«Κανονικοί» άνθρωποι-
3+1 υπέροχες εκδοχές του Έλληνα
Ελληνικότητα, μια έννοια, σχεδόν υπό διαπραγμάτευση. Άλλοι βρίσκουν ότι μας λείπει και άλλοι ότι μας περισσεύει. Μια έννοια εν πολλοίς ακαθόριστη και δεκτική ποικίλων ερμηνειών. Και που, όμως κανονικά, θα έπρεπε να είναι αχρείαστη και μάλιστα ως καίριο χαρακτηριστικό του Έλληνα. Όπως ο Ιταλός, για παράδειγμα, δεν μιλάει για Ιταλικότητα ή ο Σουηδός για Σουηδικότητα…
Ψηλαφητό στις παρυφές της, το σημερινό κείμενο, με τα άλλα δυο που θα ακολουθήσουν να αγγίζουν τον πυρήνα της.
Ελπίζω να βρείτε κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτά.
Καλή ανάγνωση.
«Κανονικοί» άνθρωποι» -
3+1 υπέροχες εκδοχές του Έλληνα
Παιδιόθεν και συν τω χρόνω τέσσερις υπέροχες εκδοχές Ελλήνων προσείλκυσαν το ενδιαφέρον, την εκτίμηση και τον θαυμασμό μου, τόσο για στοιχεία του χαρακτήρα τους, όσο και για τη δημόσια συμπεριφορά τους.
Πρώτα, η χαμένη πια πανστρατιά των δασκάλων παλαιάς κοπής, ελάχιστης μειοψηφίας σήμερα, οι οποίοι ταμένοι στο χρέος συντηρούσαν με δικά τους ψυχικά έξοδα την εμπιστοσύνη των νέων στον κόσμο. Μελετούσαν συνεχώς, δίδασκαν υποδειγματικώς, παραδειγμάτιζαν επακριβώς, αγαπούσαν ανιδιοτελώς και επένοντο υπερηφάνως. Απόλυτοι εκφραστές τού: «Αγνώς δε και οσίως διατηρήσω βίον τον εμόν και τέχνην την εμήν».
Μετά, κάποιοι αποσυρμένοι, σχεδόν απόκληροι, ήρωες του «αλβανικού» και της αντίστασης, των οποίων τα ηρωικά κατορθώματα βρισκόταν σε εμφανή και διαρκή αναντιστοιχία με την «ασήμαντη» φυσική και κοινωνική τους παρουσία. Τίποτα επάνω τους δεν πρόδιδε ότι σε κάποιες φάσεις της ζωής τους αξιώθηκαν ρόλους για τους οποίους δεν σου γεμίζουν το μάτι σου. Φάσεις, όπως η συμμετοχή τους στη μεγαλειώδη ευφορία που παρατηρήθηκε το ξημέρωμα της 28ης του Οκτώβρη του ‘40. Η συστράτευση τους, στη συνέχεια, ως υπερηφάνων μαχητών και η μέθεξη τους στο ανεπανάληπτο έπος του ‘40. H μετέπειτα εμπειρία από την κατάρρευση του μετώπου, όπου, ταπεινωμένοι θα επιστρέψουν ο ένας μετά τον άλλον στα χωριά τους και τις γειτονιές τους, σέρνοντας τα πληγιασμένα από τα κρυοπαγήματα πόδια τους. Και ύστερα η απροσδόκητη ανάταση της άνοιξης του ‘41, όταν το ΕΑΜ θα κινητοποιήσει τα σπουδαία αποθέματα ευψυχίας και σθένους που κρυφόκαιγαν στις ψυχές της πλειονότητας της νεολαίας της χώρας. Για να γράψει μαζί τους το επόμενο σπουδαίο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας, αυτό της εθνικής αντίστασης.
Αυτοί συναποτελούν, στα μάτια μου, τη δεύτερη εκδοχή των υπέροχων Ελλήνων του τίτλου. Αυτούς που όλοι, λίγο πολύ, συναπαντήσαμε, ηλικιωμένους πια, ταλαιπωρημένους τους περισσότερους και ντυμένους, πολλές φορές, με τα πολύχρωμα αποφόρια των παιδιών τους. Λιγομίλητους και απρόθυμους σε διηγήσεις, αφήνοντας τους άλλους να μιλούν γι’ αυτούς.
Η τρίτη κατηγορία, πολυπληθέστερη αυτή: Οι παντελώς και ισοβίως στερημένοι παντός αγαθού ηλικιωμένοι άνθρωποι, σακατεμένοι από την δούλεψη της γης και το σκληρό μεροκάματο, ή περιθωριοποιημένοι από τον γλίσχρο μισθό. Τόσο ευχαριστημένοι όμως από το μόνο της ζωής τους επίτευγμα: Τις σπουδές των παιδιών τους. Έτσι που τους «κόβεις», μόνο μια λέξη τους περιγράφει: Απολειφάδια. Αυτό όμως, μέχρι να το φέρει η κουβέντα και να πληροφορηθείς για τους γιους και τις κόρες τους. Για το γιατρό και τη δικηγόρο του ενός. Για τον επιχειρηματία και τον ακαδημαϊκό δάσκαλο του άλλου. Για τη δικαστίνα και τον ερευνητή του παράλλου. Παιδιά, που έγιναν ό,τι έγιναν υπείκοντες στη γονική ευχή, μητέρα όλων των ευχών: «Μάθε παιδί μου γράμματα να γίνεις καλός άνθρωπος...»
Ήδη μια τέταρτη κατηγορία, γέννημα της κρίσης αυτή, προστέθηκε στις παραπάνω. Αυτοαπασχολούμενοι ή επιχειρηματίες μικρών ή οικογενειακών μονάδων που προσφέρουν στην εγχώρια και διεθνή αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και ευθύνης. Δεν είναι διάσημοι, δεν είναι φανταχτεροί, δεν είναι πλούσιοι. Και μάλλον δεν θα γίνουν ποτέ. Κοινά χαρακτηριστικά της πορείας όλων: Η σκληρή δουλειά, η προσήλωση και η επιμονή στα πρωτογενή, στα θεμελιώδη.
Στον αντίποδα με ό,τι ως τώρα τράβαγε την προσοχή της κοινωνίας μας, αντιπροσωπεύουν μια άλλη Ελλάδα, όχι ακριβώς λησμονημένη, αλλά ασφαλώς λιγότερο φωτογενή και προβεβλημένη. Τους κοιτάς στις φωτογραφίες άνδρες και γυναίκες, χωρίς τις επίμονα διαλεγμένες γραβάτες, χωρίς τα εντυπωσιακά φορέματα. Χωρίς, δηλαδή, την κραυγαλέα ναρκιστική νωχέλια των φρούτων που συνήθως μονοπωλούν το τηλεοπτικό ενδιαφέρον. Με λίγα λόγια : «κανονικοί» άνθρωποι.
Σχεδόν με τα ρούχα της δουλειάς, σεμνοί, χωρίς ψεύτικες μετριοφροσύνες εμφανίζονται, όταν χρειάζεται, σε κάποια σκηνή αγνοώντας τις κάμερες και περιφρονώντας τα μικρόφωνα. Βλέποντάς τους και ακούγοντάς τους αντιλαμβάνεσαι ότι σ’ αυτούς η χειρωνακτική εργασία δεν εμφανίζεται με την επικρατούσα αντίληψη: ως ένα επαχθές όχημα κατωτερότητας. Ούτε, από την άλλη, δείχνουν να συγκινούνται από τα θέλγητρα μιας θέσης στο Δημόσιο. Ταυτισμένοι με το έργο τους, μοιάζει να μετουσιώνονται σ’ αυτό και τανάπαλιν. Αυτοί, η τέταρτη κατηγορία του τίτλου.
Τι σχέση έχουν αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι της παραγωγής, της επίτευξης και της προστιθέμενης αξίας με την ασημαντότητα των τηλεοπτικών πολύχρωμων δημοφιλών «τίποτα», που το μόνο επίτευγμά τους είναι η …αναγνωρισιμότητα;
Μέχρι το άλλο Σάββατο,
Χαιρετώ, ευχαριστώ.
Αφήγηση Γιώργος Ι.Κωστούλας