evergetes

Επ’ ευκαιρία της σημερινής (επίκαιρης, 30/9) ημέρας μνήμης των εθνικών ευεργετών, μια αναφορά στην ανεπανάληπτη δοτικότητα των πρωταθλητών της μεγάλης κλίμακας εθνικής ευεργεσίας του 19ου αιώνα.

 H επιστολή μου εκπορεύτηκε και τελικά βασίστηκε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στο σπουδαίο βιβλίο του Β. Καραποστόλη: «Διχασμός και εξιλέωση», εκδ. Πατάκη. Κάθε δική μου προσθήκη θα περίσσευε. 

Το πώς «φτιάχνεται» η πατρίδα είναι το ζήτημα και όχι το πώς γεννιέται, θα πει ο Μακρυγιάννης, καθώς τον νικηφόρο αγώνα έπρεπε να διαδεχθεί ο μόχθος. 

Ομως, αυτό θα ήταν άδικο να το περιμένει κανείς από ανθρώπους που μόλις είχαν βγει από τα χαλάσματα, πεινασμένοι για άμεσες ανταμοιβές. Και τώρα που ήρθε η ελευθερία, να τους λένε πως δεν είναι ακόμη ο καιρός. Ναι μεν, τους το λένε οι περιστάσεις, όμως αυτοί νομίζουν ότι τους το ζητάνε εκ του πονηρού κάποιοι κακόβουλοι. Ετσι, με την ίδια αψάδα που, κατά τη διάρκεια του αγώνα, ύψωναν τα μπαϊράκια τους, με αυτήν θα αξιώσουν η νέα κατάσταση να έλθει στα μέτρα τους.

 Μέσα σ’ αυτήν τη δυστοπία θα προβάλλει το κίνημα αυτών των κραταιών ομοεθνών μας, που ενώ περνούσαν τις μέρες τους σκυφτοί, μετρώντας συνεχώς κέρδη και ζημίες και μολονότι σε συχνή αντιμαχία με τους εσωτερικούς τους δαίμονες, θα κατορθώσουν να ανταποκριθούν στο σιωπηρό κάλεσμα της πάσχουσας, διακονιάρας, εν κινδύνω πατρίδας, και να αναφωνήσουν ομαδόν το «αρκετά ηργάσθην περί εμαυτού». 

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο. Οπως μαρτυρούν οι σκιές που βάρυναν τις δραστηριότητες ορισμένων εξ αυτών, για παράδειγμα του Συγγρού, στους οποίους ο πειρασμός μιας ορισμένης, αντισταθμιστικής απολαβής μάλλον δεν έμεινε εντελώς ανανταπόκριτος. 

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι να απορεί και να θαυμάζει κανείς, πώς αυτοί οι ολιγογράμματοι θα προκρίνουν ότι, από όλα που χρειαζόταν η αναγκεμένη πατρίδα εκείνη τη στιγμή, το σπουδαιότερο ήταν η μόρφωση των επερχόμενων γενεών της.

Είχαν, βεβαίως, ζήσει την τραγική κατάσταση της πατρίδας στο πετσί τους. Με τους μεγάλους να ταλανίζονται από την ανέχεια και την άγνοια, τους δε μικρότερους καταδικασμένους να ακολουθήσουν την ίδια απαράλλαχτη πορεία. Αυτήν την αλληλουχία των πραγμάτων θέλουν να εμποδίσουν αυτοί οι πολύπειροι πλέον βετεράνοι της ζωής, κατευθύνοντας και τοποθετώντας τα γενναιόδωρα καταπιστεύματά τους σε «καλή μεριά»: στη Γνώση. Είναι σαν να θέλουν να φέρουν στη χειμαζόμενη πατρίδα ένα ελπιδοφόρο μέλλον, ακαριαία μέσα στο ζοφερό παρόν. Και πώς και πού αλλού θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό απ’ ό,τι στο σχολείο; 

 Πρακτικοί και ιδεαλιστές συγχρόνως, γνωρίζουν ότι τα πάντα στη ζωή μπορεί να χάσουν την αξία τους εκτός από την αποκτημένη, στέρεη γνώση. Αυτήν κανείς δεν μπορεί να την αποσπάσει από εκείνον που την κέρδισε με τον προσωπικό του μόχθο.

Αποτελώντας ένα θαύμα οι ίδιοι, θα επιδιώξουν να παραγάγουν άλλα θαύματα για λογαριασμό των παιδιών της νέας πατρίδας. Οπως το θαύμα να μην είσαι θύμα λόγω άγνοιας ή λόγω νωθρότητας, το «ξεστράβωμα» των νέων γενιών, όπως αποκαλούσαν τη μάθηση στις ιδιωτικές συζητήσεις τους. Αυτό προκρίθηκε ως ο καλύτερος τρόπος, απ’ αυτούς που δεν αξιώθηκαν τίποτα παραπάνω από την «αλφαβήτα», να μοιραστούν την «χάριν» που τους δόθηκε.

Είχε προηγηθεί η ομιλία ενός άλλου ολιγογράμματου, του Κολοκοτρώνη, το 1838, στην Πνύκα, όπου ο μεγάλος οπλαρχηγός θα κάνει διάκριση μεταξύ της άφρονος «επιθυμίας της ελευθερίας» που χρειαζόταν η επανάσταση και της «φρονίμου ελευθερίας» που τώρα απαιτεί η ειρηνική κοινωφελής διακυβέρνηση. Σπαραχτική η έκκλησή του προς τους νέους: (εσείς) «να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας».

ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ

Καθημερινή 30.09.2022