Μια από τις κυριότερες φθινοπωρινές (καλή ώρα) εργασίες της επαρχιακής επικράτειας -και του δικού μας χωριού βεβαίως- ήταν και συνεχίζει να είναι η τοπική ξύλευση για τις ανάγκες του επερχόμενου χειμώνα.
Με αυτή την ευκαιρία, το σημερινό κείμενο είναι αφιερωμένο στους αλλοτινούς και ξεχασμένους, αφανείς και αναπόσπαστους συμπαραστάτες κάθε αγροτικού νοικοκυριού, που νοσταλγικά θυμόμαστε οι μεγαλύτεροι, και για τους οποίους όλο και κάτι θα έχουν ακούσει οι νεότεροι: Μιλάω για τα άλογα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, που πέρασαν από τα σπίτια μας. Τα, ούτω καλούμενα σήμερα, ζώα εργασίας.
Ο λόγος, όμως, σήμερα για τα πιο σκληροτράχηλα και ανθεκτικά απ’ αυτά: τα μουλάρια. Τα και ειδικών αναγκών και καθηκόντων αυτά πολύ-εργαλεία, περίπου σαν τους λοκατζήδες των ενόπλων δυνάμεών μας.
Όλοι οι παλαιότεροι κάτι θα έχουν να πουν γι’ αυτά. Το ίδιο και εγώ:
Μετά το τέλος του εμφυλίου και τη σχετική ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης, σπουδαίο ρόλο για την ανασυγκρότηση της χώρας έπαιξε, η αμερικανική βοήθεια, με κύριους φορείς, το σχέδιο Μάρσαλ (από το όνομα του τότε υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ) και της ΟΥΝΡΑ-UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration).
Μπορεί να την έχουμε ξεχάσει εκείνη τη βοήθεια, μπορεί κάποιοι να τη θεώρησαν ύποπτη, ακομα και ευκαιρία για πλουτισμό ορισμένων επιτήδειων, όμως για τους δυστυχισμένους εκείνους άστεγους, άνεργους ανεπάγγελτους χορικούς της μεταπολεμικής περιόδου, ήταν μια σημαντική αρωγή για να σταθούν στα πόδια τους.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της βοήθειας, εκτός από τρόφιμα, ρουχισμό, παιδικά συσσίτια κ.λπ., άρχισαν να φτάνουν στη χώρα μας καραβιές με μουλάρια από τις ΗΠΑ («ημίονοι υγιείς και κατάλληλοι διά το ελληνικών κλίμα» όπως έγραφαν οι εφημερίδες).
Όπως και άλλες οικογένειες, ένα απ’ αυτά τα μουλάρια πήρε και η δική μου.
Ακόμα θυμάμαι το θαυμασμό που είχαν προκαλέσει εκείνα τα ζωντανά σε όλους μας. Ήταν τεράστια και όμορφα σχεδόν σαν άλογα. Καμιά σχέση με τα δικά μας μουλαράκια που έμοιαζαν περισσότερο με τον πατέρα τους(*)-τον γαϊδαράκο, παρά στη μάνα τους(*)- τη φοράδα- (βλ.: Υ.Γ.1). Το δικό μας, με ένα φωτεινό καφετί χρώμα, με τρίχωμα στιλπνό, και με μάτια αθώα και σκούρα, σαν κάρβουνα. Παρά τον όγκο του, που μπορεί και να σε τρόμαζε, ήταν κοινωνικό και ήσυχο σαν αρνάκι. Όταν σηκωνόταν στα πίσω του πόδια, στα παιδικά μου μάτια φαινόταν σαν να ακουμπούσε τον ουρανό.
Χρυσάφι αποδείχθηκε για τους γονείς μου, στο ξεκίνημα, τότε, της έγγαμης ζωής τους. Μαζί τους σε όλες τις δουλειές: το όργωμα, το αλώνισμα, τον τρύγο, σε κάθε είδους κουβαλήματα. Κυρίως όμως στην υλοτομία και την ξύλευση γενικότερα. Το θυμάμαι να κουβαλάει, να σέρνει για την ακρίβεια, από τον Γουλινά κάτι θεόρατα ελάτινα ψαλίδια, ογκώδεις κορμούς δένδρων και όλη την ξυλεία για τις ανάγκες της αποπεράτωσης του σπιτιού μας (1952)-στέγη, κουφώματα, πατώματα κ.λπ.
Λίγα χρόνια μετά, ωστόσο, και αφού τα πράγματα εξομαλύνθηκαν και η ζωή μπήκε σε κάποια τάξη, ο πατέρας μου, ίσως υποκύπτοντας σε κάποιες δελεαστικές προτάσεις ενός επαγγελματία υλοτόμου της ορεινής περιοχής, δέχτηκε να ανταλλάξει το μουλάρι μας με μια φοράδα. Έκρινε ότι η φοράδα τού ήταν πλέον πιο χρήσιμη. Έτσι, εκείνος ο ήδη καταπονημένος και πιστός δουλευτής βρέθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό να κουβαλάει «βουβά» και μονίμως θεόρατους κορμούς δέντρων. Σαν ανθρώπινο τον κλάψαμε εκείνον το χωρισμό: «Τι να κανι το μπλαρακι ‘μ», έλεγε κατά καιρούς η μητέρα μου, η οποία είχε εναντιωθεί στην ανίερη εκείνη συναλλαγή. Και άλλοτε πάλι, όταν τόφερνε η κουβέντα, αναρωτιόταν: «ποιος ξερ’ σι τι χέρια νάπισι του μπλαρακι ‘μ…».
Το θυμόμουν κι εγώ αργότερα, συχνά στη ζωή μου, ως κλασικό παράδειγμα της σκληρής εργασιακής συνθήκης, που ενσωματώνει η φράση: «σκοτώνουν τ ‘άλογα όταν γεράσουν». Πολύ περισσότερο όταν είδα τη σπουδαία ομώνυμη ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ με την Τζειν Φόντα.
Όμως, καθώς είμαστε λίγες ημέρες μετά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σιωπηρή συνεισφορά των μουλαριών στο μεταφορικό έργο του ελληνικού στρατού. Αναφέρεται ότι από τα 125.000 ιπποειδή που «πολέμησαν» στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, ελάχιστα επέζησαν. Τους χρωστάμε ένα «ευχαριστώ». Το ίδιο βεβαίως, όπως και στα αδελφάκια τους που βοήθησαν τη χώρα, σε καιρό ειρήνης, να ορθοποδήσει. Που έβαλαν πλάτη, κυριολεκτικά, για την ανασυγκρότησή της
Υ.Γ. 1: *Απαραίτητες φυσιο-βιολο-γενετικές πληροφορίες (κυρίως για τους νέους): Το μουλάρι δεν είναι είδος που αναπαράγεται αυτόνομα. Αποτελεί διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρου και γεννιέται στείρο. Πρόκειται δηλαδή για υβρίδιο, (ελπίζω να το λέω σωστά ) αρσενικού γαϊδάρου και θηλυκού αλόγου. Για γονιμοποίηση δηλαδή φοράδας από γάιδαρο.
Υ.Γ.2: Όμως, εκτός από τα μουλάρια, η αμερικανική αποστολή συμπεριλάμβανε (τί σοφή επιλογή!) και τα περίφημα μεταλλικά αλέτρια, ευνοήτως εξίσου απαραίτητα, για την περίσταση, με τα μουλάρια. Σε εκείνα τα αλέτρια θα είναι αφιερωμένο το κείμενο μου του επόμενου Σαββάτου.
Υ.Γ.3: Ο τίτλος είναι δανεισμένος από παρεμφερές άρθρο της Τασούλας Επτακοίλη, στην Καθημερινή.
Κείμενο Γιώργος Ι.Κωστούλας
Σχόλιο του Βασίλη Δ.Σταμοκώστα
Στη 10ετία του 1950 βούλιαξε στην κοίτη του Ρουστιανίτη ποταμού πριν το χωριό Κανάλια το αυτοκίνητο συγκοινωνίας, χωριών Γαρδικίου, ελλείψει γέφυρας και κάποιος Καρνάβαλος (παλιό αυτοκίνητο) που δοκίμασε να το ξεκολλήσει. Δεν τα κατάφερε. Αναζητήθηκε σαν δεύτερη λύση η έλξη να γίνει από αυτά τα μουλάρια, τα οποία ακατάπαυστα κουβαλούσαν από την Πολιάνα (δάσος με θεόρατα έλατα), ιδιοκτησίας μέχρι σήμερα του χωριού Πίτσι. Όπως αφηγούνταν οι πριστάμενοι, μεταξύ των οποίων και συγχωριανοί μας, δεν χρειάστηκε δεύτερη προσπάθεια από ένα θηρίο τέτοιο μουλάρι, το έβγαλε σαν «πορπόδ'» (η λέξη στην τοπική μας γλώσσα σημαίνει πούπουλο). Είναι ανεξάντλητα τα συναισθηματικά βιώματα όσοι ζήσαμε τον παράλληλο καθημερινό μόχθο ανθρώπων και ζώων και ιδιαίτερα στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Ευχαριστούμε Γιώργο για το ζωντάνεμα της σκληρής εκείνης περιόδου.