Eκτός από τα μουλάρια, (με τα οποία ασχοληθήκαμε στο κείμενο του περασμένου Σαββάτου), η αμερικανική βοήθεια συμπεριελάμβανε (τί καίριο, αρχετυπικό παραγωγικό δίδυμο!) και τα νέας γενιάς μεταλλικά αλέτρια: ένα δίδυμο που θα σηματοδοτούσε την απαρχή της μεταπολεμικής προόδου της χώρας και των μετέπειτα δεκαετιών.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι νοικοκυραίοι -πατεράδες μας που χάρηκαν εκείνα τα σωτήρια εργαλεία, που τόσο πολύ θα αξιοποιούσαν τον μόχθο τους. Εξίσου τα χαρήκαμε και εμείς, τα παιδιά εκείνης της εποχής. Ο λόγος; Μια ροδίτσα που είχαν βιδωμένη πάνω τους και που αφαιρώντας την, αποκτούσαμε το πιο πολύτιμο, το πιο δυσεύρετο εξάρτημα των αυτοσχέδιων πατινιών εκείνης της χαρισάμενης εποχής. Τότε ήταν που άρχισε στο χωριό η εποχή των πατινιών. Ήταν σαν το χωριό να είχε ανακαλύψει τον τροχό.
Εξηγούμαι: Η δυσκολία με το πατίνι δεν ήταν η κατασκευή του. Ηταν τόσο απλή που μπορούσαμε και μόνοι μας, εμείς τα παιδιά, να το σκαρώσουμε σαν είχαμε τα χρειαζούμενα: τρία κατάλληλα ξύλα, τον πάτο δηλαδή και το ταφ του τιμονιού, κάμποσες πρόκες και δυο τρεις λάμες. Εκείνο που μας παίδευε όλους ήταν οι ρόδες… Σπάνια κατάφερνε κάποιος να τις αποκτήσει και τις δυο μαζί.
Το νέο αλέτρι, με το ανέλπιστο παράπλευρο δώρο του, την παροπλισμένη ρόδα, μας έλυνε το πρόβλημα. Όμως φευ, κατά το ήμισυ. Γιατί, οι περισσότεροι είχαμε από μια ρόδα, αυτή του δικού μας αλετριού. Ολοι, λοιπόν, αναζητούσαμε με αγωνία το ταίρι της. Αυτό δεν ήταν εύκολο, γιατί η κάθε οικογένεια είχε τότε πολλά παιδιά που το καθένα διεκδικούσε το πατίνι του.
Η πρώτη κίνηση ολωνών μας ήταν να στραφούμε σε οικογένειες που δεν είχαν παιδιά, αλλά οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρές: άλλοτε είχαν προηγηθεί άλλοι, άλλοτε την είχαν τάξει αλλού, άλλοτε υπήρχαν πιο κοντινοί συγγενείς που έπρεπε να προτιμηθούν. Μεγάλο ζήτημα, τέλος πάντων, εκείνη η δεύτερη ρόδα.
Με τα πολλά, και στην απελπισία μας, ο ένας μετά τον άλλον, αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε με την ιδέα του συνεταιρικού πατινιού. Καταλάβαμε, δηλαδή, ότι ένα συνεταιρικό πατίνι με δύο ρόδες ήταν προτιμότερο από ένα κατάδικό μας με μία ρόδα.
Μια εκδοχή της σολομώντειας σοφίας αυτή, που τόσο τυχεροί εμείς, τη διδαχτήκαμε εξ απαλών ονύχων.
Υ.Γ.: Για κάποιο λόγο, τα καλύτερα πατίνια του χωριού τα είχαν οι κατω-μαχαλιώτες.
Κατά γενική ομολογία, το κορυφαίο, το πιο μερακλίδικο το είχε ο Τάσος Γ. Λαγός.
Ακολουθούσε εκείνο του Γιώργου Αλ. Τσιτούρα.
Σε λίγο θα ερχόταν και η εποχή των τετράτροχων καροτσιών. Το λόγο εδώ έχουν οι νεότεροι. Αξιομνημόνευτο, εν προκειμένω, είναι το καρότσι κατασκευής του Γιώργου Ν. Σταμοκώστα, κυρίως για χάρη των μικρότερων αδελφών του Βαγγέλη και Βασίλη.
Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Συνεισφορά του Βασίλη Δ.Σταμοκωστα στη συζήτηση.
Στο τιμόνι του καροτσιού των ξαδερφιών μου είχε προσαρτηθεί τιμόνι (βολάν) από παλιό αυτοκίνητο από τον κατασκευαστή αδερφό τους Γκρα. Συμπληρώνοντας την περιγραφή σημειώνω ότι πριν τις σιδερένιες από τα αλέτρια ρόδες τη λύση έδιναν οι πλατανίσιες από κορμούς πλατάνων τις οποίες διατρυπούσαν με πυρακτωμένα σίδερα, και για να μη φθείρονται γρήγορα χρησιμοποιούσαν μπόλικη γλύνα χοιρινή. Όπως επισημαίνεται η αυτοκίνηση επιτυγχανόταν μόνο στις κατηφόρες και εν προκειμένω μπαίνω στον πειρασμό να συμπληρώσω ότι η Κατσικόραχη και η Μαυρόρραχη συγκέντρωναν το ενδιαφέρον των παιδιών και παρείχαν την δυνατότητα της άμιλλας ως προς την ταχύτητα που θα ανέπτυσε ο καθένας. Έμεινε στα χρονικά των αφηγήσεών μας η περίπτωση του Τάκη Νικ. Κωστούλα και του Διονύση Πιτσογιάννη από το Πίτσι που η οικογένεια του δεύτερου διέμενε τότε φιλοξενούμενη στο χωριό: <<Πάτα φρένο Τσιτσοπάγρα (παραγκώμι του Τάκη προερχόμενο από την τσίτσα και παγούρι), φεύγα Νιόνιο σι κλατάρ(ι)σα>>!!! Τι ωραίοι ανέμελοι χρόνοι και πόσο απλά μοιράζαμε και διασκεδάζαμε τη φτώχεια μας.
Συμπληρώνει το κείμενο του ο Γιώργος Ι.Κωστούλας
Επανέρχομαι στις αναρτήσεις μου: «Τα νέα σιδερένια αλέτρια και τα… συνεταιρικά παιδικά πατίνια» του Σαββάτου- αναδημοσίευση κειμένου μου στην εφημερίδα Καθημερινή και «Τα μουλάρια της ειρήνης» του προηγούμενου Σαββάτου, για δυο λόγους:
Ο ένας, για να μοιραστώ μαζί σας τον πρόλογο της εφημερίδας και τη φωτογραφία που επέλεξε για να συνοδέψει το μειμενο μου. Δέστε παρακαλώ στο λινκ που θα παραθέσω παρακατω, τη στάμπα, USA στα καπούλια των μουλαριών. Στάμπα που είχε και το δικό μας μουλάρι και που εγώ ασυγχώρητα δεν ανέφερα στο κείμενό μου.
Ο δεύτερος λόγος είναι να σύρω την προσοχή σας και να σας προτρέψω να διαβάσετε το σχόλιο του Λάκη Σταμοκώστα στην ανάρτηση μου. Αποσπώ από το σχόλιο του Λάκη το παρακατω τμήμα:
(…)Συμπληρώνοντας την περιγραφή σημειώνω ότι πριν τις σιδερένιες από τα αλέτρια ρόδες τη λύση έδιναν οι πλατανίσιες από κορμούς πλατάνων τις οποίες διατρυπούσαν με πυρακτωμένα σίδερα, και για να μη φθείρονται γρήγορα χρησιμοποιούσαν μπόλικη γλύνα χοιρινή(..).
Μπορείτε να φανταστείτε με τι εργαλεία και με μια μέθοδο καταφέρναμε να στρογγυλεύουμε τα ακανόνιστα πλατανοξυλα και να τα κάνουμε ρόδες; Αφήνω τη φαντασία σας να δουλέψει…
Δεν χάνω την ευκαρπία να ευχαριστήσω τον Λάκη για την ανεκτίμητη συνεισφορά του, μοιράζοντας μαζί μας, κάθε φορά, όλο και κάτι από το βαθύπλουτο και καλά τακτοποιημένο παρελθόν του. Ευχαριστούμε Λάκη.
Και εδώ παραθέτω το λινκ με τον πρόλογο και τη φωτογραφία της Καθημερινής:
Χαιρετώ ευχαριστώ,