goulas

«...Φτάνει ο Γούλας. Αλλοίμονο να χάσεις τέτοιο γεγονός. Πρώτη κόρνα από το Ντούσκο. Αραιά αραιά ξεπροβάλλουν ένας ένας οι χωριανοί. Άλλος με γκλίτσα, άλλος χωρίς, άλλος νέος, άλλος μεγαλύτερος και χαζοκουβεντιάζοντας ανεβαίνουν στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού.
Δεύτερη κόρνα πιo δυνατή, λίγο πριν τον Αη-Θανάση. Πανζουρλισμός. Σηκώνεται σκόνη σύννεφο από τα φρεναρίσματα που έκαναν τα ποδάρια των παιδιών, που καταφθάνουν τρεχάτα απ’ όλα τα σοκάκια, άλλα πλυμένα κι άλλα βρώμικα από τα παιχνίδια στα ρέματα.
Έτσι τρεχάτες φτάνουν και οι κυράδες. Ανασκουμπωμένες και αναψοκοκκινισμένες. Οι περισσότερες έχουν τις ποδιές μαζεμένες, μπηγμένες πρόχειρα στη μέση, σημάδι ότι κάποια δουλειά άφησαν μισή. Ακούς διάφορα.
-Μόλις που πρόλαβα να βάλω τη βαρέλα στη βρύση λέει κάποια στη διπλανή της. Η δικιά σου είναι γεμάτη, τη γνώρισα από τα βούλια.
-Εγώ ήρθα λίγο νωρίτερα σήμερα, γιατί περιμένω κι ένα καλάθι από την κουνιάδα μου, λέει μια άλλη.
Μια βιαστική χώνεται πισθαγκωνίζοντας τις άλλες για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή των γεγονότων.
-Να που να μη σώσει σήμερα αυτό το γάλα δεν έλεγε με τίποτα να χωρίσει το βούτυρο. Το παράτησα και γω. Ας κόψει, ωχ καημένε! Δε θα χάσω εγώ το Γούλα. Είχα και την πεθερά μου μπάστακα! Ήταν πασαλειμμένη από το κοπάνισμα αλλά κι από τη βιασύνη, από την κορφή vς τα νύχια. Η χαρά όμως ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και τα μάτια της γυάλιζαν.
-Αυτό λες εσύ ακούγεται μιa άλλη από δίπλα πολύ πιο νέα, κοίτα τα χέρια μου μου τα ΄κοψαν οι τριχιές, σέρνοντας τις γίδες για να τις βάλω στον τσάρκο. Δεν χόρταιναν οι έρμες σήμερα. Δε σταματούσαν τη βοσκή. Λες να ήρθε νωρίτερα σήμερα ο Γούλας;
-Σώπα μωρέ αυτός είναι στην ώρα του εσύ δεν κοίταξες ρολόι.
-Σαν να έχεις δίκιο ξέχασα χτeς το βράδυ να το κουρδίσω.
Ακόμα και άντρες από την πλατεία έκαναν γιουρούσι για το Γούλα. «Δουλειές» έμεναν στη μέση.
-Εγώ το δήλωσα το φύλλο μου, έτσι δεν είναι; απευθύνθηκε ένας αμφίβολα στο συμπαίκτη της δηλωτής.
-Ναι βρε σώπα τώρα θα τα βρούμε τα φύλλα. Νάτο κι έφτασε τ’ αμάξι.
Το παιδομάνι εξαφανίστηκε πίσω από ένα σύννεφο σκόνης που είχε κατεύθυνση τον Αη-Θανάση.
Σε λίγο φάνηκε η μούρη του αυτοκινήτου θριαμβευτικά στη στροφή του Καραμπάτσου κατάφορτη από σκόνη. Τόση που τα πλαϊνά παράθυρα δεν είχαν καμία ορατότητα. Το μόνο που έβλεπες ήταν το τσαμπί από παιδιά που κρέμονταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου σαν μέλισσες στην κερήθρα, να φθάνουν αλαλάζοντας χαρούμενα. Με το φρενάρισμα αποκολλήθηκαν τα παιδιά και ο ευλύγιστος και ταχύτατος λιπόσαρκος Γούλας ανέβηκε στη σκάλα που οδηγούσε στην οροφή.
Άργησε σήμερα. Mε τι μαεστρία είχαν μπει στη σειρά οι βαλίτσες, τα κιβώτια, ακόμα και τελάρα με μπύρες και αναψυκτικά, στην οροφή! Ήρθαν όλα σώα και αβλαβή, παρά το ταρακούνημα του χωμάτινου δρόμου. Κι όλα αυτά οφείλονταν στον πρωτεργάτη του δρομολόγιου της άγονης γραμμής τον πολυπράγμονα κι ακούραστο Γούλα, τον αeτομάτη συνοδηγό του αυτοκινήτου.
Οι χωριανοί είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω αφήνοντας χώρο στους νεοφερμένους να κατέβουν και να παραλάβει ο καθένας τις αποσκευές που με στόμφο ο Γούλας διάβαζε τα ον;oματά τους. Όλοι τινάζονταν διώχνοντας τη σκόνη που είχε κατακάτσει απάνω τους. Χαιρετισμοί, καλοσωρίσματα, χαρές και γέλια. Σήμερα από την πίσω πόρτα του αμαξιού κατέβαζαν και ζωντανά. Τα καημένα έβαζαν όλη τη δύναμη που τους είχε απομείνει από το πέρα δώθε, να στηρίξουν τα πόδια τους στη γη, ενώ τα μάτια τους φαίνονταν απλανή και τεράστια από τη σίγουρη ζαλάδα.
Το αυτοκίνητο συνέχισε το ταξίδι του προς την Παλούκοβα παίρνοντας μαζί του ως το εικόνισμα και την πιτσιρικαρία με τον γνωστό της τρόπο.
Τα ζωντανά, οι αποσκευές, είχαν εξαφανιστεί όπως και οι θεατές. Γυναίκες, άντρες τρέχαν να συνεχίσουν τις μισοτελειωμένες δουλειές τους.
Αύριο πάλι...».
Το αυτοκίνητο του Γούλα (Γιώργου Παπακωνσταντίνου) πραγματοποιούσε καθημερινά δρομολόγια από τη Γραμμένη Οξυά ως τη Λαμία, με ενδιάμεση στάση τη Σπερχειάδα, από το 1969 μέχρι το 1985. Οι δυο οδηγοί του, γιοι του Γούλα, ο Κώστας αρχικά κι ο Νίκος ύστερα, με μεγάλη και συνεπή επαγγελματική ευσυνειδησία ήταν πραγματικοί ήρωες. Με εφόδια την εμπειρία, την υπομονή και το φιλότιμο εκτελούσαν το δρομολόγιο αυτής της άγονης γραμμής χωρίς ποτέ να προκύψει θέμα επικινδυνότητας και ασφάλειας. Εκτός από τους οδηγούς, πραγματικοί ήρωες ήταν κι οι επιβάτες, που ήταν πάντα συγκαταβατικοί και βοηθούσαν στο να ξεπερνιούνται όλες οι δυσκολίες. Ο θρυλικός «Ταρζάν» έχει πλέον ταυτιστεί με την ιστορία της Γραμμένης Οξυάς.
 
Κείμενο Σπυριδούλα Σκούρα-Κανέλλου