elinaras
 
 
 
 
Μια σκιαγράφηση του σύγχρονου Έλληνα, μέσα από δώδεκα σύντομες επισημάνσεις. (Ορισμένες βιωματικής αφετηρίας, άλλες, σημειώσεις προσεκτικού αναγνώστη).
Πιστεύω ότι θα ήταν ενδιαφέρον, έτσι σαν παιχνίδι, μετά την ανάγνωση της ανάρτησης, να εκφράζατε την προσωπική σας άποψη.
Πώς το βρήκατε;
Αυστηρό ή επιεικές
Δίκαιο ή άδικο; Και κυρίως:
Εύστοχο ή άστοχο;
Προσβλέποντας στην ανταπόκρισή σας,
Χαιρετώ, ευχαριστώ,
Γ.
Ένα πορτρέτο - ψυχογράφημα του Έλληνα
1. Οι Έλληνες δεν είμαστε τόσο κακοί όσο μας νομίζουν, ούτε τόσο καλοί όσο νομίζουμε εμείς.
2. Η απουσία μνήμης, ένα διαχρονικό εθνικό χαρακτηριστικό μας. Αποτέλεσμα του άκρατου και ευμετάβλητου συναισθηματισμού μας. Ενός συναισθηματισμού μεγάλης εντάσεως, αλλά περιορισμένης διάρκειας. Κανείς εδώ δεν παραμένει για πολύ φίλος ή εχθρός με κανέναν.
3. Το αποκορύφωμα των εντυπώσεων, για την Κρήτη που χάνεται, μεγάλου μας ζωγράφου: Η σκηνή σε μαγαζάκι-ζαχαροπλαστείο του Ηρακλείου, όπου, έχοντας μαζί με τη σύζυγό του καταναλώσει ήδη λαίμαργα το μέλι, πριν από τους τελευταίους λουκουμάδες, τούς πλησίασε η πηγαία φιλόξενη καταστηματάρχης-σερβιτόρα για να τους ρωτήσει, με χάρη: «Θέλετε ακόμα λίγο μελάτσι;...»
4. Πως έγινε και ο χθεσινός άρχοντας μέσα σε μια γενιά να μεταποιηθεί σε υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή, σε αποχαυνωμένο παπαγαλάκι, που ασυναίσθητα και αδιάντροπα πιθηκίζει αλλότριες συμπεριφορές, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού; «Κάλπικον δάνειον» χωρίς αντίκρισμα.
5. Ένα Σάββατο, στη λαϊκή μας αγορά: Σε μια γωνιά μια κυρία ώριμη, με ένα σεμνό παρουσιαστικό, κάτω απ’ τον ήλιο, κρατούσε ένα δίσκο με κόλλυβα, ένα κουταλάκι, χαρτοπετσέτες και πρόσφερε στον κόσμο. Ήταν χαμογελαστή, περίπου σαν να γιόρταζε την ονομαστική εορτή των προσφιλών της κοιμηθέντων. Κάτι τέτοια σε κάνουν να νιώθεις έπαρση και αλαζονεία για την ελληνική σου ιδιότητα. Να λυπάσαι τους άλλους λαούς που ποτέ δεν θα δουν στη λαϊκή τους αγορά μια σεμνή κυρία να μοιράζει κόλλυβα.
6. Σαρώνει η αρνητική εικόνα για τον διπλανό. Με την πρώτη διατύπωση μιας καλής κουβέντας για κάποιον, ενεργοποιούνται όλα τα καιροφυλακτούντα επιθετικά ανακλαστικά. Ο,τι και να έχει καταφέρει είναι κάλπικο, ύποπτο, στημένο. Μια λανθάνουσα μόλυνση ορθώνει τείχη ανάμεσα στην επιτυχία του άλλου και τη δική μας μετριότητα. Ελαφρότερης μορφής παραπλήσια νόσος, η μνησικακία. Η πιο αποτρόπαιη έκφανσή της, η συκοφαντία.
7. Ανάμνηση από την οδό Εκκλησιών, στη Λαμία του τέλους της δεκαετίας του ‘50: Μόλις σουρούπωνε, ντυνόταν και περιποιόταν τον εαυτό της, σαν να επρόκειτο να βγει. Με τα ομορφοχρενισμένα μαλλιά, το φρεσκοσιδερωμένο, πάντα σκούρο, φόρεμά της κι ένα σάλι στους ώμους καθόταν στο χαμηλό μπαλκόνι του σπιτιού, ώστε, -χάρη στη φροντίδα που μ’ αυτήν είχε επιμεληθεί την εμφάνισή της,- να τιμήσει τους γνωστούς ή άγνωστους περαστικούς που θα την καλησπέριζαν κι εκείνη θα ανταπέδιδε.
8. Η επαναλαμβανόμενη κάθε ψυχοσάββατο καλή μου πράξη, για χάρη της αναλφάβητης γριάς γειτόνισσας, που νεαρό μαθητάκο στο χωριό, με κάθιζε στη καμαρούλα της και αφού με εφοδίαζε με εκείνα τα άψογα ψαλιδισμένα λευκά χαρτάκια της, άρχιζε να μου υπαγορεύει με κάθε σοβαρότητα, εν είδει ιεροτελεστίας: «Υπέρ ψυχών. Γράφε παιδί μου. Βάλε το σταυρό στη μέση και γράφε: Παναγιώτης, Δεσπούλα, Αθανάσιος, Αικατερίνη, Παντελής, Αρετή, Αλεξάνδρα...»
9. Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σου σε κάθε παραμικρή πτυχή της, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου. Και μολαταύτα να διεκδικείς μερίδιο από προγονικό πλούτο, που στην πραγματικότητα αγνοείς. Συχνά, στρεφόμαστε στο παρελθόν σαν να μη μας ανήκει, όπως ο διαρρήκτης που διαπιστώνει, μετά την κλοπή, πως αδυνατεί να εξαργυρώσει τα κλοπιμαία. Και άλλες φορές πάλι σαν να μας ανήκει με την πιο αποκρουστική έννοια της ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης: την τοκογλυφική.
10. Από την επαγγελματική μου ζωή αυτό και το επόμενο: Στην αίθουσα συνεδριάσεων των βεζίρηδων -τον οντά- που υπάρχει στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, πίσω και πάνω από τα αναπαυτικά μιντέρια, όπου κάθονταν οι βεζίρηδες και συζητούσαν τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας, υπάρχει ένα παραθυράκι. Εκεί καθόταν ο σουλτάνος, αθέατος πίσω απ’ αυτό, για να παρακολουθεί, όποτε ήθελε, τις συνεδριάσεις και να σχηματίζει προσωπική εντύπωση για τον τρόπο που οι αξιωματούχοι του χειρίζονταν τα προβλήματα και τα θέματα της ημέρας. Βεβαίως, ο σουλτάνος αραιά και που ήταν εκεί, πίσω απ’ το παραθυράκι. Το παραθυράκι όμως ήταν πάντα εκεί, με ή χωρίς τον σουλτάνο πίσω του, υποχρεώνοντας έτσι τους βεζίρηδες να δίνουν στις συνεδριάσεις, κάθε φορά τον καλύτερό τους εαυτό.
Το παραθυράκι, λοιπόν: μνημείο καχυποψίας και κουτοπονηριάς - Το ανατολίτικο μάνατζμεντ στα καλύτερά του.
11. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, από γενιά σε γενιά, συνεχώς. Αρχίζοντας από το σπίτι και συνεχίζοντας στο σχολείο, στο στρατό, στη δουλειά κ.ο.κ.: Απλοϊκές νοικοκυρές, αγαθοί δημοδιδάσκαλοι, αστοιχείωτοι καραβανάδες έχουν, με ευκολία, διαπρέψει στη διοίκηση Ελλήνων, τόσο ευάλωτων στην προσβολή της ιερότερης και πιο χειροπιαστής έκφρασης της ατομικής τους αξιοπρέπειας: του Φιλότιμου.
12. Υπάρχει, όμως, και ο αντίποδάς του, που αποδομεί το παραπάνω ιδιότυπο κόσμημα του λαού μας: η Κουτοπονηριά. Η καταφερτζίδικη φαυλότητα που παρουσιάζεται ως ξεχωριστή μορφή της φυλετικής μας εξυπνάδας. Παράδειγμα, το… όνειρο της «δούλας» τους Μαριγώς, όπως το έχει καταγράψει ο Γ. Τσαρούχης. Μαριγώ: «Είδα την Αγία Κυριακή και ήταν καταματωμένη με πληγές και τη ρώτησα, πώς είσαι έτσι σ’ αυτό το χάλι Αγία Κυριακή; κι αυτή μου απάντησε: Όταν σας βάζουν τα αφεντικά σας να δουλεύετε Κυριακή, το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα, το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε, αντί να είστε στην εκκλησία, μαδιέται η σάρκα μου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να δουλεύουμε την Κυριακή…»
 
Κείμενο Γιώργος Ι.Κωστούλας