Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022 στο Συνεδριακό Κέντρο Σπερχειάδας.
Ιστορικολαογραφική εκδήλωση επετειακής μνημοσύνης του Δήμου Μακρακώμης, αφιερωμένη στην τραγωδία της Σμύρνης και στην κληρονομιά της.
Κείμενα- επιμέλεια: Βασίλης Κανέλλος
Παρουσίαση: Αλέξανδρος Ντζούνας
Συμμετείχε ο Λαογραφικός-Χορευτικός Όμιλος Σπερχειάδας
Η κεντρική ομιλία της εκδήλωσης
Απ΄ τη Σμύρνη έρχομαι να βρω παρηγοριά...
Σεπτέμβριος 1922. 300.000 ανθρώπινες φιγούρες έχουν κουρνιάσει τροµοκρατηµένες, η μία δίπλα στην άλλη, στην προκυµαία της Σµύρνης. Τα βλέµµατα απλανή. Κοιτούν προς τον ορίζοντα, χωρίς πλέον να περιµένουν κάτι. Ζουν, αλλά είναι σαν να έχουν πεθάνει. Η ψυχή τους δεν βρισκόταν μέσα στο σώμα τους, αλλά το σώμα τους μέσα στην ψυχή.
Τα πρόσωπα έχουν σκληρύνει τροµερά µέσα σε µόνο λίγες ώρες. Νεκρική σιγή που σπάει κάπου κάπου από τα ουρλιαχτά κάποιου νεαρού κοριτσιού που βιάζεται οµαδικά σε κάποιο σοκάκι από τσέτες, τους µουσουλµάνους υπότροπους κατάδικους που τους έχουν στρατολογήσει Τούρκοι εθνικιστές για τη βρώµικη δουλειά. Η θάλασσα µπροστά στους δύσµοιρους Σμυρνιώτες έχει πάρει ένα σκούρο χρώµα από το αίµα δεκάδων πτωµάτων που επιπλέουν. Αλλα µπρούµυτα και άλλα ανάσκελα. Ο ελαφρύς αέρας που φυσάει είναι ζεστός, όχι µόνο λόγω της εποχής, αλλά κι εξαιτίας της φωτιάς που σιγοκαίει ακόµη στις συνοικίες πίσω τους. Στο λιµάνι ανυπόφορη η δυσωδία από τα απανθρακωμένα κορμιά.
Κάποιοι από αυτούς που στέκουν στο λιµάνι έχουν αρχίσει να χάνουν τα λογικά τους. Είδαν µε τα µάτια τους εγκύους να ξεκοιλιάζονται, τους γονείς τους να αποκεφαλίζονται, τα παιδιά τους να ακρωτηριάζονται. ∆εν φωνάζουν πλέον. Ψιθυρίζουν απλώς µονότονα τα ονόµατα των αγαπηµένων προσώπων τους µε φωνή, που ίσα που βγαίνει από τα ξεραµένα χείλη. Ισως για να µην τους... ακούσει ο θάνατος που παραµονεύει.
«Στο δρόμο για την παραλία, μουρμουρίζει κάποιος, βρήκαμε ένα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο. Το κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε… Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα, Ούτε ένα κλαδάκι δεν ρίχναμε επάνω τους να τα σκεπάσουμε. Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει».
Είναι 1η Σεπτεµβρίου 1922 (µε το παλιό ηµερολόγιο) και µόλις έχει ολοκληρωθεί η µικρασιατική τραγωδία. Μέσα σε µόλις δύο χρόνια ο Ελληνισµός πέρασε από τη Μεγάλη Ιδέα στη µεγάλη καταστροφή.
Ύστερα η προσφυγιά. Φεύγοντας από τα «ματωμένα χώματα» ξεσπά η προσφυγιά, όπως τόσο ζωντανά και γλαφυρά αποτυπώνει με την πένα της η Διδώ Σωτηρίου:
«...Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους.
Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους.
Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά.
Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν.
Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες.
Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές....
Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...»
Η ιστοριογραφική προσέγγιση
100 χρόνια από το χαλασμό της Σμύρνης, από τον ξεριζωμό. Φαγώθηκε ένας αιώνας κι ακόμη η μνήμη στέκει κερί δίχως φιτίλι και σιγολιώνει με τον καιρό. Αν και ο συμβατικός χρόνος πρόσθεσε δεκαετίες και μηδενικά είναι χαρακτηριστική η αδυναμία προσέγγισης ενός τόσο μεγάλου ιστορικού γεγονότος που χάραξε τη νεότερη Ιστορία. Για επτά και πλέον δεκαετίες μετά την καταστροφή οι πρόσφυγες θα αντιμετωπιστούν εργαλειακά τόσο από τις δυνάμεις της εξουσίας όσο και απ’ αυτές της εκάστοτε αντιπολίτευσης.
Δεν είναι εύκολος ο εθνικός αναστοχασμός σε μια τέτοια καταστροφή. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, ιστορικοί, φιλόλογοι, δημοσιογράφοι, σύλλογοι, ερευνούν χρόνια τώρα τα ιστορικά γεγονότα. Αποκαθιστούν και τεκμηριώνουν αλήθειες.
Συγκεντρώνουν και ταξινομούν υλικό σπάνιο που κινδυνεύει να χαθεί, εκδίδουν βιβλία, ψηφιοποιούν, σώζουν ό,τι σώζεται. Αλλά, και πάλι, αυτή η αμηχανία εθνικού αναστοχασμού…
Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική μνήμη θα διεκδικήσει χώρο στο εθνικό αφήγημα μέσα από την κινητοποίηση των ίδιων των συλλογικών φορέων του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού. Ακόμα και σήμερα, στο χώρο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας πλανάται ο αγνωστικισμός και η η αμηχανία σαφούς τοποθέτησης. Λες και η ιστορία μπήκε στη ναφθαλίνη της όποιας πολιτικής σκοπιμότητας.
Κάποιοι επιφανείς σύγχρονοι νεοέλληνες ιστορικοί αναπαράγουν διαρκώς, άλλοτε ευθαρσώς και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, την παραδοσιακή κρατική κεμαλική άποψη, ότι δηλαδή οι Τούρκοι εθνικιστές δεν είχαν κανένα λόγο να κάψουν τη Σμύρνη και ότι μάλλον η πυρκαγιά της Σμύρνης είναι ένα ασαφές ιστορικό ζήτημα το οποίο δεν έχει απάντηση
Αφού έσβησαν εδώ και καιρό οι ύποπτες προσεγγίσεις περί «συνωστισμού» στην παραλία της Σμύρνης, οι ενδόμυχοι φόβοι περί αναζωπύρωσης εχθροτήτων με τη «γείτονα» ύστερα από τα ζεϊμπέκικα και τις κουμπαριές, οι μασημένες λέξεις για τη Γενοκτονία, προς τι ακόμα τόση σιωπή κι απάθεια;
Ε, λοιπόν, η μνήμη πια δεν είναι πόνος. Η μνήμη είναι δύναμη και πηγή σοφίας. Πέρασαν δεκαετίες σιωπής και βουβού λυγμού της πρώτης γενιάς. Κι άλλες δεκαετίες αμηχανίας της δεύτερης γενιάς που ξεπέρασε τον πόνο και το στίγμα του «πρόσφυγα» και του «τουρκόσπορου». Κι ύστερα κύλησαν κι άλλες δεκαετίες, της τρίτης γενιάς, που οργανώθηκε σε σωματεία και συλλόγους διατήρησης της μνήμης. Έτσι, λένε, γίνεται πάντα. Η πρώτη γενιά που έζησε την Ιστορία σωπαίνει και προσπαθεί να επιβιώσει. Η δεύτερη μοχθεί να στεριώσει, η τρίτη, απελευθερωμένη, ζητά την αλήθεια.
Αλήθεια, πιστεύει κάποιος ότι δεν έχουμε να κερδίσουμε κάτι από τον αναστοχασμό του ‘22; Και από ό,τι προηγήθηκε και ό,τι το ακολούθησε;
Στις μέρες μας, στις μέρες των κατασκευασμένων Μπραΐμηδων και Κιουταχήδων και των αυτόκλητων σουλτάνων, οι ανιστόρητοι και επιλήσμονες κραταιοί της γης ανέχονται, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, μεγαλοϊδεατισμούς και γαλάζιες πατρίδες, αγνοώντας σκόπιμα ή μη, πως στα χώματα εκείνα από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας, μέχρι και τα βυζαντινά και τα σύγχρονα, μεγαλούργησε η ελληνική ψυχή και σκέψη, που τις ενταφίασαν γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, πότε με το σαρίκι και πότε με τις τσέτες των Νεότουρκων.
Ρωμιοσύνη, ρωμιοσύνη δεν θα ησυχάσεις πια.
Ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη σκλαβιά.
Η κληρονομιά
Η καταστροφή της Σμύρνης και της Μ. Ασίας εν γένει, άλλαξε τον ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο προσφυγικός κόσμος άλλαξε τη μορφή της Μητροπολιτικής Ελλάδος, έφερε νέες ιδέες, καλλιέργειες, επιστημονικό και εργατικό προσωπικό. Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφυγες ήρθαν αντιµέτωποι µε µια αφιλόξενη µάλλον Ελλάδα, είναι σαφές ότι τελικά την ευεργέτησαν σε πολλούς τοµείς, σε αντίθεση µε τα όσα πίστευαν τότε οι Έλληνες.
Αναμφισβήτητη μα και καθοριστική η επιρροή που άσκησαν οι πρόσφυγες στην πνευµατική και πολιτισμική ζωή της Ελλάδας. Στη λογοτεχνία, τη µουσική, το χορό, την ενδυµασία, τα ήθη και έθιµα, την κουζίνα... Ανατολίτικα στοιχεία που σταδιακά κι αθόρυβα εντάχθηκαν πλήρως στην ελληνική παράδοση.
Ο τραγικός ξεριζωμός λειτούργησε, όσο κι αν φαντάζει παράδοξο, σαν ευλογία, ιδιαίτερα για τη μουσική παιδεία της μητέρας Ελλάδας. Σπουδαγμένοι και καλλιεργημένοι μουσικοί της Πόλης και της Σμύρνης έδρασαν σαν μουσική κιβωτός και ταυτόχρονα ως εκπαιδευτές των Ελλαδιτών μουσικοσυνθετών και συνέβαλαν στην ανάδειξη νέων ταλέντων.
Η µουσική επηρέασε τον τρόπο έκφρασης των λαϊκών κυρίως στρωµάτων. Πολλά από τα τραγούδια των προσφύγων ακούγονται αυτούσια ή σε µετεξελίξεις ακόµα και σήµερα, µε χαρακτηριστικότερο το «Ζορµπά» του αείµνηστου Μίκη Θεοδωράκη.
Η επιρροή στο χορό ήταν τόσο δραστική ώστε η Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου κατέληξαν να θεωρούνται ενιαία µουσικοχορευτική περιφέρεια, καθώς χαρακτηριστικές κινήσεις και ρυθµοί ενσωµατώθηκαν στη ελληνική παράδοση και συναντώνται µέχρι και στις μέρες μας.
Στους χορούς των παραλίων της Μ. Ασίας έχουµε την οικογένεια α) των συρτών, των µπάλλων ή συρτοµπάλλων, β) των χασάπικων, γ) των καρσιλαµάδων και των ζεµπέκικων των 9 χρόνων, που αποτυπώνουν τις µακροπρόθεσµες διαδικασίες ενσωµάτωσης ελληνικών χαρακτηριστικών (µε τις δυτικότροπες επιρροές), µε αυτά των βαλκανικών καθώς και της ευρύτερης Ανατολής.
Ο Μικρασιατικός Ελληνισµός γλυκαίνει ακόµα και σήµερα την πίκρα του, χορεύοντας τα τραγούδια του, ανακαλώντας στην µνήµη του τη χαμένη πατρίδα. Η χορευτική πολυµορφία της Μικράς Ασίας επιβιώνει ακόµα και στη σηµερινή εποχή, στους απογόνους των προσφύγων, αποδεικνύοντας την διαχρονική δυναµική του χορευτικού της ιδιώµατος.
Αν σήμερα μουσικά όργανα όπως το σαντούρι, το κανονάκι, το λαγούτο, το ούτι, το βιολί και όχι μόνο έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μουσική μας καθημερινότητα, αυτό οφείλεται στην κομβική, γενναιόδωρη και μεστή σπορά των πρωτοπόρων Σμυρνιών και Πολιτών καλλιτεχνών και στον μαγικό συγκερασμό που συνοπτικά χαρακτηρίζουμε ως «Σμυρνέικο τραγούδι». To Σμυρνέικο τραγούδι αποτελεί ιδιαίτερο κομμάτι της μουσικής κληρονομιάς με έντονη και διαρκή διαδραστικότητα που φτάνει δυναμικά μέχρι και τις μέρες μας. Ένα τραγούδι που κουβαλά τις μνήμες αλλά και τη φυσιογνωμία της γης που το γέννησε, συγκεράζοντας ευφάνταστα το δυτικό στοιχείο με το βυζαντινό μέλος.
Η γενιά που ‘ζησε το χαμό, πάει έφυγε. Οι επόμενες γενιές οφείλουν να μαθαίνουν από την Ιστορία, να θυμούνται από τις διηγήσεις και να κρίνουν αθώους και φταίχτες. Μικρασία 1922 και ο Ελληνισμός ξεριζώνεται, σφαγιάζεται, εξανδραποδίζεται. Η Ελλάδα του 2022 έχει ηθική υποχρέωση να μην ξεχάσει, αλλά και να τιμά τον πολιτισμικό, λαϊκό θησαυρό που κληρονόμησε...
Κείμενα- επιμέλεια: Βασίλης Κανέλλος