίζει τους κατοίκους της. Μιλώντας στη Βουλή ο βουλευτής Δαρειώτης, στις 25 Οκτωβρίου 1867, με μελανά χρώματα περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στη Φθιώτιδα: «Η κατάστασις της δημοσίας ασφαλείας εν Φθιώτιδι από της ανοίξεως του ενεστώτος έτους αποβαίνει απερίγραπτος… Οι λησταί αποβαλόντες πάντα φόβον της εξουσίας πολλαπλασιασθέντες εκ της κατά τα μεθόρια ανωμαλίας, παρήτησαν τα όρη και επλημμύρισαν τα χωρία της Φθιώτιδος… Το Πάσχα όλαι αι ληστρικαί συμμορίαι συνέφαγον εντός των χωρίων μετά των χωρικών, εν παντελεί αφοβία και αταραξία». Και ειδικότερα η συμμορία του Δεδούση στο Κάψι, του Σπανού στο Αυλάκι, του Μπατσαλέξη στη Γραμμένη, όπου ο αρχιληστής Μπατσαλέξης ανάγκασε τον πατέρα μιας κοπέλας να τη δώσει σε κάποιον συγχωριανό της παρά τη θέλησή της, απάγοντας ο ίδιος την κοπέλα και οδηγώντας την στην εκκλησία, όπου και τη στεφάνωσε ο ίδιος! Η συμμορία των Αρβανιταίων έκανε Πάσχα στο Αρχάνι, όπου οι ληστές βάφτισαν και μερικά παιδιά, στη Γιαννιτσού ο Καμάρας και οι συμμορίες του Τσούκα, των Αρβανιτοβλάχων και λοιπών άλλων στα χωριά των Δήμων Φαλάρων, Κρεμαστής Λαρίσσης και Πτελεατών.Και τελειώνοντας την ομιλία του στη Βουλή ο βουλευτής προσθέτει: «Προς τούτοις ουδείς εκ των συνόρων κατοίκων της επαρχίας Φθιώτιδος,μάλιστα των κτηματιών, δεν έμεινε χωρίς να πληρώση φόρον εις τους ληστάς επί απειλή φόνου και καταστροφής των κτημάτων του». Η κατάσταση στη Φθιώτιδα είναι απελπιστική. Οι ληστές μπήκαν στο παραμεθόριο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι) και ξεγύμνωσαν τους κατοίκους, παίρνοντας λάφυρα και αρπάζοντας σε αιχμαλωσία τους πλουσιότερους κατοίκους ζητώντας λύτρα. Σε ειδική συνεδρίαση του ,το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας περιγράφει με πολύ μελανά χρώματα την τραγική κατάσταση που επικρατεί στη Φθιώτιδα, που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα την οποία θέλει να αγνοεί η Κυβέρνηση και γι’αυτό έπαυσε και το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, για να το τιμωρήσει. Το θέμα, όπως ήταν φυσικό, πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε τη Βουλή που κλήθηκε να δώσει τις σχετικές εξηγήσεις προς τους βουλευτές στο Κοινοβούλιο. Ο βουλευτής της Φθιώτιδας Δ. Χατζίσκος ερωτά στη Βουλή για ποιον λόγο η Κυβέρνηση προέβη στην πράξη αυτή. Στο βήμα ανεβαίνει ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ενώπιον της Βουλής λέγει ότι διαλύθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας, διότι «εξήλθε των καθηκόντων του (…) και επέμβηκεν εις την εξέλεγξιν διοικητικής ενέργειας» και διότι «το δημοτικόν συμβούλιον ενεργήσαν όπως ενήργησεν, εκφράσασαν γνώμην περί της εν γένει διοικήσεως και της καταστάσεως των επαρχιών, εξήλθε των καθηκόντων του… Το συμβούλιον εξέφραζεν εν ψεύμα το οποίον προσβάλλει την τιμήν και την υπόληψιν της πατρίδος… Δυστυχώς παρά τη διαμαρτυρία προς την Κυβέρνηση του Δημοτικού Συμβουλίου Λαμίας και τις κραυγές αγωνίας των κατοίκων της δύστυχης Φθιώτιδας η κατάσταση όχι μόνο δε βελτιώνεται, αλλά συνεχώς επιδεινώνεται από τις κακουργίες των ληστών. Κατά το 1868 συνέβη το τρομερό γεγονός της απαγωγής, αιχμαλωσίας και του φόνου των μαθητών του αλληλοδιδακτικού Δημοτικού σχολείου του Γαρδικίου Ομιλαίων από τη ληστοσυμμορία των αδελφών ληστάρχων Τάκου και Χρίστου Αρβανιτάκη. Οι ληστές στις 9 το πρωί μπήκαν μες στην αίθουσα του σχολείου κατά την ώρα της προσευχής και διέταξαν το δάσκαλο να πάρει το Μαθητολόγιο και να βγάλει έξω τα παιδιά. Τα παιδιά με το δάσκαλό τους, με 10 ληστές μπροστά και 10 από πίσω οδηγούνται στο λόφο «Άγιοι Θεόδωροι» του Γαρδικίου. Οι γονείς των μαθητών απασχολημένοι με τις αγροτικές τους εργασίες δεν πήραν είδηση και μόνο ένας συγχωριανός τους που διατηρούσε μαγαζί και χασάπικο στο χωριό αντιλήφθηκε το τρομερό γεγονός και έτρεξε και χτύπησε την καμπάνα του Αγίου Αθανασίου του χωριού, για να ειδοποιήσει τους χωριανούς του. Τη στιγμή όμως εκείνη γυρίζει πίσω ένας ληστής και τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι και από τότε ο Παντελής Αλεξόπουλος – έτσι ονομαζόταν – έμεινε σακάτης για όλη του τη ζωή. Στο μεταξύ οι λήσταρχοι αδελφοί Αρβανιτάκηδες συνέχισαν την μαρτυρική πορεία των μαθητών και έφτασαν στο λόφο του «Αγίου Αθανασίου»...
Εκεί ο δάσκαλος διαβάζει το Μαθητολόγιο και μαζί με ένα ληστο-φυγόδικο Γαρδικιώτη – Μερστιάνο ονομαζόμενο – έδιναν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση του κάθε μαθητή. Κατόπιν απελευθέρωσαν το δάσκαλο και τους μαθητές, εκτός από 14 μαθητές που τους κατακράτησαν και ζητούσαν λύτρα – τα λύτρα ανέρχονταν από 500 έως 2000 δραχμές ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του κάθε μαθητή – εγχειρίζοντας στο δάσκαλο την παρακάτω επιστολή: «Γαρδικιώτες τα παιδιά σας τάχουμε στα χέρια μας. Όσα γράφουμε στον κατάλογο στον καθένα για την εξαγορά, θα τα φέρητε σωστά και σε χρυσό, χωρίς να πάρη κανένας χαμπάρι. Προσέξτε άμα αυτά που σας λέμε, μέσα σε 48 ώρες, προθεσμία που σας δίνουμε, θα σας στείλουμε τα κεφάλια των παιδιών σας, να τα κάμητε πατσιά». Οι ταλαίπωροι γονείς έτρεξαν δεξιά και αριστερά να εξοικονομήσουν τα χρήματα και έφτασαν ως τη Σπερχειάδα και τη Λαμία. Ο Δημήτριος Γαρδίκης μας αναφέρει ότι από κάποιο παιδί έλειπαν 100 δραχμές και οι ληστές του έκοψαν σύρριζα το αυτί! Το παιδί αυτό ονομαζόταν Μπακογιώργος και όταν μεγάλωσε έγινε αξιωματικός των μεταβατικών αποσπασμάτων και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ληστών, γνωστός με το παρατσούκλι Κουτσαύτης. Φαίνεται όμως ότι κάποιου άλλου μαθητή οι γονείς δεν μπόρεσαν να εξοικονομήσουν όλα τα χρήματα, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί η αναφορά του βουλευτή Ι. Τσιριμώκου ότι «απεκόπη η ρις του ετέρου». Οι ληστές αφού πήραν τα ζητούμενα λύτρα απελευθέρωσαν τα υπόλοιπα παιδιά εκτός από 2 από την οικογένεια Γαρδίκη, επειδή οι γονείς τους συνεργάζονταν με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ως οδηγοί και εφοδηγοί. Τα δυο παιδιά τα πήραν μαζί τους οι ληστές και κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη θέση «Λάπατο», εκεί που ενώνεται ο Τυμφρηστός με την Όθρυ, τα σκότωσαν με βάρβαρο τρόπο, για να εκδικηθούν τους Γαρδικαίους. Έτσι έληξε η ομηρία των μαθητών του Δημοτικού σχολείου του Γαρδικίου και γράφτηκε η λύση του δράματος με τη σφαγή των δύο παιδιών! Το 1870 στιγματίζεται από το φοβερό ανοσιούργημα της δολοφονίας των ξένων περιηγητών στο Δήλεσι της Βοιωτίας από τη συμμορία των Αρβανιτάκηδων, εξαιτίας του οποίου διασύρθηκε στο εξωτερικό η Ελλάδα. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους δρούσαν οι εξής συμμορίες: του Ευαγ. Σπανού, Δημ. Αλογάρη, Καλαμπαλίκη ή Καμάρα,Κρικέλα, Βελεστίνου, Φ. Σκόντρα, Ντατσογιάννη, Δήμου Σκαλτσά, Νταλαμάγκα, Μπουρχαίων, Γουλοκώστα, Αριστ. Καραγιαννόπουλου, Ν.Ρεντίνα, Κώστα Πατσαούρα, Γ. Βελούλα, Νάκου Φίλωνος, Κατσάνη,Δήμου Πατσαουράκου, Ντουλαβέρη, Τάκου (Αρβανιτάκη;), Τσερλογιανναίων, Φιλίππου Πατσούρα, Μπαλάσκα, Λιαροκάπη, Στούπα, Τσιτούρα, Κουτσόγιαννου, Ντερέκα, Ζαρκαδούλα, Πενεταίων, Μαργιόλη κλπ. Από αυτούς τα επτά δέκατα βρίσκονταν στο Τουρκικό και τα τρία δέκατα κρύβονταν σε φίλους τους στο Ελληνικό! Στις 27 Φεβρουαρίου 1871 εντοπίστηκε η ληστοσυμμορία του Κώστα Πατσαούρα να κρύβεται στη θέση «Ιτιές» στο χωριό Αυλάκι της Στυλίδας από τον αποσπασματάρχη Αϊβαλιώτη. Ο αποσπασματάρχης αμέσως ενημέρωσε στη Στυλίδα τον ταγματάρχη Τζίμο και το διοικητή του 3ου συντάγματος Π. Αλεξάνδρου στη Λαμία. Αμέσως έτρεξαν από τη Στυλίδα ο ταγματάρχης Τζίμος, ο συνταγματάρχης Κωστής Δημητριάδης και ο Δήμαρχος Φαλάρων με πολίτες, στον τόπο όπου κρύβονταν οι ληστές. Από τη Λαμία έσπευσαν ο συνταγματάρχης Π. Αλεξάνδρου, ο μοίραρχος Σπυρίδης, ο υπομοίραρχος Στεργιόπουλος με χωροφύλακες, ο ανθυπίλαρχος Νούριος με το ιππικό, ο γραμματέας και υπογραμματέας της Νομαρχίας Κωνσταντινίδης και Θωμόπουλος αντίστοιχα, ο αστυνόμος και ο υπαστυνόμος με αστυνομικούς και πολλοί πολίτες, για να παρευρεθούν στο τόπο της συμπλοκής με τους ληστές. Ύστερα από μία ώρα ο Δήμαρχος Φαλάρων ειδοποίησε το Νομάρχη ότι οι ληστές πολιορκούνται από τα μεταβατικά αποσπάσματα. Ο «γερο Νομάρχης», Πέτρος Βακάλογλου, έχοντας μαζί του και τον εισαγγελέα, έδωσε εντολή να χτυπήσουν τα τύμπανα της Εθνοφυλακής στην Πλατεία «Ομονοίας» της Λαμίας, για να συγκεντρωθούν οι πολίτες. Κατόπιν ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και οι οπλισμένοι πολίτες έσπευσαν και αυτοί στο μέρος της συμπλοκής. Όταν όμως έφτασαν στη θέση «Μαυρομαντήλα», πληροφορήθηκαν από το συνταγματάρχη Π. Αλεξάνδρου και το μοίραρχο Σπυρίδη ότι κατά τη σύγκρουση με τους ληστές στις «Ιτιές», σκοτώθηκε ο αρχιληστής Κώστας Πατσαούρας και ο γαμπρός του Κωστόπουλος, ενώ οι άλλοι ληστές διέφυγαν και κρύβονται στο βάλτο. Για τον εντοπισμό τους διατάχτηκε περιπολία στους βάλτους των χωριών Αυλακίου και Μεγάλης Βρύσης για ανεύρεσή τους. Το 1872 καταργήθηκαν τα τρία Αρχηγεία και η ασφάλεια της χώρας ανατέθηκε στα τάγματα πεζικού και ευζώνων. Όσον αφορά στη Φθιώτιδα και στην Ευρυτανία οι δύο αυτές επαρχίες διαιρέθηκαν σε τέσσερα τμήματα για την καλύτερη φύλαξή τους. Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει τους ανατολικούς δήμους με έδρα τη Στυλίδα και διοικητή τον ταγματάρχη Μακρή, το δεύτερο τάγμα με έδρα τη Λαμία περιλαμβάνει τους δήμους Λαμίας, Ηρακλειτών (Μοσχοχωρίου) και Παραχελωιτών (Λιανοκλαδίου) με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Π. Αλεξάνδρου, το τρίτο με έδρα την Υπάτη με τους δήμους Υπάτης, Μακρακώμης και Σπερχειάδας με διοικητή το συνταγματάρχη Ν. Μπουκουβάλα και το τέταρτο με έδρα το Καρπενήσι και τους δήμους Καρπενησίου και Τυμφρηστού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νταγκλή. Δυστυχώς οι ληστείες δεν έλειψαν και κατά το επόμενο έτος 1873.....συνεχίζεται
Πηγη--http://pyrgosnews.blogspot.com/