Ο Αγωνιστής του 1821
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Δ. Σταμοκώστα Ελλάδα Πατρίδα μου-Φτέρη χωριό μου, σχετικό με τον Αναστάσιο Κακατέ αγωνιστή του 1821 από την Φτέρη.
1825 Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο.Στη Σούδα ο Ιμπραήμ, αφού επισκεύασε τις ζημιές των πλοίων του, κατάφερε ανενόχλητος ν' αποβιβάσει περί τους 10.000 άνδρες στα κάστρα της Μεθώνης και Κορώνης, το Φεβρουάριο, με πολλά τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, που είχε έδρα την Ύδρα, λόγω απροθυμίας των Πελοποννησίων ν' αντιμετωπίσουν τον εχθρό (εμφύλιος, φυλάκιση Κολοκοτρώνη και λοιπών οπλαρχηγών Πελοποννήσου 6/2/1825), χωρίς καθυστέρηση, συγκρότησε εκστρατευτικό σώμα από Νησιώτες και Ρουμελιώτες και έσπευσε προς αναχαίτιση του Ιμπραήμ, διορίζοντας αρχιστράτηγο τον Υδραίο πλοίαρχο Σκούρτη, όπως προαναφέραμε.
Ο Ιμπραήμ στόχο είχε να καταλάβει το Ναυαρίνο (Πύλο/Νιόκαστρο). Πρόλαβαν οι Έλληνες και κατέλαβαν τη θέση Κρεμμύδι με τους Τζαβέλα, Καρατάσο, Καραϊσκάκη, Ράγγο κ.λπ. με 6.000 μαχητές. Απέναντί τους ο Ιμπραήμ διέθετε υπέρτερες δυνάμεις σε αριθμό, οπλισμό και προ παντός οργάνωση, την οποία πρόσφεραν οι μισθοφόροι Γάλλοι αξιωματικοί, κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα.
Στις 26 Απριλίου επιτέθηκε ο Ιμπραήμ κατά της εκεί νήσου Σφακτηρίας με σφοδρό κανονιοβολισμό, την οποία είχε περικυκλώσει με 46 πλοία. Οι 800 Έλληνες υπερασπιστές έπαθαν πανωλεθρία, αφού διασώθηκαν μόνο 200, άλλοι τόσοι αιχμαλωτίστηκαν και οι λοιποί κατασφάχτηκαν.
Από τη θάλασσα ο Μιαούλης προσπάθησε να βοηθήσει την κατάσταση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Με τα έντεκα πλοία που διέθετε, το μόνο που κατάφερε ήταν να κάψει ισάριθμα πλοία του εχθρού.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Ναυαρίνου, το οποίο υπεράσπιζε ο Μακρυγιάννης με τον Γεώρ. Μαυρομιχάλη, οι οποίοι, λόγω ελλείψεως νερού, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν.
Τις διαπραγματεύσεις έκανε ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, ο οποίος κατάφερε να φορτώσει 800 περίπου πολεμιστές σε τρία ξένα καράβια και να τους σώσει. Το Νέο–κάστρο (Νιόκαστρο) (υπήρχε και παλιό), παραδόθηκε στον Ιμπραήμ στις 11 Μαΐου 1825.
Πριν τη συνθηκολόγηση του Μακρυγιάννη έλαβε χώρα ένα άξιο λόγου περιστατικό, μεταξύ των αντιμαχομένων, δείγμα παλικαριάς, ηρωισμού και γενναιοφροσύνης.
Οι καταυλισμοί των αντιπάλων ήταν πολύ κοντά. Μια μέρα εμφανίστηκε από το αντίπαλο στρατόπεδο προς τη μεριά των Ελλήνων ένας πελώριος Αιθίοπας, με την αρματωσιά του και προκαλούσε τους Έλληνες, αν υπάρχει μεταξύ τους κανένας άντρας να προσέλθει να παλέψει μαζί του με το γιαταγάνι του. Πραγματικό δέος προκαλούσε η εμφάνιση του γίγαντα Αιθίοπα και προς στιγμή μεγάλη βουβαμάρα επικρατούσε στο ελληνικό στρατόπεδο, όταν αίφνης ένας μικρόσωμος Έλληνας ξεπετάχτηκε με το σπαθί κι άρχισε να βαδίζει προς το θηρίο. Μάταια ο αρχηγός του Ράγγος προσπάθησε να τον πείσει για τον κίνδυνο της ζωής του.
Σε λίγο τα σπαθιά διασταυρώθηκαν κι άρχισαν ν' αστράφτουν. Η συμπλοκή αμφίπλευρα είναι πείσμων και λυσσώδης. Το θέαμα κατάλληλο μόνο για γερές καρδιές. Τα ξιφοκτυπήματα των πρώτων λεπτών δεν αναδεικνύουν νικητή. Προς στιγμή αποχωρίζονται, αλλά σύντομα ξαναεμπλέκονται με περισσότερο πείσμα. Η ξιφομαχία κορυφώνεται, μαζί και η αγωνία, οπότε σπάει το ξίφος του Έλληνα στο σημείο της λαβής (Κακατέ τον έλεγαν κι ήταν από τη Φτέρη). Το τέλος θεωρείται βέβαιο και οι ανάσες των θεατών αραιώνουν.
Δεν απόμεινε πλέον τίποτε άλλο στον Κακατέ από την τόλμη του, χάρη στην οποία είχε φθάσει μέχρι εκεί. Εκτινάσσεται με εκπληκτική ταχύτητα και πιάνει από τους οσφείς τον γιγαντόσωμο Αιθίοπα και τον ρίχνει κάτω. Αστραπιαία με το μαχαίρι του, του κόβει το κεφάλι.
Οι αντίπαλοι θεατές μένουν άφωνοι. Ο Ράγγος τού προτείνει προαγωγή και ο Κακατές την απορρίπτει λέγοντας: Αγωνίζομαι για την ελευθερία της Πατρίδας και όχι για αξιώματα.
Το ηθικό των Ελλήνων αναπτερώνεται και ο αγώνας τραβάει το δρόμο του.
Ήταν ο Αναστάσιος Κακατές από τη Φτέρη. Δίκαια οι Φτεριώτες περηφανεύονται γι' αυτόν. (βλ. φυλλάδιο εμπόρων Σπερχειάδος και Καρπενησίου, Ο ΝΕΟΣ ΟΡΦΕΥΣ, βιβλιοπωλείο Γ. Ι. Ραζή Αθήνα 1905).
Ο Αναστάσιος Κακατές επέστρεψε στή Φτέρη όπου απεβίωσε το 1840 σε ηλικία 50 ετών.
Επίσης χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο Ιστορία Φτέρης-Φθιώτιδος υπό Ανδρέα Λάμπου