Συμμαθητής μου ο Λουκάς στο Γυμνάσιο Σπερχειάδας ανταμώσαμε στην πλατεία Μακρακώμης και ως συνήθως αρχίσαμε να αναπολούμε τα παλιά . Μεταξύ των ενδιαφερόντων, και η περίοδος της Κατοχής. Κάναμε ιδιαίτερη αναφορά στον Αύγουστο του 1944 που οι Γερμανοί έκαψαν τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας και σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πως ο κόσμος πανικόβλητος εγκατέλειπε τα σπίτια του και έτρεχε στα βουνά για να σωθεί.
Του είπα πως θυμάμαι τον πατέρα του που είχε κάρο ήρθε στη Φτέρη οικογενειακώς στο σπίτι του Χρήστου Λαγού (Κουμπουρλή), δίπλα στο δικό μου, με προοπτική για Άνω Φτέρη και βλέπουμε.
Αναφέρθηκα στο ιστορικό διάσωσης του σπιτιού μου από τη φωτιά, πως το είδαν κάποιοι με κιάλια ότι ενώ καπνίζει, είναι όρθιο και φαίνονται τα κεραμίδια. Ότι έσπευσαν η γιαγιά μου, η μάνα μου και η θεία μου Ειρήνη να προλάβουν την ολοσχερή καταστροφή, ότι πράγματι το σώσανε μισοκαμμένο χάρη στην ύπαρξη άφθονου κρασιού στο υπόγειο, ότι πέραν των άλλων αποκαϊδιών και ολέθρου είδαν μια κότα με ένα πόδι και ότι το άλλο μάλλον το τουφέκισαν οι Γερμανοί.
Και τότε ο Λουκάς αφού θυμόταν μερικά από τον κατατρεγμό, συμπληρώνει: Εμείς τη γιαγιά μου την αφήσαμε στη Μακρακώμη, εκτός του ότι ήταν γριά και πιστεύαμε ότι δεν θα την πείραζαν, δεν χωρούσε και στο κάρο να έρθει μαζί μας. Όταν άρχισαν να καίνε τα σπίτια, έκαναν το ίδιο και με τις κότες στη Μακρακώμη, τις τουφέκαγαν και τις έπαιρναν στα σακίδια.
Όταν άρχισαν να τουφεκάνε και τις δικές μας η γιαγιά έβαλε τις φωνές σ’ έναν Γερμανό, στα ελληνικά φυσικά: Μη βρε, μην την τ’ φεκάς αυτήνη, την έχω για κλώωσσα!!
Βασίλης Δ.Σταμοκώστας