Από το βιβλίο ΄΄Φτεριώτικες Ιστορίες΄΄ του Βασ.Δ.Σταμοκώστα.
Η ληστεία του Μπαρμπα-Μήτρου και το παντελόνι του Μπαρμπα-Μήτσου
(Έμμεση αφήγηση παρόντων στο περιστατικό).
Εκεί γύρω στη ΙΟετία του 1960 κατά τη Δευτέρα επίσης που γινόταν το παζάρι στη Σπερχειάδα, ορισμένοι από τους κατοίκους της Φτέρης, αλλά και της Παλαιοβράχας για να αποφεύγουν τον συνωστισμό και την ταλαιπωρία με τη συγκοινωνία, συνήθιζαν κατά παρέες να παίρνουν ταξί με κάποιο επί πλέον κόμιστρο από το εισιτήριο του λεωφορείου.
Κάποια από αυτές τις Δευτέρες σε μια παρέα συμμετείχε ο μπαρμπα-Μήτρος ο Κολοκύθας (1880-9/2/1969) και ο μπαρμπα-Μήτσος Σταμοκώστας (1907-20/7/1991), τσαγκάρης το επάγγελμα, ο οποίος διατηρούσε και μικρό ψιλικατζίδικο στο σπίτι του. Η τιμή στο ταξί κατ’ άτομο ήταν 5 δραχμές, δηλαδή συνολικά το κόμιστρο κόστιζε 20 δραχμές.
Πήγαν οι παζαριώτες στη Σπερχειάδα, ψώνισαν και κάποια στιγμή αντάμωσαν και είπαν ότι σε 5 λεπτά θα βρεθούν στο συγκεκριμένο σημείο αναχώρησης για το χωριό. Εκεί ο μπάρμπα-Μήτσος Σταμοκώστας τους λέει ότι είχε παραλάβει απ’ το καθαριστήριο ένα παντελόνι του, το οποίο κρατούσε τυλιγμένο σε κόλλα και κάπου γλίστρησε και του έπεσε και ότι, για να μην τους καθυστερεί, αν δεν το βρει αμέσως, θα πρέπει να ψάξει, οπότε μπορούν να φύγουν και αυτός θ’ ακολουθήσει με άλλο ταξί αργότερα.
Έτσι και έγινε, μετά από λίγο η υπόλοιπη παρέα έφυγε για το χωριό, αλλά στο έμπα του χωριού, στο Νεκροταφείο, ο οδηγός, πονηρά σκεπτόμενος, για το ενδεχόμενο ελλιπούς είσπραξης του κόμιστρου, σταματάει και τους λέει: Ορίστε παρακαλώ από 6,50 δραχμές έκαστος. Ο μπαρμπα-Μήτρος Κολοκύθας αιφνιδιάστηκε από την επιβάρυνση και με δυσκολία προσπαθούσαν οι υπόλοιποι να τον πείσουν για το δίκιο του ταξιτζή και αγανακτισμένος αναφωνεί: Ουρέ, ληστεία κατάλακα! Δηλαδή μεταφορικά, μέρα μεσημέρι; (λάκα τμήμα χωραφιού, αλάνα).
Τελικά κατέβαλε το αντίτιμο και με το καλό έφθασαν στην πλατεία.
Εκεί από συνήθεια περίμενε η θειά Γεωργούλα (1913-21/7/1994), γυναίκα του μπαρμπα-Μήτσου Σταμοκώστα,, να βοηθήσει, όπως κάθε Δευτέρα, στη μεταφορά των εμπορευμάτων μέχρι το σπίτι. Ενημερώθηκε για το συμβάν και είπε θα περιμένει το επόμενο ταξί. Έπιασε μια πέτρα, κάθισε και περίμενε.
Πράγματι μετά από λίγο εμφανίστηκε το ταξί, και ο μπαρμπα-Μήτσος με το που κατεβαίνει βλέπει την ευτραφή θειά Γεωργούλα με τα χέρια στη μέση και εμφανώς κατσουφιασμένη. Πριν προλάβει να της πει τίποτε, δέχεται το «λούσιμο»: Καλώς το μα.άκα! Συνήθιζε η θειά να λέει τέτοιες λέξεις για να τονίζει περισσότερο, μεταφορικά, αυτό που αισθανόταν...
Ο Θεός να τους αναπαύει όλους.